Ό,τι είχαμε καταφέρει μέσω του lockdown την περασμένη άνοιξη χάθηκε άτσαλα, σπάταλα, απερίσκεπτα σε μερικούς μήνες. Οι χαριτωμενιές και τα «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» το καλοκαίρι οδήγησαν σε δεύτερο κύμα της COVID-19, χωρίς να αποσοβηθούν οι μεγάλες απώλειες στον τουρισμό. Δεύτερο κύμα, θα πείτε, εμφανίστηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά ποιος είπε ότι εκεί δεν έγιναν ανάλογα λάθη, εν ονόματι της Οικονομίας.
 
Σε καθημερινή βάση, η κυβέρνηση θεωρεί απαραίτητο να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε γενικό lockdown, ενώ οι ειδικοί (οψίμως και αναδρομικώς) ανησυχούν. Εν τω μεταξύ, αυξάνουν τα μέτρα που λαμβάνονται σε τοπική κλίμακα, και σύντομα η κατάσταση θα οδηγήσει σε ένα lockdown «νέου τύπου», με το λιανεμπόριο και τα σχολεία ανοιχτά. Τί θα προσφέρει αυτό είναι πολύ συζητήσιμο. Δεν υπάρχει light ή local lockdown όταν προκύπτει πρόβλημα μεγάλης διασποράς. Είτε περιορίζεται δραστικά ο συγχρωτισμός, είτε, χωρίς να το λες, εφαρμόζεις «ανοσία αγέλης».
 
Με το σύστημα που ακολουθείται, σημειώνονται αλλεπάλληλες αστοχίες. Και δεν είναι μόνο αυτές που οφείλονται στη συνεχιζόμενη υποκαταγραφή των κρουσμάτων και την έλλειψη ιχνηλάτησης. Ο ΕΟΔΥ «ξεχνάει» ενίοτε ή θεωρεί περιττό να πληροφορήσει τη διοίκηση  πολυάνθρωπων δομών και οργανισμών (όπως π.χ. τα Πανεπιστήμια) για τα αποτελέσματα της ιχνηλάτησης (όποτε γίνεται), δυσκολεύοντας έτσι την έγκαιρη λήψη μέτρων. Πέραν από όλα αυτά, το δόγμα του «βλέποντας και κάνοντας», που υιοθετήθηκε ως καθοδηγητική αρχή από την κυβέρνηση, συνηγορούντος του Σωτήρη Τσιόδρα, δεν επιτρέπει να προλαβαίνουμε πράγματα ενεργώντας προδραστικά.
 
Με το ένα και με τ’ άλλο, έχει χαθεί παντελώς η αξιοπιστία της πολιτικής προστασίας. Ειδικοί και μη επαναλαμβάνουν μονότονα ότι για την αύξηση των κρουσμάτων ευθύνονται οι νέοι, που εξακολουθούν να ξεφαντώνουν σε πάρτι και γάμους, να συνωστίζονται στις πλατείες και να οργανώνουν διαδηλώσεις. Φταίνε κι οι πρόσφυγες, που περιφέρονται ασκόπως στο κέντρο της Αθήνας, στις λαϊκές αγορές ή γύρω απ’ τις δομές που τους φιλοξενούν (όταν τους επιτρέπεται). Φταίνε, τέλος, οι άμοιροι οι γέροι, που επιμένουν να πηγαίνουν σε κηδείες και στη λειτουργία της Κυριακής. Φταίνε γενικώς όσοι αναζητούν μια κουβέντα με τους συνανθρώπους τους και μια φυσική ή πνευματική συντροφιά μέσα σ’ αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα.  
 
Η καινοφανής αυτή ρητορική προσπαθεί να συγκαλύψει τις ευθύνες της κυβέρνησης και των μίσθαρνων οργάνων της, που καλλιέργησαν το παραμύθι της «κανονικότητας», καθώς και τις ευθύνες των ειδικών, που δεν ύψωσαν στεντόρεια τη φωνή τους πριν αρχίσουν οι φωτογραφίσεις Μητσοτάκη σε στυλ Τζόρτζιο Αρμάνι. Είναι ειρωνικό: αφού οι πάσης φύσεως ανευθυνο-υπεύθυνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πιστέψει ο κόσμος ότι δεν κινδυνεύει από τον ιό (ιδιαίτερα οι νέοι), και αφού δημιούργησαν μια πλαστή εικόνα ασφάλειας με το τρικ των περιορισμένων ελέγχων, τώρα ζητούν πλήρη συμμόρφωση και πιστή εφαρμογή των μέτρων.
 
Στα Γιάννενα οι εφημερίδες κυκλοφορούν με τον σουρεαλιστικό τίτλο «Να πώς γλυτώσαμε το lockdown». Λες και το ζήτημα ήτανε να γλυτώσουμε το  lockdown κι όχι τους ανθρώπους. Τα σχολικά τμήματα που έχουν κλείσει στην πόλη λόγω της COVID-19 δεν είναι ένα και δύο, είναι πολλά. Πραγματικά, πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι κλείνοντας μια τάξη διασφαλίζει τις παραδίπλα; Από πού προκύπτει αυτό το μαγιορκίνειο συμπέρασμα; Πιστεύει κανείς ειλικρινά ότι με τα πρόστιμα θα αντιμετωπιστούν οι παραβάσεις στις επιχειρήσεις  εστίασης; Αφού, όπως είναι γνωστό, οι μαγαζάτορες υπολογίζουν το κόστος του προστίμου συγκριτικά με το πόσα θα χάσουν αν εφαρμόσουν τα μέτρα και πράττουν ανάλογα. Ισχύει το γνωστό «εσείς μπάτσοι, εμείς Απάτσι».
 
Για να μην αερολογούμε: το πρόβλημα δεν λύνεται με διοικητικά μέτρα. Πρέπει μαζί να υπάρχει επίγνωση του κινδύνου και αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Αλλά όταν τον άλλο τον έχεις πείσει, ανοίγοντας διάπλατα όλες τις πόρτες και τα παράθυρα το καλοκαίρι, πως ο ιός δεν θίγει τους νέους και όσους δεν έχουν υποκείμενα νοσήματα, τα μέτρα δεν αποδίδουν. Η κοινωνία εκπαιδεύτηκε μεθοδικά μ’ αυτόν τον τρόπο, και τώρα υποτιμά ή να αγνοεί τον κίνδυνο. Αυτή η εδραιωμένη πλέον πεποίθηση δύσκολα θα αλλάξει από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο, αν δεν αρχίσει ν’ αυξάνεται αισθητά ο αριθμός των θυμάτων. Τότε όμως, αλίμονο, θα είναι πολύ αργά.
 
Ας το αντιληφθούν η κυβέρνηση κι ο κάθε άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενος στη διαχείριση της πανδημίας: το αμέσως επόμενο σε σημασία ζήτημα μετά την ενίσχυση του ΕΣΥ είναι η εκ θεμελίων ανασυγκρότηση του ΕΟΔΥ και το απόλυτο «STOP» στα διαβούλια, τις επιτροπές επί επιτροπών και τους influencers, που κάνουν προφίλ (και λεφτά) εκμεταλλευόμενοι την πανδημία. Όσο για το ξόρκισμα του γενικού lockdown, αυτό πια είναι σαν να σε διαβεβαιώνει ο (κομπογιαννίτης) γιατρός σου ότι δεν θα πάθεις ποτέ καρκίνο. Το τραγελαφικό δεν είναι ότι λένε κάτι τέτοια αστεία ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί, αλλά ότι το εννοούν. Αντιπαραθέτουν δημόσια Υγεία και Οικονομία, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στο δεύτερο. Δεν σκέφτονται (ή δεν ομολογούν) το στοιχειώδες, ότι δηλαδή καμιά οικονομική δραστηριότητα και καμία κοινωνική ζωή δεν μπορούν να συντηρηθούν μέσα σε ένα περιβάλλον φόβου, αναξιοπιστίας και υγειονομικού χάους.
 
Ο συνδυασμός υπεροψίας, διαχειριστικής ανεπάρκειας και αναλγησίας μπορεί να αποδειχτεί πιο θανατηφόρος απ’ τον ιό. Προς το παρόν, η θνησιμότητα της COVID-19 στην Ελλάδα είναι 1.9% (σημαντικά μικρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 3.8% σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC). Μέχρι ενός σημείου, το πρόβλημα είναι αντιμετωπίσιμο. Μετά όμως απ’ αυτό το σημείο, η κατάσταση δεν θα μπορεί πλέον να ελεγχθεί. Ακούει κανείς τον Δερμιτζάκη;

Ads

ΥΓ. Μετά τους μύδρους που εξαπέλυσε το καλοκαίρι κατά του «λαϊκισμού των άκρων»,  η Πρόεδρος Σακελλαροπούλου ξαναχτύπησε. Με αφορμή τη συνάντησή της με ομογενή που ήρθε και υπηρέτησε τη θητεία του στους ευζώνους, μας υπενθύμισε πριν λίγες μέρες  ότι «η στράτευση είναι τιμή και όχι απλώς υποχρέωση». Για το «υποχρέωση» θα συμφωνούσαμε, νομίζω, άπαντες. Έχω όμως την εντύπωση ότι το 99% των στρατευσίμων δεν βλέπει και δεν κατανοεί αυτό το «τιμή». Έτσι όπως πάτε, σε λίγο θα μας πείτε «ή ταν ή επί τας» κ. Πρόεδρε. Αλλά Σπαρτιάτες δεν υπάρχουν πια. Χρόνια τώρα …