Ούτε ένα εικοσιτετράωρο δεν πέρασε μετά από άλλο ένα τραγικό συμβάν, εξώ από το νοσοκομείο Δαφνί αυτή τη φορά, και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομίων έσπευσε, ωσάν ανεξάρτητη αρχή ευρείας δικαιοδοσίας, να βγάλει πόρισμα, να εξιχνιάσει κίνητρα και συνθήκες μιας τραγικής δολοφονίας και να στιγματίσει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν την ατυχία να λυγίσουν από την ψυχική ασθένεια.

Ads

«Επικίνδυνοι», «κακοποιοί», «πιστόλια», «μαχαίρια», «δολοφόνοι», είναι ορισμένες από τις περιγραφές μέσα στη θολή από ανακρίβειες ανακοίνωση που εν τέλει ενισχύει στο έπακρο τον μύθο του «επικίνδυνου ψυχασθενούς» και μεταφέρει την ευθύνη μιας ολόκληρης κοινωνίας για την πλαισίωση αυτών των ανθρώπων, στην πιο εύκολη λύση: απομόνωση και  φυλακή.

Εντύπωση προκαλεί το τάχιστο πόρισμα της ανακοίνωσης για την «κακοποιητική φύση» του εν λόγω ασθενούς, λίγες μόλις ώρες μετά από το τραγικό συμβάν και χωρίς να έχει γίνει καν στοιχειώδης έρευνα για το περιστατικό (το ιστορικό του ασθενούς και δράστη, τις συνθήκες θεραπείας του, την ειδική συγκυρία της σχέσης του με τη γυναίκα – θύμα).

Ερωτηματικά ομοίως προκαλούν οι πολλαπλές ανακρίβειες για τις συνθήκες νοσηλείας των ψυχιατρικών ασθενών στα δημόσια ψυχιατρικά νοσοκομεία, καθώς και για τις συνθήκες φύλαξης των ακαταλόγιστων ασθενών του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα.  «Το Δικαστήριο διατάσει να εκτίσουν την ποινή τους χωρίς φύλαξη στα Ψυχιατρικά Νοσοκομεία. (…) Οδηγούνται στα Ψυχιατρικά Νοσοκομεία, νοσηλεύονται σαν να μην τρέχει τίποτα με τους άλλους ασθενείς οξέα περιστατικά ή χρόνια, χωρίς καμία φύλαξη. Τα εν λόγω άτομα υπόκεινται στο θεραπευτικό πρωτόκολλο του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου, είναι ελεύθερα στο περιβάλλοντα χώρο του Νοσοκομείου», αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση.  Τα παραπάνω, μόνο ως αδικαιλόγητη παραπληροφόρηση μπορούν να χαρακτηριστούν, ιδίως σε ότι αφορά στα κλειστά τμήματα του νοσοκομείου «Δαφνί» και τις ειδικώς προβλεπόμενες συνθήκες φύλαξης των ακαταλόγιστων «εγκληματιών» του αρ. 69 Π.Κ..

Ads

Είναι σαφές, πως υπάρχει αντίφαση ανάµεσα στην φυλακτική και στην θεραπευτική αντιµετώπιση των ακαταλογίστων ασθενών στις περιπτώσεις εφαρµογής του µέτρου ασφαλείας των άρθρων 69 και 70 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.). Σε κάθε περίπτωση όμως, «ακόµη κι αν προταχθεί η φύλαξη ακαταλογίστων σε ειδικές ψυχιατρικές µονάδες, η διασφάλιση ενός ποιοτικού επιπέδου νοσηλείας πρέπει να προκρίνεται του στόχου τής σωφρονιστικής επιτήρησης, σύµφωνα και µε τις κατευθύνσεις του Συµβουλίου της Ευρώπης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετικό πόρισμά του ο Συνήγορος του Πολίτη.

Επιπλέον, είναι γεγονός πως το forensic μέρος της ψυχιατρικής νοσηλείας δεν είναι ούτε απλό, ούτε «λυμένο». Υπάρχουν σοβαρά υπέρ και κατά και στο μοντέλο του διαχωρισμού και της «συστέγασης» ψυχικά πασχόντων και ακαταλόγιστων ασθενών του άρθρου 69 Π.Κ. Θεωρητικά, το πιο αρμοστό μοντέλο, που σε κάποιες χώρες εφαρμόζεται, είναι η λειτουργία τριών διαφορετικών ιδρυμάτων (ένα για τους ποινικούς δράστες –φυλακή-, ένα για τους ψυχικά πάσχοντες και ένα για τους ακαταλόγιστους πάσχοντες του άρθρου 69 Π.Κ.). Ωστόσο, όταν η συζήτηση γίνεται σε μια χώρα όπου οι μη ποινικοί ψυχωσικοί παραβάτες αντιμετωπίζονται και φρουρούνται σαν να είναι ισοβίτες, με υποτυπώδη θεραπεία και με συνθήκες πλήρους εγκλεισμού, και οι ποινικοί –μη πάσχοντες- κρατούνται στο Σωφρονιστικό ίδρυμα του Κορυδαλλού, με τις αυτοκτονίες να «κοσμούν» τον σωφρονισμό που παράγει στους τοίχους του, τότε γίνεται σε όλους αντιληπτό πως η προτεινόμενη λύση του προβλήματος βρίσκεται αλλού.

Βρίσκεται στη ριζική αναμόρφωση σωφρονιστικού και θεραπευτικού συστήματος, στην μεταρρύθμιση της ψυχιατρικής, που έχει καταντήσει ευχολόγιο, στην κοινωνικοποίηση των παραβατικών, στην ενσωμάτωση των ψυχικά ασθενών. Καθώς, οι περισσότερες φυλακές, μόνον περισσότερες φυλακές θα φέρνουν. Εκείνες τις πιο βαθιές, τις φυλακές μέσα μας. Κι έτσι με την πρώτη ευκαιρία, «οι περήφανοι συνδικαλιστές, θα περιμένουν στη γωνία σαν τα κοράκια για να μιλήσουν πάνω στο φρέσκο αίμα που δημιουργεί εφέ και αφήνει αποτύπωμα», όπως πολύ εύστοχα μου είπε ένας καλός φίλος σήμερα.

* Η Ρένια Πουρνάρα είναι Δικηγόρος, ΜfA, Μέλος ΕΕΔΑ, τ.Λειτουργός Γραφείου Συνηγορίας για τα Δικαιώματα στην Ψυχική Υγεία