Αν ένα πράγμα με εκνευρίζει πραγματικά, πραγματικά όμως, είναι τα εξής δύο: η χυδαία ευγένεια και η ακόμη χυδαιότερη οικειότητα. Αυτό, που κάθε τόσο και λιγάκι σκοντάφτω πάνω τους, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Χωρίς να ξέρω το γιατί, έχω μάθει, ωστόσο, για τα καλά το επειδή. Επειδή τις βλέπω, τις αναγνωρίζω, δεν τις προσπερνώ. Ισως, γι’ αυτό.

Ads

Γενικά, είμαι της αναγνωρίσεως, δεν λέω. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να γίνουμε και της προσκολλήσεως. Τουτέστιν, δεν θα πείραζε να μου ξεφύγει και καμιά περιπλανώμενη χυδαιοοικειότητα. Ελα, όμως, που ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα. Και έλειπα. Και μου άφησε ειδοποίηση. Και πήγα. Και μου λέει: «Κυρία μου, δεν σας λένε Νόρα». «Και πώς με λένε;». «Πάντως Νόρα δεν σας λένε». Ακρη δεν βρήκα, ούτε το δέμα που είχε τ’ όνομά μου πήρα, γιατί άλλο έγραφε το κουτί και άλλο η ταυτότητα. Κι εγώ δεν μπορούσα ν’ αποδείξω ότι ήμουν αυτή που είμαι, γιατί δεν ήμουν αυτή που θέλαν να είμαι. Με τα πολλά, με ξαπόστειλαν με χυδαία ευγένεια (μου τη δίνουν τα ταχυδρομεία!).

Πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, ένα άλλου είδους «ειδοποιητήριο» έφτανε σε παρόμοιες πόρτες, που άλλο όνομα έγραφε η ταυτότητα και άλλο το κουδούνι. Εκείνοι, του τότε, έδωσαν ρεσιτάλ χυδαίας οικειότητας. Τότε, βλέπεις, δεν ήσουν αυτό που σε έλεγαν – ήσουν αυτό που πίστευες. Και γι’ αυτό σε μπουζούριαζαν στα υπόγεια, σε τρέλαιναν στα βασανιστήρια και τώρα εμείς τρώμε στη μάπα τους επιγόνους και απογόνους αυτών. Στη Βουλή, στον κρατικό μηχανισμό, στις τηλεοράσεις.

Βαρέθηκα με τους ασφαλίτες, τους ταγματαλήτες, τους βασιλόφρονες που κάνουν «επαναστάσεις» (το λένε και το πιστεύουν κιόλας), τους επαναστάτες που γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως (το κάνουν και δεν το πιστεύουν κιόλας). Βαρέθηκα με τις ιμιτασιόν καρυάτιδες, δεξιά κι αριστερά. Με κουράζουν τα κάπως και τα περίπου. Αυτό που βλέπουμε παντού «συνωστισμούς», που ξαφνικά οι 200 κομμουνιστές που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή έγιναν «200 Ελληνες» σκέτο (βλέπε σινεμά), που ξαναγράφουμε την Ιστορία πιο απαλά, που ξαναπερπατάμε την καθημερινότητα πιο αέρινα, με λιγότερες αλήθειες, άρα και λιγότερες επικινδυνότητες… ουφ, νισάφι πια!

Ads

Αν και για να είμαι ειλικρινής, την αληθινή κακία, το αιθέριο έλαιο μίσους, την καθαρόαιμη κακεντρέχεια, το ειλικρινές ψεύδος – αυτά είναι που αναζητώ ματαίως. Είναι δυσδιάκριτα τα άτιμα, καθώς μεταμφιέζονται, αναλόγως την περίσταση. Πότε τα λέμε χούμορ, πότε παρεξήγηση, πότε «πολιτικά ορθό». Και για του λόγου το αληθές, δεν θα πάρω για παράδειγμα κάποιο τραγικό ιστορικό γεγονός. Θα αρκεστώ σε κάτι πολύ πιο ύπουλο: τον καφέ.

Μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων καφέ, που όλοι ξέρουμε, βάζει παντού στα μαγαζιά της αφίσες που λένε: Μπορεί ο καπουτσίνο εδώ να είναι πιο ακριβός, αλλά τόσο ποσοστό πάει στους άπορους στη Γροιλανδία, τόσο για τη μελέτη της ασιατικής μύγας, τόσο για το ένα, τόσο για το άλλο. Ετσι, αντί να εναντιωθείς στον ακραιφνή, καταστρεπτικό καταναλωτισμό, που σε κανακεύει χυδαία, απολαμβάνεις εξίσου χυδαία τη βεβαιότητα πως επιτελείς το καθήκον σου: σώζεις την οικουμένη, πίνοντας καπουτσίνο!

Πάει η γνήσια ενοχή του καταναλωτή. Πάει και η αυθεντική παθητικότητα του μικροαστού. Οχι όμως και το καθήκον. Ο άνθρωπος της νεωτερικότητας, περισσότερο από ποτέ, είναι πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα στον βωμό αυτού του διεφθαρμένου καθήκοντος, που προτάσσει ο καπιταλισμός: λίγο περισσότερα για όλους, πολύ πολύ περισσότερα για ελάχιστους.

Αντε, όλα αυτά να τα δεχτώ. Και τον σύγχρονο καταναλωτή που πέφτει ανενοχικός, πιστός στο καπιταλιστικό του καθήκον. Και τον συνωστισμό της Σμύρνης (παλιά και νέας). Και τους 200 Ελληνες της Καισαριανής. Και τον καφέ ως άφεση αμαρτιών. Και τη σοκολάτα χωρίς σοκολάτα. Και την Ευρώπη των (πάνω και των κάτω) λαών. Και όλα. Εδώ που φτάσαμε, δύσκολο να αποφύγεις τις απομιμήσεις. Αλλά, το να κερδίζει την τέταρτη θέση στις πρόσφατες εκλογές στην Τσεχία το νεοεισερχόμενο στη Βουλή, ακροδεξιό εθνικιστικό SDP, με επικεφαλής Ιαπωνο-τσέχο, μετανάστη, ονόματι Τόμιο Οκαμούρα… ε, όχι! Αυτό πια παραπάει! Τσέχος εθνικιστής, μετανάστης και Οκαμούρα;… Λίγη γνησιότητα ρε, τι σου ζητάνε!

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών