Στη δικομματική ελληνική πολιτική αρένα, κάθε φορά που ένα κόμμα εξουσίας κέρδιζε σε βουλευτικές εκλογές, κατά κανόνα διατηρούσε μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας του τόσο τον επικεφαλής του όσο και αρκετή από την εκλογική του δύναμη ώστε να μπορέσει στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση είτε να επανεκλεγεί είτε, τουλάχιστον, να εξασφαλίσει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ads

 
Ο κανόνας αυτός ίσχυε στην Ελλάδα από τη μεταπολίτευση μέχρι το 2011 όταν άλλαξε με δραματικό τρόπο, στα μέσα του τετραετούς πολιτικού κύκλου του τότε κυβερνώντος κόμματος, καθώς αυτό απώλεσε, ταυτόχρονα, τόσο τον επικεφαλής του όσο και το λαϊκό του έρεισμα, βιώνοντας μία θεαματική συρρίκνωση της πολιτικής του δύναμης, που το υποβάθμισε σε κομπάρσο από διαχρονικό πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή.
 
Η γενικότερη αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν η συνειδητοποίηση, από μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, του μέγεθος της του σφάλματος που έκανε όταν πίστεψε τον Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ότι η είσοδος της χώρας στο Μνημόνιο θα έλυνε, με μοναδικό αντάλλαγμα έναν βραχυπρόθεσμο πόνο διετίας, τα προβλήματα του κρατικού χρέους, των ελλειμμάτων, της διαφθοράς και του απαρχαιωμένου κρατικού μηχανισμού, ότι θα αποκαθιστούσε τη διεθνή αξιοπιστία της Ελλάδας και ότι θα προκαλούσε μία ολική επανεκκίνηση της. Η ειδικότερη αιτία, ωστόσο, ήταν η απογείωση της ανεργίας.
 
Όταν το τρίτο τρίμηνο του 2009 το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου κέρδισε στις βουλευτικές εκλογές με ποσοστό 43,92%, η ανεργία στην Ελλάδα κυμαινόταν στο 9,3%. Στις ίδιες εκλογές η ΝΔ έλαβε το 33,47% των ψήφων και ο ΣΥΡΙΖΑ το 4,6%. Ένα χρόνο αργότερα και αφού η χώρα είχε μπει στο Μνημόνιο, στο τρίτο τρίμηνο του 2010, η ανεργία είχε αυξηθεί στο 12,4% και τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ είχαν μειωθεί στο 42,5%, της ΝΔ στο 28% ενώ του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεναν αμετάβλητα στο 4,5%.
 
Μόλις έξι μήνες αργότερα, στο τρίτο τρίμηνο του 2011, η ανεργία ξεπέρασε για πρώτη φορά το 15%, φτάνοντας στο 15,9% και το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ μειώθηκε απότομα στο 35%, με τη ΝΔ να κυμαίνεται στο 29% και το ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί τα μικρά ποσοστά του. Μετά από δύο τρίμηνα καταγραφής νέων ιστορικών ρεκόρ στην ανεργία, τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ μειώθηκαν θεαματικά στο 22,5%, με αυτά της ΝΔ να αυξάνονται στο 31,5% και του ΣΥΡΙΖΑ να διπλασιάζονται, σκαρφαλώνοντας στο 9,5%.
 
Στο διάστημα του τετάρτου τριμήνου του 2011 η ανεργία εκτοξεύτηκε για πρώτη φορά πάνω από το 20% και το ΠΑΣΟΚ έπεσε, επίσης για πρώτη φορά, κάτω από το 20%, βουλιάζοντας στο κλείσιμο του έτους στο 14%. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε και νέα άνοδο στα ποσοστά του, στο 12,5% ενώ η ΝΔ απέτυχε να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του κυβερνώντος κόμματος και αντίθετα είδε τα ποσοστά της να μειώνονται στο 30,5%.
 
