Στην Ελλάδα είμαστε κάτι παραπάνω από συνηθισμένοι στο να αντιμετωπίζουμε τα περισσότερα φλέγοντα ζητήματα «στο πόδι», να τα ξεπετάμε στα γρήγορα για να φύγει η υποχρέωση. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και με τις εκλογικές διαδικασίες, οι οποίες αντιμετωπίζονται καθαρά διεκπαιρεωτικά, τουλάχιστον όσον αφορά στον απαραίτητο διάλογο γύρω από τα πλέον σημαντικά ζητήματα, που θα έπρεπε να προηγείται. 

Ads

Βλέπαμε λοιπόν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να προχωρούν σε όλο και πιο μικρές προεκλογικές  περιόδους, με το επιχείρημα πως «η οικονομία δεν άντεχε επ’ ουδενί διαδικασίες που θα τραβούσαν χρονικά σε μάκρος». Το ωραίο είναι πως η συγκεκριμένη πεπατημένη ακολουθήθηκε και τα τελευταία χρόνια, όταν και η οικονομία είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Οι προεκλογικές περίοδοι περιορίζονταν, λοιπόν, στις 3-4 εβδομάδες κι αναλώνονταν κατά βάση σε συνθηματολογία, ανταλλαγή κατηγοριών μεταξύ των κομμάτων, μηδενικό διάλογο κι υπέρμετρη παραφιλολογία.

Τον ίδιο δρόμο δείχνει δυστυχώς να ακολουθεί κι ο μοναδικός πολιτικός σχηματισμός που είχε καταφέρει να υπερβεί αυτό το τέλμα στις εκλογές του Μαΐου 2012, όταν ολόκληρο το τότε μνημονιακό πολιτικό κατεστημένο βρέθηκε στο καναβάτσο, αφού ένα κόμμα της Αριστεράς μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έθεσαν την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου. Από τότε βέβαια πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι, τόσο πολύ που ο Αλέξης Τσίπρας κι ό,τι απέμεινε από το ΣΥΡΙΖΑ έχουν θέσει εαυτόν κι ό,τι άλλο έχουν στη διάθεσή στην υπηρεσία του μνημονιακού μονοδρόμου.

Η απόπειρα διεξαγωγής εκλογών «στα όρθια», χωρίς να δίνεται η δυνατότητα να τεθούν επί τάπητος τα πραγματικά διακυβεύματα της συγκυρίας, αλλά αντιθέτως η μεθόδευση της απόκρυψης των πραγματικών συνεπειών του νέου μνημονίου στην ελληνική κοινωνία, έρχεται ουσιαστικά να επισφραγίσει την πραγματική «αριστερή παρένθεση» στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Άλλωστε, ο δρόμος που πήρε η ηγεσία της κυβέρνησης αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ την επαύριο του δημοψηφίσματος, κατά παραβίαση μάλιστα της σχετικής λαϊκής εντολής, με την αποδοχή της επιβολής των πιο ακραίων πολιτικών λιτότητας πάνω στον ελληνικό λαό, δε φαίνεται να έχει πλέον επιστροφή.

Ads

Το δράμα που θα δούμε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας τις αμέσως επόμενες εβδομάδες αναμένεται να είναι τόσο γνώριμο, παράλληλα όμως τόσο διαφορετικό σε σχέση με όσα έχουμε δει τα προηγούμενα χρόνια. Ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας ουσιαστικά εξοβελίσει από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το μεγαλύτερο μέρος του αριστερού πολιτικού προσωπικού του, αναμένεται να κονταροχτυπηθεί με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη σχετικά με το ποιος από τους δυο είναι ο πιο άφθαρτος, ικανός κι ειλικρινής προκειμένου να εφαρμόσει το νέο Μνημόνιο. Όποιος επικρατήσει θα πάρει το μπόνους των 50 εδρών. Δεν είναι ώρα άλλωστε να πειράζουμε τα «δημοκρατικά κεκτημένα» του πρώτου κόμματος στις εκλογές.. 

Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ (κατά κύριο λόγο) αλλά και το Ποτάμι θα δώσουν πια αγώνα επιβίωσης, με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται και μάλιστα προνομιακά στο δικό τους εκλογικό ακροατήριο, την ίδια στιγμή που το ΚΚΕ θα εμφανίζεται δικαιωμένο στρουθοκαμηλίζοντας ως συνήθως. Κι όλα τα παραπάνω τη στιγμή που παραμένει υπαρκτός ο μεγάλος κίνδυνος της περαιτέρω ενίσχυσης της Χρυσής Αυγής, η οποία ποντάρει πολιτικά στην απόγνωση μέρους των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Αναμφίβολα πάντως μεγάλο ερωτηματικό της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης είναι η νεοσύστατη Λαϊκή Ενότητα , η οποία θα προσπαθήσει να αποτυπώσει σε πολιτικό επίπεδο τη συνέχεια του αντιμνημονιακού αγώνα ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που πιθανότατα θα περάσει σε νέα φάση το αμέσως επόμενο διάστημα. Ο συγκεκριμένος νέος πολιτικός σχηματισμός αναμένεται να βρεθεί βέβαια αντιμέτωπος με μια σειρά από κρίσιμα στοιχήματα: Το πρώτο έχει να κάνει με το κατά πόσο θα μπορέσει να συνδέσει πειστικά το ενδεχόμενο εξόδου από το Ευρώ κι επιστροφής στο εθνικό νόμισμα με την απαραίτητη διαδικασία της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. 

Δεύτερον, κατά πόσο θα βρει εκείνες τις διόδους προκειμένου να συνδεθεί με τις κοινωνικές ομάδες, που πλήττονται κατά κύριο λόγο από τις εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές, κυρίως δε με τη νεολαία. Τρίτον, αν θα καταφέρει να υπερκεράσει τη  μεγάλη καχυποψία ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας απέναντι στον πολιτικό κόσμο της χώρας, η οποία πιθανότατα έχει ενισχυθεί μετά την πρόσφατη μνημονιακή μεταστροφή της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα έχει να αντιμετωπίσει και τη  αβάσταχτη ελαφρότητα που θα επιβληθεί σε μια ακόμη προεκλογική αναμέτρηση. Απέναντι λοιπόν σε μια διαδικασία «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», όπου θα κυριαρχήσουν κραυγές και ψίθυροι περί «αποστατών και προδοτών», είναι αναγκαία και η επιμονή στη ανάδειξη των πολιτικών ζητούμενων των επερχόμενων εκλογών αλλά και η αναζήτηση μιας νέας ουσιαστικής σχέσης με την κοινωνία. Εξίσου χρήσιμη είναι ακόμη η συνειδητοποίηση πως ο αγώνας για ανατροπή των επίμαχων καταστροφικών πολιτικών δεν τελειώνει ούτε στις 20, αλλά ούτε και στις 27 Σεπτέμβρη, αλλά απαιτεί την πολιτική  και κοινωνική συγκρότηση ενός κινήματος, που θα διαφέρει σε ό,τι έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα…