“Παχατζάκ Παναγιασί”, δηλαδή “η Παναγιά που κάνει τον άλλο να βλέπει”: Για την γενοκτονία των Ποντίων που τόσο πρόστυχα κάποιοι κύκλοι εθνικιστών προσπαθούν να χειραγωγήσουν και κάποιοι κύκλοι εθνομηδενιστών (που αρνούνται ακόμη και τον όρο) ν’ αρνηθούν:

Ads

Όπως έχω ξαναγράψει, ο Νικόλαος Καρασαββίδης, ο Ιστιλίν όπως αναφέρεται στα βιβλία για το αντάρτικο του Πόντου, ήταν ο παππούς μου. Μυριάδες κόσμου στην (με τιμές εθνικού ήρωα) κηδεία του. Ψηλόλιγνος όπως όλοι οι άνθρωποι της θάλασσας, (του Πόντου) (ο σωματότυπος του πιο διάσημου Πόντιου του Υψηλάντη) ξεχώριζε όπως όλοι της γενιάς του σχεδόν, ανάμεσα στους χαριτωμένους, κοντούληδες «Λαζούς», με την κοινή καταγωγή και την κοινή μοίρα.  Εγώ όμως ήξερα πόσο σκληρός άνθρωπος ήταν. Όλα του τα νιάτα καβάλα στ’ άλογο με το όπλο στο χέρι, είχε γίνει πια Κένταυρος και όχι άνδρας. Και δεν μπορούσε να δεχθεί πως ο αδερφός μου,  κάτι που προερχόταν από το ‘σπέρμα του’ μπορούσε να είναι ατελές, πλάσμα με ένα σύνδρομο που κόστισε δεκάδες εγχειρήσεις…

Όχι, προτιμούσα τον άλλον μου παππού, τον Γιώργη από τον Κολινδρό του Ολύμπου, το χωριό που λένε κάποιες έρευνες πως γεννήθηκε ο Ζορμπάς, κι επειδή Γιώργη τον λέγανε κι εκείνον εγώ, κάθε που τα βαζε με τρυφερότητα με τις πλειοψηφίες, κάθε που αγνάντευε τον κάμπο της Μακεδονίας από το ύψωμα λέγοντας πως η στιγμή είναι τώρα, και πως μππορούσα να διαβάσω στα δαχτυλίδια του καπνού όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, όλους τους έρωτες κι όλες τις σφαγές, αν εκείνος το κάπνιζε με ‘μεράκι’ σαν έναν ακόμη Ζορμπά τον Έβλεπα. Εκείνον που φιλοξενούσε κάθε διωγμένο, που γηροκομούσε τα γαϊδουράκια του κι είδε να περνάν από πάνω του στην πρώτη γραμμή (όχι κρυμμένος) όλοι οι πολέμοι δίχως να χάσει την ανθρωπιά του. Ο σκληρός όμως παππούς, ο Ιστιλίν, ο Νικόλαος, είχε κι αυτός αξιοπρέπεια μεγάλη. Όταν τον ρώτησα στην δύση της ζωής του, γιατί στη συνάντηση στο ποτάμι δεν σκότωσε τον Κεμάλ, με κοίταξε καλά καλά λες και είχα προσβάλλει όλον τον Πυρρίχιο, κι όλο το πέταγμα του αετού που φέρει στη μουσική του, κι απάντησε: Γιατί έπινε νερό, γιατί ήταν σκυμμένος.

“Μη κλαίτε ατόν π’ εμέθυξεν, απομεθεί και σκούται,
Μη κλαίτε ατόν π’ ελάθεψεν, καταρωτά και πάει,
κλαψέστε ατόν π’ εγέρασεν κι άλλο φτερά ‘κί φέρει.” 

Ads

Λοιπόν παππού, όταν ήμουνα παιδί, δεν καταλάβαινα την γλώσσα σου, ούτε τον πολιτισμό σου. Η σέρρα όμως, η αρχαία πυρίχη, έτσι όπως την θυμόμουνα να χτυπά τη γης να βγουν οι πεθαμένοι, έτσι όπως την έβλεπα στις φτωχικές πεδιάδες της ανατολικής Μακεδονίας, επέστρεφε πάντα στ αυτιά μου όποτε κινδύνευα. Με σήκωνε κάποιες στιγμές ξανά. Μια περίεργη, βαθιά, κλωστή.

Έχω λοιπόν έναν λόγο, όπως και τόσοι άλλοι και τόσες άλλες, να πω κάτι για την ποντιακή γενοκτονία, χρησιμοποιώντας αρχικά υλικό από πηγές άλλων.

«Kάθε φορά που μια ιστοριογραφική διαμάχη βγαίνει από τα στενά επιστημονικά πλαίσια για να περάσει στον χώρο της «δημόσιας Ιστορίας», το διακύβευμα είναι καθαρά πολιτικό: η όλη συζήτηση επηρεάζει δραστικά όχι μόνο τον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν το παρελθόν αλλά και τα διδάγματα που αντλούν απ’ αυτό για το μέλλον, τη στάση τους απέναντι στους πρωταγωνιστές και τους πολιτικούς επιγόνους τους, τον επαναπροσδιορισμό «φίλων» και «εχθρών», την αναζήτηση ατομικών και συλλογικών πρακτικών.» έγραψε ο Τάσος Κωστόπουλος
«το Ποντιακό εμφανίζει το «προσόν» να διαθέτει υλικό σημείο αναφοράς: χιλιάδες συμπολίτες μας που εκλαμβάνουν την αναγνώριση της επίμαχης «γενοκτονίας» ως δική τους συλλογική αναβάθμιση – και απαλλαγή από τα αρνητικά στερεότυπα με τα οποία τους είχαν στοχοποιήσει τα ρατσιστικά «ποντιακά ανέκδοτα» των προηγούμενων δεκαετιών.

Συνδυάζει, έτσι, την προβολή ακραίου εθνικιστικού λόγου και την επαναφορά ενός πρωτόγονου αντικομμουνισμού και αντιτουρκισμού με το αίτημα «ιστορικής δικαίωσης» των όντων πολλών θυμάτων. Ομως οι Πόντιοι, όπως και κάθε άλλη ομάδα που αυτοπροσδιορίζεται με βάση τη γεωγραφική καταγωγή, δεν αποτελούν ενιαίο σύνολο με κοινή ιδεολογία, κοινά συμφέροντα και κοινή ιστορική διαδρομή.» (ό.π.).

Λοιπόν παππού, μέσα από πρωτογενείς διηγήσεις και πολύ διάβασμα (δέστε πχ τις μαρτυρίες Ποντίων που εξέδωσε το ίδιο το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών), αυτές τις διαφορές που προσπαθούν να ομογενοποιηθούν σήμερα μέσα από την στρατηγική της Γενοκτονίας τις ξέρω. Και για τις διαφορές μεταξύ Τουρκόφωνων κι ελληνόφωνων, και για το πόσο διαφορετικά τους φέρθηκε το Τούρκικο καθεστώς με προνόμια ή σφαγές (οι σχέσεις με τους άλλους ως γέφυρα ή ως γκρεμός όυταν αφορά τους γειτόνους, ως συμβιβασμός ή αγώνας όταν αφορά την σφαγή των στρατών), και για τους Καρσιώτες, τους Καυκάσιους, το μεγάλο μυστικό, που κλειστήκαν χρόνια στο νέο κολαστήριο στο Μακρονήσι, και γι αυτούς που επάνδρωσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, και για τις ωμότητες που έγιναν απ όλες τις μεριές, κι απ τον στρατό κι απ το αντάρτικο το δικό μας, συνασπίζοντας όλες τις εθνότητες κι όχι μόνο τους Τούρκους. Όμως και πάλι η εθνοκάθαρση από τους νεότουρκους και το νούμερο 353 είναι εδώ. Και πονάει, όπως θα έπρεπε να πονουσε για κάθε λαό, για κάθε πληθυσμό, έτσι όπως η ρημάδα η ιστορία κάνει αναπόδραστους κύκλους κι όμως πετάγεται και πίσω και μπροστά, ακόμη κι αν δεν ήταν ανθρώπινος.