Η ποικιλότροπη στήριξη που παρείχε η αντιπολίτευση στον άξονα κυβέρνησης – Τρόικας, έδωσε στην απογοήτευση των πολιτών μία χροιά καθολικού αναθέματος των δύο παραδοσιακά μεγάλων κομμάτων της χώρας, προκαλώντας ως παράπλευρη απώλεια την αμφισβήτηση, αν όχι την απαξίωση, της οικονομικοπολιτικής ιδεολογίας που καθένα υποστήριζε πως εξέφραζε και υπηρετούσε, στερώντας τους, έτσι, την ταυτότητα τους.
 
Η συνεπακόλουθη όλων των παραπάνω απώλεια του 70%, αθροιστικά, της εκλογικής τους βάσης ανέτρεψε τη νομοτέλεια του διπολικού πολιτικού συστήματος ενισχύοντας παλαιότερα περιφερειακά του κόμματα, δημιουργώντας νέα και ενεργοποιώντας τη συμμαχία των κομμάτων του πρώην πυρήνα του με στόχο τη διάσωση του και την αποτροπή της συνολικής αποκαθήλωσης των ίδιων.
 
Το αποτέλεσμα ήταν η ντροπιαστική αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, και η γέννηση της κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Παπαδήμο, που λειτούργησε ως προθάλαμος για τη μετέπειτα κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Α.Σαμαρά. Στην πρώτη, χρειάστηκε και εξασφαλίστηκε η στήριξη του περιφερειακού κόμματος ΛΑΟΣ και στη δεύτερη του νέου, μικρού αλλά δυναμικού, τότε, κόμματος της ΔΗΜΑΡ.
 
Στο μεσοδιάστημα, ο Α.Σαμαράς αναζητώντας ψηφοφόρους, προσπάθησε να διασπάσει και να απορροφήσει το ΛΑΟΣ, κάτι που σύμφωνα με εμπιστευτικό έγγραφο της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα (Wikileaks) εντασσόταν από καιρό στα πλαίσια του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού του και της επιδίωξης του για ενίσχυση της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος του.
 
Σύμφωνα με το έγγραφο το οποίο έχει ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 2009, η επικεφαλής, εκείνη την περίοδο, της διεθνούς γραμματείας του ΠΑΣΟΚ, συνεργάτης και ανεπίσημη σύμβουλος του Γ.Παπανδρέου, σχολιάζοντας την εκλογή Σαμαρά στην προεδρία της ΝΔ υποστήριξε ότι ο νέος πρόεδρος «αναμένεται να φλερτάρει με μέλη του ακροδεξιού κόμματος ΛΑΟΣ ώστε να τα προσελκύσει στο δικό του στρατόπεδο» προσθέτοντας πως αυτό «μπορεί να σπρώξει τη ΝΔ προς τα δεξιά» και συμπληρώνοντας πως σε συνεργασία με κορυφαίο στέλεχος του ήταν πιθανή η προσπάθεια «εισαγωγής εθνικιστικής ρητορικής» στον επίσημο πολιτικό διάλογο.
 
Οι διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012 που οδήγησαν στην κυβέρνηση συνεργασίας, έγιναν υπό τη σκιά της καταγραφής νέων, διαδοχικών, ρεκόρ στην ανεργία (23,6% στο κλείσιμο του β’ τριμήνου του 2012) και φανέρωσαν τις αλλαγές που είχαν ήδη συντελεστεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, επιβεβαιώνοντας, μεταξύ άλλων, την υποβάθμιση του ΠΑΣΟΚ σε μικρό περιφερειακό κόμμα (εκλογικό ποσοστό 12,28%), την πολιτική συρρίκνωση της ΝΔ σε κόμμα ανήμπορο να εξασφαλίσει αυτοδυναμία (29,66%) και την αναβάθμιση του μέχρι τότε μικρού και περιφερειακού κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση (26,89%).
 
