Όταν βλέπει κανείς το ιδιότυπο μείγμα ανορθολογισμού και χυδαιότητας με το οποίο αντιμετωπίζει η αντιπολίτευση τον νυν και τους τέως υπουργούς Παιδείας δημιουργείται η εξής υποψία: Ότι εδώ δεν έχουμε πλέον μια αντιπαράθεση αριστερών και νεοφιλελευθέρων, αλλά μια ακραία περίπτωση αυτού που ο Κώστας Λαλιώτης περιέγραψε πρόσφατα ως «βαλκανο -νεοφιλελευθερισμό». Τουλάχιστον ο Σημίτης (με τα Ίμια) και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (με τα Σκόπια) ήταν συνεπείς με τον εαυτό τους. Αυτή η υστερία με τους επιγόνους τους τί ακριβώς σημαίνει;
 

Ads

Ένα και ένα μόνο πράγμα μπορεί να σημαίνει. Τα περί «αριστείας» των σημαιοφόρων, περί «φυγόστρατου» Γαβρόγλου, περί «καταθλιπτικού» Μπαλτά, περί «αστοιχείωτου» και «αντίχριστου» Φίλη είναι ενδείξεις ενός προϊόντος πολιτικού αμοραλισμού. Επειδή όμως υπάρχουν και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, λαϊκοί, που στους σημαιοφόρους, τις προσευχές και τις παρελάσεις βλέπουν μια πάραδοση και έναν συμβολισμό που πρέπει να τους σέβεται η Πολιτεία, θεωρώ χρήσιμο να περιγράψω μια πραγματική ιστορία. Η ιστορία είναι εξόχως διδακτική και έχει απ’ όλα: παιδιά του Δημοτικού, σημαίες, παρελάσεις, αριστεία και πολιτικό νόημα.
 
Δεκαετία του 1960, μεσούσης της δικτατορίας, και στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Λαυρίου φοιτούν δυο παιδιά, ένα αγόρι (ο Σπύρος) κι ένα κορίτσι (η Αναστασία). Και τα δυο είναι άριστοι μαθητές (τότε που τα 10ρια δεν ήταν περισσότερα από 3 – 4 σε μια τάξη 30 μαθητών). Παρόλα αυτά, οι δασκάλες στις πρώτες χρονιές του Δημοτικού το έχουν κάνει σαφές σε κάθε ενδιαφερόμενο: Το 10ρι της μικρής είναι «πιο μεγάλο» απ’ τα άλλα 10ρια. Στην τάξη υπάρχει λοιπόν μια αξιολογική ιεραρχία που διατηρείται μέχρι την έκτη Δημοτικού.
 
Στην έκτη Δημοτικού εμφανίζεται νέος δάσκαλος: Μυστακοφόρος, Κρητικός, φανατικός υποστηρικτής του καθεστώτος και απροκάλυπτα «ματσό» τύπος, που για κακή του τύχη απέκτησε πρόσφατα, αντί για «παιδί», «κορίτσι». Μέσα στη ματαίωση και την παραζάλη του, ο μάγκας – δάσκαλος παραβιάζει τον ηθικό κανόνα «ο άριστος γίνεται σημαιοφόρος» και αντί για την Αναστασία επιλέγει τον Σπύρο γι’ αυτή τη δουλειά. Αρχίζουν οι δοκιμαστικές για την παρέλαση, αλλά κάπου υπάρχει ένας κόμπος. Και ο κόμπος αυτός γίνεται συζήτηση στο γραφείο των δασκάλων, σούσουρο στο Σχολείο και τελικά εντολή του διευθυντή: Η Αναστασία ορίζεται σημαιοφόρος κι ο Σπυράκης παραστάτης και πολύ του πάει. Ο μικρός πρέπει λοιπόν να αποσχηματισθεί ενώπιον όλων των συμμαθητών του και η σημαία να δοθεί εκεί που ανήκει: Στα άξια χέρια της Αναστασίας.
 
Κι έτσι γίνεται, μόνο που η ζωή όμως έχει τη δική της γνώμη. Για παράδειγμα, στις φωτογραφίες που διασώζονται από εκείνη την εποχή ο Σπυράκης ποζάρει περιχαρής και συλλαμβάνεται από τον φακό να τρίβει τα χέρια του. Η Αναστασία, κι αυτή μ’ ένα ύφος όλο ικανοποίηση, τον κοιτά και χαμογελάει. Το ίδιο μακάριο χαμόγελο έχει και όλη η ομάδα των παραστατών. Κάτι συμβαίνει, που προφανώς δεν έχει σχέση με τη σημαία, αλλά ας κάνουμε έναν μικρό απολογισμό πριν πάμε σ’ αυτό.
 
Το πρώτο θέμα είναι προφανώς οι δασκάλες: Γιατί φορτώνουν τη «ρετσινιά» – γιατί περί αυτού πρόκειται –  του εσαεί «αρίστου» σ’ ένα μικρό κοριτσάκι; Αν νόμιζαν ότι το 10ρι της Αναστασίας είναι πιο μεγάλο από το 10ρι των άλλων δεν είχαν παρά να βάλουν στους καλούς μαθητές 9 και να αφήσουν τον εξαιρετικό βαθμό για την εξαιρετική περίπτωση. Αλλά, βέβαια, ως συνεπείς δημόσιοι υπάλληλοι που φοβούνται τον επιθεωρητή και τον διευθυντή τους δεν το κάνουν, γιατί αυτό θα αντανακλούσε στη δική τους απόδοση: Τάξη με μία μόνο αριστούχο είναι προφανώς μια τάξη προβληματική ακόμη και τη δεκαετία του 1960.
 