«Η συστηματική εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού των παραλίων προς την ενδοχώρα διατάχθηκε ως γνωστόν από την κεμαλική ηγεσία τον Ιούνιο του 1921, ως απάντηση στον βομβαρδισμό παραλιακών φρουρίων από τον ελληνικό στόλο και στις φήμες για επικείμενη ελληνική απόβαση στον Πόντο, με σκοπό το άνοιγμα δεύτερου μετώπου κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Αγκυρα.» Κι εκεί, ανάμεσα στις εθνότητες και στην ξεκάθαρη εθνοκάθαρση που υπέστησαν οι άμαχοι αλλόθρησκοι πληθυσμοί από τους κεμαλικούς, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα σε σχέση με το πολύσημο των συμπεριφορών των αλλόθρησκων αμάχων μεταξύ τους. Διηγήσεις που δεν χωρούν σε ιστορίες επίσημες. Πολύ αίμα από όλους (κάτι που δεν θέλουμε να ξέρουμε αφού το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, μα αίμα που πρέπει να το κρίνουμε στο ιστορικό του πλαίσιο. Για όλους. Και για να βρούμε τα αίτια, να μην επαναληφθεί. Να μην επαναλαμβάνετε. Όπου γης. Τόσο συχνά έστω).

«Τρεις μήνες μετά οι Τούρκοι των γύρω χωριών μας ειδοποιήσανε να φύγουμε, γιατί οι Κούρδοι θα μας επιτεθούν πάλι για να μας εκδικηθούν. (σσ οι Κούρδοι ήταν σκηνίτες και πολλά υπέφεραν από τους ενταγμένους Έλληνες). Κι ακόμη, αφηγείται ο γραμματέας της μητρόπολης Χαλδίας, «οι ντόπιοι Τούρκοι, «καίτοι εθνικόφρονες» (δηλαδή κεμαλικοί), «πολλά παθόντες υπό των Αρμενίων, υπεδέχθησαν ημάς μετά χαράς και ως επαγγελματίας και μας απεκάλουν διά της προσωνυμίας “Ρουμ-ογλού” αντί του “Κιαφίρ” και “Κιαβούρ”, τας οποίας μετεχειρίζοντο διά τους Αρμενίους. Ολοι εύρομεν εργασίας και εκερδίζομεν τον άρτον μας. Πολλοί δε έπεμπον χρήματα και εις τας οικογενείας των εκείθεν».

Όταν όμως οι Τσέτες και ο Κεμαλικός στρατός τους έδιωξαν σχεδόν όλους (αιώνια μοίρα των αδύναμων) Οι «Καυκάσιοι», που είχαν βιώσει τη χειραφετητική εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης (και τα αίτια της αντιστροφής και του συμφώνου με τον Λένιν δεν θέλουμε να τα ξέρουμε επίσης), διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στο αγροτικό και αριστερό κίνημα, αποσπώντας την καχυποψία ή και την εχθρότητα των κρατικών αρχών, αφού είχαν πάρει τα όπλα στον εμφύλιο μεταξύ Βενιζελικών και βασιλοφρόνων. «Ιστορική έχει μείνει η απάντηση κάποιου απ’ αυτούς προς τη σύζυγό του, που τον καλούσε να θέσει τις οικογενειακές υποχρεώσεις πάνω από την κομματική στράτευση: «Κίντυνος ντημοκρατία, χέζω σε και τα παιδία» (Δημήτρης Μιχελίδης, «Ο σκληρός δρόμος», Αθήνα 1983, σ. 80). Η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση τους την σκληρή «βενιζελική» δεκαετία του 30 έστειλε πολλούς στο Μκρονήσι να πεθάνουν μαρτυρικά (γιατί στις αρχές του 20ου ήταν ακόμη σκληρότερη η Μακρόνησος) ως αντικοινωνικά στοιχεία ΠΡΙΝ το ΕΑΜ, ΠΡΙΝ τον γνωστότερο εμφύλιο, κι έπειτα κι ως μέλη του. Την άλλη όψη του νομίσματος αποτέλεσε η μαζική ένταξη των τουρκόφωνων Ποντίων στα δωσιλογικά σώματα του Ελληνικού Εθνικού Στρατού (ΕΕΣ), με επικεφαλής τοπικούς παράγοντες και παλιούς οπλαρχηγούς όπως ο Μιχάλαγας, ο Κισά Μπατζάκ, ο Κοτζά Εστάθ ή ο Λαζίκ που έκαναν θηριωδίες όχι διαφορετικές από των Τσετών. Μα κανείς δεν θέλει να θυμάται αφού η επίσημη πια ρητορική (μέσα από την πολιτική και μέσα από το ποδόσφαιρο…) άλλα απεργάζεται.

