Δεν το έχω ξανακάνει. Δεν χρειάστηκε. Τώρα, όμως, ήρθε και μένα η ώρα μου.

Ads

Υπάρχει ένας νόμος που ισχύει σε κάποια κρατίδια της Γερμανίας. Το Βερολίνο είναι ένα απ’ αυτά. Και είναι νόμος. Οχι κοινοτική οδηγία, απλός κανόνας ή «άγραφη κοινά αποδεκτή συμπεριφορά». Είναι νόμος -νόμος. Κανονικός -κανονικότατος.

Αυτός, λοιπόν, ο κανονικότατος λέει ότι πρέπει (πρέπει! Οχι αν θέλεις ή αν δεν σου κάνει κόπο), πρέπει λοιπόν, αν έχεις κήπο, να ξεριζώνεις όλα τ’ αγριόχορτα και τα μικροσαφρίδια που ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν. Και αυτό πρέπει να το κάνεις, λέει, γιατί ο αέρας, λέει, μπορεί να παρασύρει τους σπόρους τους και να φυτρώσουν και στον κήπο του διπλανού. Κι εσένα μπορεί να μη σε κόφτει να ζουν τα λέλουδα μαζί με τα ζιζάνια, αλλά τον άλλον; Τον ρώτησες τον άλλον, που θέλει να ‘ν’ ο κήπος του όπως θα ‘θελε να ‘ν’ κι ο εαυτός του; Καθαρός, τυπικός, φρόνιμος;

Εχουν την καλοσύνη και στέλνουν τακτικά. Είναι μεγάλη συνεισφορά και στην ψυχολογία αλλά και όσον αφορά τη δημοσιογραφική πληρότητα ενός εφημεριδογραφιά να του στέλνουν μηνύματα οι αναγνώστες. Εν τω μεταξύ, οι δικοί μου/μας αναγνώστες τουλάχιστον, ακόμη κι αν είναι να γράψουν κάτι με το οποίο διαφωνούν, το κάνουν με εξαιρετική ευγένεια. Δεν είναι γλείψιμο (από μεριάς μου), είναι η αλήθεια (από μεριάς τους).

Ads

Το αυτό έγινε και με το προηγούμενο χρονογράφημα, για την απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου (σ.σ. «Μόνο σκοτάδι και σίδερο»). Εκεί ανέφερα τον Κωνσταντίνο Σπέρα ως πρωτεργάτη της απεργίας. Κάποιοι αναγνώστες μού έστειλαν πως ο Σπέρας δεν ήταν μόνο αυτό που νόμιζα. Διάβασα τρία βιβλία πριν το γράψω, τελικά όμως έπρεπε να διαβάσω κι άλλο. Ο Σπέρας δεν ήταν μόνο αυτό που έγραψα.

‘Η μάλλον ήταν έως το 1920. Ρώτησα συναδέλφους ιστορικούς και άκουσα ώς και τη λέξη «χαφιές» για τα όσα έκανε αργότερα.

Το θέμα μου δεν είναι τι ήταν ή δεν ήταν ο Σπέρας. Τα όσα έγραψα, πράγματι τα έκανε. Ωστόσο έκανε, ως φαίνεται, κι άλλα. Δεν θα το κρίνω τώρα -ειδικά εγώ, ειδικά εδώ. Το θέμα μου, εξάλλου, δεν είναι αυτός. Αλλά αυτοί.

Αυτοί: Οι αναγνώστες για τους οποίους μετράει η κάθε λέξη.

Στ’ αλήθεια, για πόσους μπορούμε να το λέμε αυτό σήμερα; Πόσοι είναι στ’ αλήθεια ακόμη στην Ελλάδα (για να μην πω στον κόσμο ολάκερο) που προσέχουν πραγματικά ό,τι ακούν ή ό,τι διαβάζουν; 10; 100; 1000; Πόσα μηδενικά να προσθέσω σ’ αυτή τη μειονότητα της μεγαλοσύνης;

Γιατί περί μεγαλοσύνης πρόκειται. Οταν η κυρία («από τον προηγούμενο αιώνα», όπως τόσο όμορφα αυτοχαρακτηρίζεται στην επιστολή της, κι ας είναι μόλις 65 ετών) κάθεται και στέλνει 3 σελίδες γραπτό κείμενο για μια φράση που άκουσε στην τηλεόραση και δεν την άντεξε και είχε και δίκιο και πού να το βρει, είναι ή δεν είναι ένδειξη μεγαλοσύνης; Πνεύματος και δημοκρατίας και συμμετοχής και απ’ όλα;

Είχα την τύχη, ήδη από την εποχή του ραδιοφώνου και πλέον της εφημερίδας, τόσο οι ακροατές όσο και οι αναγνώστες να είναι καλύτεροι από μένα.

Και γι’ αυτό κάνω τώρα αυτό που δεν έχω ξανακάνει. Να διορθωθώ δημόσια. Στο ραδιόφωνο το έκανα στον αέρα. Τώρα το κάνω και γραπτώς.

«Το κοινό εκπαιδεύεται, αλλά αν είσαι ικανός, εκπαιδεύει κι εσένα», μου έλεγε.

Αυτά μου έλεγε και πόσα ακόμη. Και ήταν τόσο σωστός και τόσο ευγενής -δεν φαντάζεστε πόσο ευγενής. Και τόσο όμορφος. Και τόσο, απ’ όλα τόσο.

Κυρίως όμως ήταν ένας Αγριος Σπόρος. Σαν αυτόν που έπαιζε στο θέατρο, σαν αυτόν που ξεριζώνουν οι νόμοι -οι απ’ έξω και οι από μέσα μας. Ενας πεντάμορφος, ακέραιος άγριος σπόρος -αυτό ήταν. Φύτρωνε από μόνος του και από μόνος του έφυγε.

Διαβάζοντας τα όσα μου γράφετε, νιώθω πως πρέπει να ‘χει ριζώσει και σε διπλανά χωράφια. Και αυτό αρκεί… για ν’ αντέξω και το φευγιό του και μένα και το τώρα… Και λίγο, δεν το λες.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών