Μετά το τραγικό καλοκαίρι του 2015 και την στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην παγίωση ή και την επιδείνωση  ακόμη των μνημονιακών στρατηγικών, οι κοινωνικές κινητοποιήσεις μοιάζουν,  ως τώρα τουλάχιστον, σχετικά ισχνές ή κοπάζουν σχετικά γρήγορα-όπως συνέβη με την κινητοποίηση των αγροτών στις αρχές του χρόνου.

Ads

Στα μεσαία και ελευθεροεπαγγελματικά κοινωνικά στρώματα, αναπτύσσεται  μια έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια με αιχμή ιδίως το ασφαλιστικό νομοσχέδιο καθώς και μια διογκούμενη πεποίθηση  ότι τα μέτρα αυτά έχουν διαρθρωτικό και όχι απλώς δημοσιονομικό χαρακτήρα και οδηγούν στην  «επιλεγόμενη» από το σύστημα έξοδο μεγάλων αριθμών επαγγελματιών από αυτά τα επαγγέλματα,  στο χτύπημα της μικρής και μεσαίας οικονομικής δραστηριότητας.

Ιδίως, η παρατεινόμενη τετράμηνη αποχή των δικηγόρων, παρά το ότι οι δικηγόροι έχουν κυριολεκτικά συνθλιβεί εισοδηματικά, είναι ένα κορυφαίο και ενθαρρυντικό  δείγμα αυτής  της μικρομεσαίας δυσαρέσκειας. Όμως, οι διαθέσεις αυτές  δεν έχουν τα χαρακτηριστικά ενός δημόσιου μαζικού κινήματος και μιας κινηματικής ανάταξης-πράγμα που ισχύει το ίδιο ή και ακόμη περισσότερο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, με εξαιρέσεις όπως η  πρόσφατη υπέροχη πορεία για την ανεργία από την Πάτρα στην Αθήνα. Παρά το ότι το νέο πακέτο μέτρων ισοδυναμεί με έναν εκτεταμένο κοινωνικό σφαγιασμό των υποτελών και των μεσαίων τάξεων και στρωμάτων, η κοινωνική αντίδραση δεν προεικονίζεται-ως τώρα- ως αντίστοιχη.

Η κατάσταση αυτή, που δεν είναι οπωσδήποτε μη αντιστρέψιμη, αντανακλά το βάθος της πολιτικής και κοινωνικής ήττας που υπέστη η Αριστερά με την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στις συστημικές δυνάμεις, πράγμα που αποτέλεσε κορύφωση  της «βίαιης ωρίμανσής του» από το 2012 ως το 2015. Αυτή η ήττα μπορεί να μην είναι μια πολιτικοστρατιωτική ήττα σαν αυτές που υπέστη η Αριστερά στην χώρα μας με την λήξη του Εμφυλίου το 1949 ή με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας το 1967, αλλά είναι μια ήττα βαθύτερα ιδεολογική, στρατηγική και ηθική/αξιακή. 

Ads

 Από το ’74 μέχρι και σήμερα, η αριστερή διακυβέρνηση είτε εκφράσθηκε με την μορφή του σοσιαλδημοκρατικού εφικτού προγράμματος (ΠΑΣΟΚ 1981) είτε ορίσθηκε ως η αναμονή ενός γνήσιου αναδιανεμητικού κυβερνητικού  προγράμματος υπέρ  του λαού και σε βάρος των ελίτ στηριγμένου σε ένα απολύτως διαφορετικό  πολιτικό προσωπικό της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, με πορεία μακρόχρονων  αγώνων και  με την αίγλη του ηθικά αλώβητου και αναλλοίωτου.

Η εμπειρία της δοκιμασίας

Βεβαίως, η πραγματικότητα  της Μεταπολίτευσης δεν ήταν αυτή απολύτως ή ακριβώς . Το προσωπικό της Αριστεράς, σε σημαντικό αλλά όχι απόλυτο βαθμό, αγκάλιασε την επαγγελματική πολιτική και τον επαγγελματικό συνδικαλισμό, εμπλέχθηκε με τον «εκσυγχρονισμό» του Σημίτη, ανέλαβε δημόσια έργα, υπήρξε ως ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία,  κυριάρχησε, όχι πάντα με άψογο τρόπο, στο δημόσιο πανεπιστήμιο, εμπλέχθηκε πολύμορφα  στα συστημικά ΜΜΕ.

