Με αφορμή την έναρξη του συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ, στις 13 Δεκεμβρίου, η εφημερίδα «Αυγή» ζήτησε τις απόψεις στελεχών του κόμματος αλλά και τις απόψεις άλλων που προέρχονται από τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, για τα κρίσιμα θέματα της πολιτικής συγκυρίας. Στις ερωτήσεις απαντά ο βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Γιάννης Πανούσης.

Ads

Ποια είναι σήμερα η προοπτική της ΔΗΜ.ΑΡ, μετά την αποχώρησή της από την κυβέρνηση και τις διαφορετικές απόψεις, που εκφράζονται στο εσωτερικό της για τις συμμαχίες του κόμματος; Πώς κρίνετε την πρόταση για επιστροφή στην κυβέρνηση;
 
Η πρόταση για επιστροφή στο κυβερνητικό σχήμα απερρίφθη αμέσως από τον πρόεδρο της ΔΗΜ.ΑΡ. Φώτη Κουβέλη διότι δεν έχουν αλλάξει σε τίποτα οι πολιτικές συνθήκες λόγω των οποίων αποχωρήσαμε από την κυβέρνηση εθνικής λύσης τον Ιούνιο.
 
Κατά την προσωπική μου γνώμη, οι όροι διακυβέρνησης της χώρας και διαχείρισης της κρίσης χειροτέρεψαν, η συνεχής επίκληση της (μόνιμης;) έκτακτης ανάγκης δεν πείθει και οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης μιας κυβερνώσας Αριστεράς σήμερα πληρούνται περισσότερο.
 
Οι διαφορετικές απόψεις που ανταλλάσσονται μέσα στη ΔΗΜ.ΑΡ. είναι στοιχείο ανα-ζωογόνησης και εμπλουτισμού και σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύουν κόπωση ή διάσπαση. Άλλωστε σε είκοσι μέρες το Συνέδριο θα απαντήσει συνολικά στις προ-τάσεις που θα κατατεθούν.
 
Η αντίθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του Μνημονίου και τις αντιμνημονιακές δυνάμεις έχει εξαλειφθεί; Εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα και σε ποιο βαθμό; Μπορεί η διαφορά Μνημόνιο – αντιμνημόνιο να αποτελέσει στοιχείο πολιτικής σύγκλισης;

Θεωρώ ότι η αντίθεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο ή κακό Μνημόνιο – καλό Μνημόνιο είχαν πριν ενάμιση χρόνο έντονο πολιτικό συμβολισμό που οδήγησε ετερόκλιτα ιδεολογικά κόμματα να συστοιχίζονται γύρω από αυτό.
 
Σήμερα πλέον οι «εφαρμογές του Μνημονίου» έχουν γίνει με τόσο βίαιο, ισοπεδωτικό και συχνά φαύλο / πελατειακό τρόπο που η νέα και πλέον υγιής πολιτικά αντίθεση πρέπει να είναι αριστερή ή δεξιά διακυβέρνηση (και συναφής διέξοδος από την κρίση με την κοινωνία όρθια και τους θεσμούς ισχυρούς).
 
Φαίνεται ότι διαμορφώνονται δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με επίκεντρο τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και ο άλλος με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ποια είναι τα περιθώρια για τη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου από κεντροαριστερές δυνάμεις και ποιες; Σε ποια προγραμματική βάση μπορεί να γίνει και ποια πολιτική συμμαχιών πρέπει να έχει έναντι της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ;
 
Έχω γράψει πολλές φορές ότι η Κεντροαριστερά έχασε το momentum της Ιστορίας. Ο ρόλος της ήταν -την εποχή που η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωναν από 40% των ψήφων- να αποτελεί ο τρίτος πόλος το στήριγμα στο (τότε) ΠΑΣΟΚ για κεντροαριστερή κυβέρνηση.
 
Σήμερα που η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνούν (δημοσκοπικά με 30% μαζί), που το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι αποτελεί τη βάση του τρίτου πόλου και που ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της Αριστεράς, έχει επίσης υψηλό ποσοστό (25-30%), η Κεντροαριστερά μοιάζει να θέλει να διεμβολίσει τον ΣΥΡΙΖΑ για να δώσει ζωή στο (σημιτικό) ΠΑΣΟΚ. Αν είναι έτσι, τότε λέγεται Κεντροδεξιά και ως τέτοια δεν είναι αποδεκτή.
 
Όσον αφορά στη δική μας πρόταση, την οποία εγώ ονομάζω ΣΟ.ΔΗ.Α (Σοσιαλιστική Δημοκρατική Αριστερά), αυτή δεν κινείται στην παραπάνω κατεύθυνση αλλά στοχεύει στην ενίσχυση της ΔΗΜ.ΑΡ. και του ευρύτερου χώρου ως μελλοντικού εταίρου της κυβερνώσας Αριστεράς.
 
Η Ευρώπη, με επιβολή των γερμανικών απόψεων της σκληρής λιτότητας στη διαχείριση της κρίσης, φαίνεται να μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της. Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το θέμα της Ευρώπης οι δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς;
 
Το ευρωπαϊκό όραμα παραμένει. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ή έστω τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη δεν εμπνέονται πλέον τόσο πολύ από την ενότητα των λαών, την υπέρβαση των διαφορών, την κοινή πορεία προς την ευημερία. Σ’ αυτό ίσως φταίει η ανταγωνιστική παγκοσμιοποίηση και το imperium των ΗΠΑ, ίσως φταίει και η γενικότερη συντηρητικοποίηση των μεσαίων τάξεων και η συγκέντρωση κεφαλαίων στα χέρια λίγων. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλληλεγγύης των λαών έχει μειωθεί και ο εθνικός ανταγωνισμός υπερισχύει των οραμάτων. Στον τομέα αυτό η κυβερνώσα Αριστερά έχει πολλή δουλειά να κάνει, γιατί, όπως ήδη έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και τα αριστερά κόμματα των αναπτυγμένων χωρών δεν αισθάνονται «αδέλφια» στα βάσανα του ελληνικού λαού.
 
Χρειάζεται νέο σχέδιο εθνικής στρατηγικής, νέες συμμαχίες, ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, ισχυρή διπλωματία και κυρίως εσωτερικό μέτωπο συναίνεσης.
 
Η Αυγή