Στην έναρξη, πλέον, του 2014, μετά από ένα έτος θεαματικών και πρωτόγνωρων πολιτικών εξελίξεων, παρατηρούμε σε πραγματικό χρόνο τη συνέχιση της διαμόρφωσης της νέας νομοτέλειας του πολιτικού συστήματος, με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις να δείχνουν το ΣΥΡΙΖΑ ελαφρά ισχυρότερο από τη ΝΔ με τα ποσοστά και των δύο να κυμαίνονται λίγο πάνω από το 20% και με το ΠΑΣΟΚ να είναι, πια, ένα κόμμα του 5,5%.
 
Όμως, με την ανεργία να καταγράφει νέο ιστορικό ρεκόρ φτάνοντας στο 27,8%, με το 80% των Ελλήνων να τη θεωρεί το σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας, με τις προβλέψεις να τη θέλουν να παραμένει σε δυσθεώρητα επίπεδα και στο τρέχον έτος και με τη σχέση της με την πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος προς τα δύο κόμματα που θεωρούνται τα κατεξοχήν υπαίτια για την οικονομική κρίση να παραμένει αντίθετη, δηλαδή όσο κινείται ανοδικά τόσο να προϊδεάζει για πτώση των ποσοστών τους, η πιθανότητα η ΝΔ να αυξήσει την εκλογική της δύναμη στις επερχόμενες ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές φαίνεται πολύ μικρή. Πόσο μάλλον όταν όλα δείχνουν πως παραμένει σε ισχύ ο κανόνας που θέλει τα κόμματα που ‘μολύνθηκαν’ από τη συνεργασία τους με την Τρόικα στηρίζοντας τα Μνημόνια να καταγράφουν, σταθερά, μειούμενα ποσοστά εκλογικής δύναμης,
 
Αντίθετα, αν οι τρέχουσες οικονομικοπολιτικές τάσεις συντηρηθούν, κάτι το οποίο είναι και το πιθανότερο, τότε τα δύο πάλαι ποτέ κόμματα εξουσίας θα συρρικνωθούν περαιτέρω, επιτρέποντας στο ΣΥΡΙΖΑ να ελπίζει για ουσιαστική ενίσχυση των ποσοστών του, ακόμη και χωρίς να έχει πείσει για τη βιωσιμότητα του εναλλακτικού του σχεδίου.
 
Σε μία τέτοια περίπτωση οι ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014 θα αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι έχουν συνήθως, ειδικά αν αναδείξουν το ΣΥΡΙΖΑ ως το ισχυρότερο πολιτικό κόμμα της Ελλάδας οδηγώντας σε μία ημιεπίσημη ανατροπή του πολιτικού στάτους κβο τεσσάρων δεκαετιών. Τότε, η πίεση για βουλευτικές εκλογές πριν το πέρας της τετραετίας θα γίνει αφόρητη, ο κίνδυνος κατάρρευσης της κυβέρνησης θα απογειωθεί στα ύψη και οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι ραγδαίες.
 
Είτε επικρατήσει το παραπάνω είτε οποιοδήποτε άλλο σενάριο, είναι βέβαιο πως το 2014 θα είναι ένα έτος κρίσιμων πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, το οποίο δεν αποκλείεται να αποδειχτεί σταθμός για τη διαμόρφωση της νέας νομοτέλειας της ελληνικής πολιτικής σκηνής αλλά και για την ίδια την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια. Και το γεγονός πως οτιδήποτε συμβεί κατά τη διάρκεια του θα διαδραματιστεί κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις της Τρόικας για απαρέγκλιτη τήρηση των συμφωνημένων και υπό τη σκιά της υψηλότερης ανεργίας στην Ευρώπη, αποτελεί οιωνό ιδιαίτερα αυξημένης οικονομικοπολιτικής αστάθειας, σε μία φάση που η Ελλάδα χρειάζεται όσο ποτέ σταθερότητα και νηφαλιότητα.