Στον υπηρεσιακό λόγο των Αρχών, η πολιτική αυτή διαφορά μεταφράζεται κατά κανόνα σε «εθνοτική» αντίθεση, με στοχοποίηση συνήθως των «Καυκασίων». Στην έκθεσή του για την εξέγερση του Μεσόβουνου Εορδαίας, τον Οκτώβριο του 1941, ο κατοχικός νομάρχης Κοζάνης πως «κατοικείται από Λαζούς πρόσφυγας εκ Πόντου» που «διατελούσιν εις εντελώς απολίτιστον κατάστασιν, τα δε 90% τούτων τυγχάνουσι κομμουνισταί εκ των μάλλον επικινδύνων». Η κατάληξη ήταν η ομαδική, απίστευτη σφαγή των κατοίκων από δοσιλογικά τάγματα και Γερμανούς μαζί. «Το μέσον της μετατοπίσεως των Σλαβομακεδόνων εις την Π. Ελλάδα και τας Νήσους φρονούμεν ότι πρέπει να επεκταθή και εις τους καυκασίους πρόσφυγας», εισηγείται στις 20.7.1945 ο δήμαρχος Εδεσσας Κώστας Σιβένας, πρόταση που ο Φίλιππος Δραγούμης θα επαναλάβει προς το ΓΕΣ το 1948.

Η αποσιώπηση αυτής της πολύμορφης κληρονομιάς (κάτι που προφανώς δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, δεστε πχ πως αλλάζει την ιστορία της «τρομοκρατικής Χαγκάνα το Ισραήλ, μα και δέστε πως τολμά το Τουρκικό κράτος να το παίζει τώρα προστάτης των αδυνάμων, έλεος!) η «τυχαία» δαιμονοποίηση του Ελευθέριου Βενιζέλου ως μοναδικού υπεύθυνου από την Ελλάδα και γενικά συνυπεύθυνου για τη «γενοκτονία» μαζί με Τούρκους, Εβραίους και Μπολσεβίκους, (δέστε το τρίγλωσσο πανό ενός συλλαλητηρίου όπου ως «εμπνευστές της γενοκτονίας» καταγγέλλονταν ισότιμα ο Κεμάλ, ο Λένιν κι ο Εβραίος σοσιαλιστής Πάρβους (που σύμφωνα με τις ακροδεξιές συνωμοτικές θεωρίες κινούσε τα νήματα των αριστερών κινημάτων της εποχής) θέματα στις πανελλήνιες εξετάσεις της Γ’ Λυκείου όπως: «Να αιτιολογήσετε γιατί η συνεργασία Κεμάλ-Μπολσεβίκων λειτούργησε ως ταφόπετρα του Ποντιακού ζητήματος» δείχνει πως και ποιοι προσπαθούν να τοκίσουν το αίμα, να καναλιζάρουν την μνήμη, αποκρύβοντας τις ευθύνες όσων και ό,τι εκπροσωπούν.

Λοιπόν παππού, για να σεβαστώ, για να τιμήσω το αίμα των αμάχων, τις ζωές που χάθηκαν, πρέπει να τιμήσω την Μνήμη. Έτσι δεν είναι; Να μην αθωώνω κανέναν, ούτε τις «δικές μου» (;;;) πλευρές. Ούτε όμως και τις επίσημες που νομιμοποιούνται πρόστυχα ως οι  μόνες υπαρκτές. Να μην πάψω να βλέπω το πολύσημο, το πολύπλοκο, μέσα στις παγιωμένες παρατάξεις, τον άλλον μέσα στους άλλους, παράλληλα με την αποτρόπαια σφαγή των αμάχων αφού αυτό ζητώ και σήμερα στις εθνοκαθάρσεις όπου γης… Με βοηθά η Σέρα παππού, κι ότι εσύ ο (με αίτια της εποχής) εθνικιστής δεν σήκωσες το όπλο σε κάποιον σκυμμένο:

