Ερώτηση κρίσεως: το 1974 έμπαιναν στο Πανεπιστήμιο περίπου 10.000 νέοι φοιτητές˙ το 1984 ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 51.000˙ το 2014 είχαμε περίπου 70.000˙ και σήμερα έχουμε περίπου 78.000˙ είναι αυτή η αύξηση αναμενόμενη; Και είναι όλο αυτό για καλό ή για κακό;
 
Πυκνά – συχνά, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και μερικές φορές οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί επιχειρηματολογούν χωρίς (λογική) βάση. Κι όμως, μια βάση υπάρχει. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα διαθέτει αναλογικά τους περισσότερους φοιτητές σε σχέση με τον πληθυσμό της (6,58%)˙ βρίσκεται, δηλαδή, πολύ πάνω από τον μέσο όρο των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,84%). Από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, υψηλούς δείκτες εμφανίζουν η Δανία (5,52%), η Φινλανδία (5,42%), η Αυστρία (4,96%), η Ολλανδία (4,93%) και η Κύπρος (4,76%). Αφού «μένουμε Ευρώπη» και αφού παίρνουμε τη Φινλανδία ως υπόδειγμα «αριστείας», πρέπει να πηγαίνουμε, όχι απλώς καλά, πολύ καλά. Έτσι δεν είναι;
 
Καλά πηγαίνουμε βέβαια, αν θεωρήσουμε ότι η υπόλοιπη Ευρώπη πάει καλά. Γιατί, εδώ που τα λέμε, σε ποια βάση στηρίζεται το συμπέρασμα ότι η Ευρώπη πηγαίνει καλά; Άλλωστε ποια Ευρώπη, η δυτική ή η ανατολική, ο βορράς ή ο νότος; Παραδείγματος χάριν, η Γερμανία, παρ’ ότι διαθέτει τους περισσότερους φοιτητές στην Ευρώπη, στην αναλογία φοιτητών προς το συνολικό πληθυσμό της χώρας (3,7%) κατατάσσεται μόλις στη 19η θέση στο σύνολο των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, στις χώρες με τις χαμηλότερες αναλογίες φοιτητών προς συνολικό πληθυσμό περιλαμβάνεται, όχι μόνο η Ρουμανία – όπως το περιμέναμε – αλλά και το Λουξεμβούργο! Η λογική βάση της βάσης συγκρίσεως είναι επομένως σχετική – και ίσως λανθασμένη.
 
Να μην κουράσω περισσότερο επαναλαμβάνοντας το ίδιο παιχνίδι αριθμών με άλλες «βάσεις» – λ.χ. των αριθμό φοιτητών στις χώρες του ΟΟΣΑ ή της Ωκεανίας. Το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει: δεν μπορείς να πεις απ’ αυτά τα στοιχεία τι είναι σωστό και τι όχι. Επομένως, αν είναι καλό ή κακό ότι αυξήθηκε ο αριθμός των εισακτέων και των αποφοίτων ΑΕΙ στην Ελλάδα θα πρέπει να το σταθμίσουμε με βάση τις ανάγκες μας και όχι με βάση «γυμνούς αριθμούς» και «γυμνά ονόματα». Διότι τα στατιστικά στοιχεία μπορούν πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν για να επιχειρηματολογήσει κανείς προς δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. 
 
Αν συμφωνήσουμε σ’ αυτό, τίθεται όμως ένα άλλο ερώτημα: τί σχέση έχουν οι ανάγκες μας, ως χώρας και ως κοινωνίας, με την τριτοβάθμια εκπαίδευση; Κάποτε, το πτυχίο ήταν ο κυριότερος συντελεστής κοινωνικής ανόδου και κινητικότητας. Τώρα, δεν είναι πλέον. Όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, η τριτοβάθμια εκπαίδευση προσδιορίζει κατά κύριο λόγο τον «μορφωτικό ουδό», δηλαδή το κατώφλι του πόσο εγγράμματη – ή αγράμματη – είναι η κοινωνία. Τον ρόλο αυτόν τον έπαιζε κάποτε το εξατάξιο Γυμνάσιο κι ακόμη πιο πριν το Σχολαρχείο.
 
Μετά τη Μεταπολίτευση, το Πανεπιστήμιο μαζικοποιήθηκε, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τους φοιτητές, αλλά και σε ό,τι αφορά το διδακτικό προσωπικό. Και σιγά – σιγά, από χώρος «επαγγελματικής εκπαίδευσης» (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί), έγινε χώρος μόρφωσης, επιμόρφωσης και επιστημονικού προσανατολισμού. Μπορεί να μην αρέσει στους νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες ή τους ακραιφνείς αριστερούς, αλλά στο Πανεπιστήμιο δεν μαθαίνεις «τη δουλειά». «Τη δουλειά» την αναζητείς και τη μαθαίνεις, αφού τελειώσεις, αφού σκεφτείς, αφού εκτιμήσεις τις συνθήκες κι αφού βρεις – αν βρεις – το κατάλληλο εκπαιδευτικό – εργασιακό περιβάλλον. Όλα αυτά τα «αφού» βρίσκονται πέρα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στον χώρο ενός γενικότερου κοινωνικο – πολιτικού γίγνεσθαι και στον χώρο της παραγωγής. 
 
Να το πω πιο χοντρά: ο ισχυρισμός των νεοφιλελεύθερων ότι έχουμε πλεονάζοντες γιατρούς, δικηγόρους, κλπ, και ότι πρέπει επομένως να περιορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων στις αντίστοιχες Σχολες είναι το λιγότερο χαριτωμένος. Χαριτωμένος, γιατί ως ρυθμιστικός μηχανισμός δεν ακολουθεί καθόλου τους κανόνες της «ελεύθερης αγοράς» (ας βγουν πολλοί κι ας κερδίσουν οι καλύτεροι), αλλά μάλλον τους κανόνες της σχεδιασμένης οικονομίας που είχαν κάποτε οι ανατολικές χώρες! Χαριτωμένος επίσης, διότι, ακόμη κι αν υπήρχε άμεση σύνδεση των πτυχίων με την αγορά, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε σουρεαλιστικές καταστάσεις. Για μια περίοδο, πήγαινε στην Αμερική όλος ο κόσμος στα χρηματοικονομικά και τη διοίκηση επιχειρήσεων και έψαχναν στους ξένους για γιατρούς και θετικούς επιστήμονες. Εκεί βέβαια υπήρχε πλούσια παρακαταθήκη από ασιάτες, ευρωπαίους και μετανάστες από τις χώρες του «υπαρκτού». Εδώ;
 
Άφησα τελευταίο το καλύτερο. Αν υποθέσουμε ότι χρειάζεται μια κάποια βαθμολογική βάση για να εισαχθεί κάποιος στο Πανεπιστήμιο – όχι ως απόλυτο μέτρο ικανοτήτων, αλλά ως μέτρο της πρόθεσης που έχει ή δεν έχει να στρωθεί στο διάβασμα – πόσο σίγουροι είμαστε ότι η απόδοση στις πανελλήνιες εξετάσεις είναι προβλεπτικός δείκτης για την μετέπειτα πορεία του συγκεκριμένου παιδιού; Ποιος έχει κάνει αυτές τις συσχετίσεις για να δούμε πώς πάνε ως φοιτητές – και ως επαγγελματίες – εκείνοι που μπήκαν στο Πανεπιστήμιο με 9, με 10, με 18 ή με 20; 
 
Η σύντομη απάντηση είναι κανείς. Μιλάμε εντελώς στον αέρα. Και όχι μόνο η νυν ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που ξιφουλκεί με τις «προχειρότητες του ΣΥΡΙΖΑ». Θυμίζω ότι υπερ της βάσης του 10 είχαν επιχειρηματολογήσει στο παρελθόν τόσο η κ. Γιαννάκου επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας όσο και η κ. Αναγνωστοπούλου επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Με καλές προθέσεις, δεν λέω, και κυρίως με βάση το αυτονόητο ότι δεν μπορεί να έρχονται στο Πανεπιστήμιο φοιτητές που βρίσκονται στα όρια του αναλφαβητισμού.
 
Μόνο που αυτό το «αυτονόητο» δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Όπως, και απ’ την άλλη πλευρά, δεν είναι αμιγώς ταξικό το λεγόμενο «ταξικό» φίλτρο που επικαλούνται ορισμένοι άλλοι: ούτε είναι όλοι όσοι παίρνουν 5 στις εξετάσεις αγράμματοι και ανεπίδεκτοι μαθήσεως, ούτε είναι όσοι παίρνουν 19 και 20 γόνοι πλούσιων οικογενειών που οφείλουν την επιτυχία τους στα φροντιστήρια. Το ότι οι πλούσιοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι οι φτωχοί αφορά δυστυχώς όλες τις πτυχές της ζωής και δεν είναι κάτι που ανατρέπεται φυλάσσοντας τις «Θερμοπύλες» της βάσης εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Μην παίζουμε τώρα με τις λέξεις. Άλλα μέσα και άλλα όργανα χρειάζονται για να εκλείψει η κοινωνική αδικία …
 
Σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο μέτρο, μία είναι η αλήθεια: ότι κι εμείς κι οι άλλοι δεν έχουμε βάση για να ζυγίσουμε τη βάση του 10. Και δεν έχουμε τέτοια βάση, ούτε οποιοδήποτε άλλο αξιόπιστο μέτρο των επιδόσεων και των πραγματικών μαθησιακών αποτελεσμάτων, διότι το Υπουργείο Παιδείας δεν διαθέτει απολύτως κανέναν μηχανισμό έρευνας «στο πεδίο», κανέναν μηχανισμό λεπτομερούς επεξεργασίας και ερμηνείας των στατιστικών δεδομένων και κανένα όργανο στρατηγικού σχεδιασμού. Κι έτσι, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία είτε αναμασά τις αδιαφοροποίητες εκθέσεις της ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση), είτε σχολιάζει «δημιουργικά» τις εκθέσεις της Eurostat και του ΟΟΣΑ.  
 
Τί προτείνω; Αν θέλουμε να μιλάμε ουσιαστικά, ιδίως εμείς της Αριστεράς, θα πρέπει κάποτε να σηκώσουμε τα μανίκια…