Πέρασε αρκετός καιρός από την έξοδο της τελευταίας ταινίας του Γούντι Άλεν, «Θλιμμένη Τζασμίν», στις αίθουσες κι έτσι η κριτική αντιμετώπιση της δε φιλοδοξεί να ενημερώσει, αλλά να αποτιμήσει, όπως άλλωστε θα όφειλε κάθε κριτική ενέργεια.  Ίσως, για να τοποθετήσει κάποια πράγματα σε διάσταση κινηματογραφική και όχι συναισθηματικά «γουαντιαλενική», στο ρυθμό που χτυπούν τα τύμπανα ενός ευφυούς σεναρίου.

Ads

   
Σχεδόν προφητικά, πριν κάποια χρόνια, ο διοπτροφόρος σκηνοθέτης είχε θεματοδοτήσει την ταινία του «Hollywood Ending» («Παίζοντας στα τυφλά») με την αόμματη σκηνοθεσία ενός χολιγουντιανού φιλμ , από έναν πάσχοντα δημιουργό. Ερμηνεύοντας ο ίδιος το ρόλο, δήλωνε εμμέσως τη σχέση του με το αντικείμενο, αλλά και την εγκατάλειψη των χολιγουντιανών συναδέλφων του στα χέρια των συνεργατών τους. Τώρα, τυφλός ο ίδιος, ένα με τον ήρωα της παρελθούσας δουλειάς του, αδυνατεί να φωτίσει με ορθότητα ένα πλάνο, δυσκαμπτεί στην ορθογραφημένη σύνδεσή του με το επόμενο, στο μοντάζ δηλαδή, αγνοεί ακόμη και την αλφάβητο των αξόνων στις θέσεις της κάμερας. 
 
Ας μη θεωρηθεί ότι τα προηγούμενα αποτελούν παιχνιδίσματα μιας πονηρής δημιουργικότητας ή κλείσιμο του ματιού σε υποψιασμένους θεατές. Με τον τρόπο τούτο μπορεί να διαβάζει την προχειρότητα η «προκάτ» κριτική, αυτή που αδυνατεί ν’ αγγίξει χαϊδεμένους δημιουργούς, που κάποτε «υπήρξαν». Δίπλα της μια παρελθοντολάγνα σινεφιλία, γεμάτη μνήμες μεγαλείου (από την εποχή του «Μανχάταν», για παράδειγμα). Ακόμη και στο σεναριακό πεδίο, αυτό που τόσο δόξασε τον Γούντι, οι ραφές γίνονται άγαρμπα ορατές, τόσο που μοιάζουν με μπαλώματα (όπως η σεκάνς με τον οδοντίατρο). Οι ανατροπές που οδηγούν στην αρχαιοελληνικής καταγωγής μοίρα, γνώριμη αγάπη του σκηνοθέτη, κι αυτές προγνώσιμες. Το κοντράστ των ηρωίδων αφόρητα ξώπετσο και η υποκριτική διεύθυνσή τους εγκαταλελειμμένη στο όποιο ταλέντο των πρωταγωνιστριών.
 
Μετά από όλα αυτά απορεί κανείς με περιπτώσεις όπως το χιτσκοκικής καταγωγής «Μatch point», όπου η ακρίβεια της πλανοθεσίας και της διάρκειας, σε οδηγούν στην υπόνοια ότι κάποιος άλλος κρυβόταν πίσω από την κάμερα. Προφανώς και όχι… Απλώς ο Γούντι Άλεν νικούσε την εγγενή τσαπατσουλιά του και συνδεόταν με τις στιγμές που τον κατέταξαν στο πάνθεον των «μεγάλων», μακριά από τις πληθωριστικές ανατυπώσεις του.