Οι αγώνες και οι αγωνιστές  δεν ήταν ανύπαρκτοι αλλά συναντήθηκαν με έναν χρόνιο δυνάμει κυβερνητισμό και κρατισμό, με την κοινωνική ανέλιξη εντός του καπιταλισμού τμήματος   του προσωπικού και των διανοουμένων  της Αριστεράς  καθώς και με πραγματικούς συμβιβασμούς που έκανε με το σύστημα για πολλά χρόνια ένα όχι ασήμαντο τμήμα των λαϊκών και μεσαίων τάξεων ως κοινωνική βάση. Το πρόβλημα στην Αριστερά δεν ήταν μόνο πρόβλημα του πολιτικού προσωπικού και των διανοουμένων της, ήταν εν μέρει και πρόβλημα της κοινωνικής της βάσης.   Όμως, ακόμη υπήρχε η αίσθηση του ποιοτικά διαφορετικού, όσο τα παραπάνω υλικά δεν είχαν δοκιμαστεί στην πραγματική διακυβέρνηση, είχαν ακόμη μια ορισμένη  «αντοχή υλικών». 
     
 Η εμπειρία του 2015 απέδειξε ότι αυτή η Αριστερά τόσο ως ηγεσία και πολιτικό προσωπικό πρώτα απ’όλα αλλά και ως κοινωνικό δυναμικό δευτερευόντως δεν είχε κάνει μια μακρά πορεία προετοιμασίας για ρήξεις μεγάλης κλίμακας με το εσωτερικό και διεθνές σύστημα ούτε και ήταν  έτοιμη για αυτές. Παρ’όλα αυτά, για να μην είμαστε και άδικοι, η  διευρυμένη κοινωνική  βάση της Αριστεράς έδωσε με μεγάλη  επιτυχία δύο εκλογικές μάχες, τον Γενάρη και τον Ιούλη του ’15 , υπό πολύ δύσκολες  συνθήκες.  Έβαλε ζητήματα στην πολιτική ηγεσία προς επίλυση. Όμως, η πλειοψηφία του προσωπικού και της ηγεσίας  της Αριστεράς υποχώρησε και αποφάσισε ότι ήθελε πια να διακυβερνήσει υπό οιεσδήποτε συνθήκες και πολιτικό πλαίσιο. Οι αγώνες ήταν πια κάτι το  ανταλλάξιμο, η διακυβέρνηση ήταν κάτι που η Ιστορία τους/τις χρώσταγε, ακόμη και υπό τα Μνημόνια.  Οι πρώην αγωνιστές έγιναν «άνθρωποι από μάρμαρο», για όσους θυμούνται την παλιά πολύ όμορφη ταινία του Αντρέι Βάιντα. Ή,  ορθότερα,  «άνθρωποι από ευρώ».

Η κοινωνία, και ιδίως εκείνο το τμήμα των εργαζομένων και των υποτελών τάξεων που είχε διάθεση και δυναμικό ρήξεων,   δέχθηκε ένα πολύ μεγάλο πλήγμα από την «στροφή» ή την «προδοσία» του 2015.  Ένα πλήγμα στον πυρήνα του ηθικού και πολιτικού παραδείγματος της Αριστεράς. Σαν εβδομήντα χρόνια να χάθηκαν μέσα σε ένα καλοκαίρι ή μέσα σε μια μακρά νύχτα του Ιουλίου.  Παρά την υπαρκτή ακόμη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, η ιδέα ότι η Αριστερά είναι δύναμη ριζικής πολιτικής αλλαγής δεν είναι πια μια πολύ ισχυρή ιδέα στην Ελλάδα αλλά, υπό την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, και διεθνώς δυστυχώς. Συνεπώς, η ριζοσπαστική εκδοχή της Αριστεράς  και το κύρος της αλληλεξαρτάται με   τον δυναμισμό της κοινωνίας  , η ανασυγκρότηση και των δύο επιπέδων θα είναι μακρά και δύσκολη.
 
 Όποιος πιστεύει ότι αρκεί να πάρει τα συνθήματα , την φυσιογνωμία και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά του παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ και να τα σηκώσει απλώς από την «λάσπη της προδοσίας» είναι καταδικασμένος να ζει κάθε μέρα την ίδια μέρα από την αρχή. Και το βράδυ να κάνει ξανά και ξανά τον ανησυχητικό απολογισμό, πάντα τον ίδιο. Η ριζοσπαστική Αριστερά χρειάζεται νέο πρόγραμμα, νέα στρατηγική, νέες συμμετοχικές διαδικασίες, νέα ηγεσία, νέα υλικά. Επίσης, και νέα θεωρία, εμπλουτισμό ριζικό της ήδη υπάρχουσας.  Χωρίς αυτά, η κοινωνική και πολιτική Αριστερά θα μείνουν «ακυβέρνητες πολιτείες».  Και η κοινωνία θα παγιώσει τα χαρακτηριστικά της ως «παθητική». Δεν θα φταίει από  μόνη της.

* Ο κ. Δημήτρης Μπελαντής είναι νομικός