Ο δάσκαλος είναι άλλο πρόβλημα. Ο άνθρωπος είναι τελείως ακατάλληλος για εκπαιδευτικός. Μέσα στον σεξισμό και το εθνικιστικό αντριλίκι του, κάνει στην αρχή την επανάστασή του βάζοντας τον «άντρα» στο βάθρο που του ανήκει. Μετά όμως, σαν θρασύδειλος που είναι, συμμορφώνεται αμέσως στην εντολή που παίρνει από τον διευθυντή του. Το μικρό αγόρι και την παιδική περηφάνεια του δεν τα σκέφτεται κανείς. Εκτός βέβαια από μια ψυχή, που κάνει, ευτυχώς, όλη τη διαφορά.
 
Κι η ψυχή αυτή δεν είναι παρά η μικρή Αναστασία – που είναι τσιμπημένη με τον Σπυράκη. Για την ακρίβεια, τα δυο πιτσιρίκια δεν δίνουν δεκαράκι τσακιστό για το ποιος θα είναι στη σημαία. Αρκεί να είναι όλη την ώρα μαζί στην παρέλαση και να μιλάνε ανενόχλητα χωρίς να φοβούνται τι θα νομίσουν οι δασκάλοι και οι γονείς τους που όλο τους κόβουν στη μέση όταν πάνε να σκάσουν ο ένας στο άλλο ένα φιλί. Το παιδικό μυστικό το ξέρει όλη η τάξη. Γι’ αυτό και κανείς δεν προσέχει την εναλλαγή σημαιοφόρων. Όλοι λένε με πονηρό χαμόγελο «πάλι μαζί αυτοί δυο, να δεις που τάχουνε». Και όντως τάχουνε ο Σπύρος κι η Αναστασία. Όχι μόνο στην τελευταία τάξη του Δημοτικού, αλλά και τα τελευταία 40 χρόνια που ζούνε μαζί!
 
Τα ηθικά διδάγματα της ιστορίας είναι δύο: Πρώτον, οι απαίδευτοι δάσκαλοι και η δημοσιουπαλληλική νοοτροπία τους είναι πράγματα επικίνδυνα για τα μικρά παιδιά. Για αυτό και τα «εργαλεία» προαγωγής της ευγενούς άμιλλας στο Σχολείο δεν μπορεί να είναι η σημαία, τα μετάλλια και τα δαφνοστέφανα, αλλά η καλλιέργεια ενός πνεύματος «ευ αγωνίζεσθαι» που πάει μαζί με την ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης. Η επιδίωξη του αρίστου, που συνεπάγεται έναν εσωτερικό αγώνα εφ’ ορου ζωής, δεν πρέπει να αντιστρατεύεται τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης –ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά. Γιατί οι μεν κοινωνικοποιημένοι θα ευτυχήσουν, ενώ οι άλλοι, όσα λεφτά και να βγάλουν, τελικά θα δυστυχήσουν. Είναι τόσο απλό.
 
Δεύτερον, είναι φανερό ότι η Αγάπη, παιδική – γεροντική, άλλο φύλο – ίδιο φύλο, δεν κάνει διαφορά, παντού και πάντοτε νικάει. Κι όταν λέμε νικάει, νικάει κατά κράτος, συντριπτικά. Οι νεοφιλελεύθεροι μέσα στην παραζάλη τους δεν το κατανοούν το φαινόμενο, το παρερμηνεύουν, γιατί νομίζουνε ότι όλα είν’ ανταγωνισμός: Αρσενικό – θηλυκό, πρωταθλητές – ουραγοί, ψηλοί – κοντοί, και πάει λέγοντας. Άριστα έπραξε λοιπόν το Υπουργείο, αφαιρώντας ένα εμπόδιο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών στο Σχολείο – αν κι εδώ που τα λέμε το κύριο είναι οι ίδιες οι παρελάσεις και η πολιτική εκμετάλλευση των εθνικών συμβόλων.
 
Κατά τ’ άλλα, πάει πολύ να διαμαρτύρονται οι εγχώριοι πορφυρογέννητοι ότι ένας Έλληνας της Διασποράς που έχει μεγαλώσει στο λίκνο της Πόλης είναι εθνομηδενιστής. Όσο για την εξαγορά της θητείας του Γαβρόγλου επί δικτατορίας, ας βρούμε έναν (αριθμητικώς 1) νοήμονα άνθρωπο που θα δήλωνε ευθαρσώς ότι δεν θα το έκανε – αν είχε την ευκαιρία – για να υπηρετήσει στην «Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών». Εν πάση περιπτώσει, ας κάνει κι ο Γαβρόγλου στα γεράματα μια… συναυλία υπερ της Αεροπορίας – όπως έκανε ο Σαββόπουλος προ ετών – για να τελειώνουμε!