Ένα από τα ερωτήματα που απασχολούν όσους επιθυμούν αλλαγή διακυβέρνησης, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι, ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το γιατί δεν ανεβαίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις δημοσκοπήσεις παρόλο που η καθημερινότητα που βιώνουμε από την ημέρα των εκλογών έως σήμερα, που πλησιάζουν οι επόμενες μέρα τη μέρα χειροτερεύει. Συνήθως η δυσαρέσκεια για το κυβερνών κόμμα μεταφράζεται σε πρόθεση ψήφου για την αντιπολίτευση. Εδώ, δεν συμβαίνει αυτό.

Ads

Η βασική, κατά τη γνώμη μας, αιτία είναι η μεγάλη απογοήτευση που ένιωσαν όσοι υποστήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες εκλογές του 2015. Βέβαια η απογοήτευση, ως ένα βαθμό, ήταν δεδομένη από τα πριν. Κι αυτό γιατί, αν δεχθούμε τον ορισμό του Νίκου Δήμου για την ευτυχία ως την απόσταση μεταξύ επιθυμίας και πραγματικότητας, ένα αριστερό κόμμα που τολμά να περάσει από τη θεωρία στην πράξη, από το όραμα στην υλοποίησή του, μοιραία θα απογοητεύσει. Καμία πράξη δεν μπορεί να συγκριθεί με την τελειότητα της θεωρίας.

Καμία υλοποίηση της ιδέας της ισότητας ή της δικαιοσύνης δεν μπορεί να συγκριθεί την καθαρή ιδέα της. Αυτά, λοιπόν, ήταν γνωστά. Και αναμενόμενα. Για το λόγο αυτό και ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν από την αρχή αντίθετο με την εμπλοκή του κόμματος στη διακυβέρνηση, γι’ αυτό ακριβώς πολλοί αποχώρησαν μεταξύ πρώτων και δεύτερων εκλογών. Καλύτερα να κρατήσεις με συνέπεια τη θεωρία σου παρά να δοκιμαστείς στην πράξη. Αν η πραγματικότητα δεν προσαρμόζεται στη θεωρία μας τότε καλύτερα να την εγκαταλείψουμε. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ, προς τιμήν του, αποφάσισε να τολμήσει.

Έτσι, μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015, έπρεπε ν’ αποδείξει ότι η δική του πράξη είναι πιο ωφέλιμη για την πλειονότητα του λαού, ιδιαίτερα για τα μη προνομιούχα στρώματα, από αυτή των αντιπάλων του. Η χώρα τότε ζούσε σε συνθήκες οικονομικής καταστροφής, μιας μη ομολογημένης χρεοκοπίας εξ’ αιτίας  της διακυβέρνησης των κομμάτων του ύστερου ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Πώς κατανέμεται μεταξύ τους η ευθύνη δεν έχει τόση σημασία -υπάρχουν πολλές αναλύσεις σχετικές, πολλές απόψεις αντικρουόμενες-, αλλά το γεγονός είναι ότι το 100% της ευθύνης βαρύνει αυτά τα δύο κόμματα· όπως κι αν τη μοιράσει κανείς.

Ads

Αυτοί κυβερνούσαν, αυτοί φέρουν την ευθύνη. Συνεπώς αυτό που είχε να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχετικά απλό: Αφενός μεν να σταματήσει ένα λάθος φάρμακο, τη λεγόμενη μνημονιακή πολιτική, για μια υπαρκτή όμως ασθένεια, αφετέρου δε να αποδώσει ευθύνες σε εκείνους που προκάλεσαν την ασθένεια ενώ παράλληλα να σταματήσει τη γενεσιουργό αιτία του προβλήματος που δεν είναι άλλη από τη διαφθορά, τη διαπλοκή και την συνεπακόλουθη πελατειακή σχέση κράτους – πολίτη.

Έδωσε τη μάχη με δυσμενείς όρους στο διεθνές πεδίο με τους δανειστές, την περιβόητη διαπραγμάτευση του 2015, και συνετρίβη. Η ήττα ήταν ένα ενδεχόμενο, το πιθανότερο έτσι κι αλλιώς, η συντριβή όμως δεν ήταν αναπόφευκτη. Σε αυτό το σημείο δεν έγινε ποτέ σοβαρή αυτοκριτική, παρά κυριάρχησε η επίρριψη ευθυνών σε πρόσωπα που έφυγαν ή στους αντιπάλους, σαν να υπήρχε ποτέ περίπτωση η τίγρη να μείνει με το στόμα ανοιχτό για να την ξεδοντιάσεις. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη, αλλά θα μπορούσε να μετριαστεί αν είχε αποδοθεί δικαιοσύνη. Όμως ούτε αυτό έγινε. Η χώρα χρεοκόπησε σιωπηρά, χωρίς να ειπωθεί επισήμως αλλά –παραδόξως – κανείς δεν έφταιγε γι αυτό.

Τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργενς και δε συμμαζεύεται τις έφαγε το μαύρο το σκοτάδι. Αυτό άφησε μια πικρή αίσθηση ανημπόριας στον κόσμο που υποστήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ναι μεν την ήττα στο διεθνές πεδίο μπορούσε κανείς να την αποδεχθεί, γιατί κατά κοινή ομολογία ο αντίπαλος ήταν υπέρτερος, όμως η ατιμωρησία εκείνων που, εξυπηρετώντας τα ιδιοτελή μικροσυμφέροντά τους, έριξαν τη χώρα στα βράχια δύσκολα καταπίνεται. Εδώ, λοιπόν, δόθηκε η αίσθηση στον κόσμο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί, ή -ακόμα χειρότερα για τη δημοκρατία – ότι μέσω των εκλογών δεν γίνεται να αλλάξει τίποτα.

Έτσι, μεγάλο μέρος του κόσμου απείχε και απέχει σταθερά από την πολιτική θεωρώντας ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Αν λοιπόν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναδεί φως, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί δεν μπόρεσε τότε και γιατί θα μπορέσει τώρα. Ας θυμηθούμε το σύνθημα του παλιού ΠΑΣΟΚ ότι «ο λαός θέλει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί». Ε, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι «δεν μπορεί» και αυτό ακριβώς καλείται να ανατρέψει στο μικρό χρονικό διάστημα ως τις εκλογές.

Με αυτά τα δεδομένα είναι απορίας άξιο πώς κατάφερε να συγκεντρώσει άνω του 30% και παραμένει μέσα στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Αυτό γιατί πέτυχε τον τρίτο στόχο δηλαδή έκλεισε την πληγή της διαφθοράς και της διαπλοκής. Μπορεί κανείς να καταλογίσει έλλειψη στρατηγικής, ραθυμία και αναβλητικότητα σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης, εκτός φωτεινών εξαιρέσεων, αλλά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αδιάβλητοι διαγωνισμοί και μέχρι τυπολατρίας εφαρμογή των νόμων.

Χάρις σε αυτή τη χρηστή διακυβέρνηση δημιουργήθηκαν πλεονάσματα τα οποία διοχετεύθηκαν στα φτωχότερα στρώματα όπως ήταν αναγκαίο κοινωνικά αλλά και οικονομικά. Έτσι άρχισαν τα πράγματα να μπαίνουν σε μια σειρά και ένα φως ελπίδας να διαφαίνεται. Αυτό σε πολλούς δημιούργησε την εντύπωση ότι είναι αρκετό για να προκαλέσει ένα ρεύμα νίκης. Όμως ο αντίπαλος, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, συνεπικουρούμενη από αστέρες του αλήστου μνήμης «εκσυγχρονισμού» και στελέχη της διαπλοκής ήταν αρκετά βήματα μπροστά.

Είχε διαπιστώσει την απόσταση θεωρίας – πράξης του ΣΥΡΙΖΑ και χτύπαγε εκεί που πονούσε. Πότε τους αποκαλούσε ψεύτες (μπορείτε αλλά δεν θέλετε) πότε ανίκανους (προσπαθείτε αλλά τι να κάνουμε που είστε καφενεία;). Κι αυτό συστηματικά και επίμονα, μεγεθυμένο δε από τα –  πάντοτε φιλικά στο χέρι που τόσο δίκαια τα ταΐζει- Μ.Μ.Ε.

Ωραία όλα αυτά, ωραίες οι διαπιστώσεις αλλά το θέμα είναι τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Αυτό θα είναι το θέμα επόμενων σημειωμάτων, στο μεταξύ είναι σαφές το τι δεν πρέπει να γίνει:

Δεν πρέπει να θεωρούν ότι η συσσωρευμένη δυστυχία, η αυξανόμενη ανέχεια, η εργασιακή ανασφάλεια, τα μικρά ή μεγαλύτερα κρούσματα διαφθοράς, η αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, η επικίνδυνη εξωτερική πολιτική (ήξεις αφήξεις στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας, λεονταρισμοί απέναντι στη Ρωσία και άλλα) θα φέρουν αυτομάτως ψηφοφόρους στην κάλπη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η απελπισία ουδέποτε έφερε την πρόοδο. Μάλλον το αντίθετο.