Τρεις μνήμες ακόμη λοιπόν που έχω καταγράψει κι έχω χρησιμοποιήσει σε κάτι θεατρικά κείμενα: «Λίγους μήνες πριν, ο Κεμάλ πάτησε το πόδι του στον Πόντο… Διόρισε αρχηγό του στην περιοχή τον Τοπάλ Οσμάν, με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω σε κάθε αλλόθρησκο. Είχε κυρίως τους Έλληνες στο μάτι από ωμότητες που είχαν διαπραχθεί στην πορεία προς το Αφιον Καραχισάρ. Ο Οσμάν υποσχέθηκε στον Μουσταφά Κεμάλ πως θα πνίξει τους Έλληνες «μέσα στις σπηλιές όπως τις γαϊδουρινές μέλισσες». Στην περιοχή Ότκαγια του δυτικού Νεμπιέν, μέσα σε μια σπηλιά πού οι Ρωμιοί της περιφέρειας την έλεγαν «της Παναγίας ή μάγαρα», μια σπηλιά σε υψόμετρο 1800 μέτρων, που οι Έλληνες τουρκόφωνοι την αποκαλούσαν “Παχατζάκ Παναγιασί”, δηλαδή “η Παναγιά που κάνει τον άλλο να βλέπει”, είχαν κρυφτεί εξακόσια γυναικόπαιδα της περιοχής κι εξήντα αντάρτες, με οπλαρχηγούς το Χατζή Γιώργη, τον καπετάν Κώστη και τον καπετάν Παπάζογλου.

Μια νύχτα του Σεπτέμβρη, Τούρκοι επιδρομείς, έπειτα από αδιάκοπη πορεία, έφτασαν μπροστά στις απόκρημνες πλα¬γιές της οροσειράς του βουνιού «Νεμπιέν Ντάγ». Προχώρησαν κι άλλο, αργά, επίμονα, ώσπου βρέθηκαν κάτω από τους πανύψηλους βράχους που ορθώνονταν σαν ουρανοκρέμαστα φρούρια κάτω από τον ουρανό.

Ξημέρωνε η 11η Σεπτεμβρίου. Η μέρα είχε κρύψει το κεφάλι στα σωθικά της για να μην δει αυτό που ερχόταν. Εάν τους έβρισκαν θα τους έκοβαν όλους. 600 κομμένα κεφάλια είχαν υποσχεθεί. Οι Τούρκοι εθνικιστές πλησίαζαν και τα μωρά κλαίγανε από την πείνα. Η γυναίκα κάνει να τραβήξει το χέρι της πάνω από το τραπέζι. Ο άνδρας το αρπάζει και της το κρατά γερά πάνω στο ξύλο. Τότε οι γυναίκες, για να μην προδοθούν, ένα ένα όσα κλαίγανε και δεν είχαν μαστούς με γάλα να τα δώσουν, τα έπνιξαν. Ένα ένα. Σιωπή….Πες μου, τι Παναγιά ήταν αυτή που έκανε τον άλλον να βλέπει και τ’ άφησε να γίνει αυτό;;!  Πες μου, ποιος μπορεί να δει τον άλλον, και να του την χαρίσει; Ε;;!».

2. «Στα 1918 ήμουν μονάχα 16 χρονώ . Ο πατέρας μου δούλευε επιστάτης στο Τσινάρ Ντερέ, στην Καβάλα. Ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Καύκασο, από την Καππαδοκία. Με πήρε ο πατέρας στα σύρματα, κει που τους βάζαν (σς οι Μόριες της εποχής).  Δυο χρόνια μείναμε εκεί δίπλα στα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους… Τ’ άκουγα τις νύχτες. Τ’ άκουγα. Στην αρχή τα φοβόμουν. Τα μισούσα. Μετά μισούσα όσους τα’ αφήναν νηστικά. Είπα μέσα μου, όχι ποτέ αυτό το σκάψιμο βαθιά μέσα στη νύχτα ξανά! Πήρα όρκο να γίνω νοσοκόμα. Αν ήμουν άντρας ίσως γινόμον και γιατρός. Μα κι αυτό που διάλεξα πάλι ευλογημένο είναι».

3. «Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω. Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε. Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι! Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε. Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: — Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….». Προσφυγιά… Άτιμη λέξη.»