Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, οι  συσχετισμοί ισχύος μεταξύ των κρατών-παικτών συνεχώς αλλάζουν, κατά κανόνα υπέρ αυτών που διαθέτουν το οικονομικό ή γεωπολιτικό πλεονέκτημα.  Οι μεγάλες δυνάμεις  αξιοποιούν την ισχύ τους έναντι των πιο αδύναμων και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την διεύρυνση της επιρροής τους. Για μία χώρα δε, όπως η Ελλάδα, οι δυνατότητες άσκησης εξωτερικής πολιτικής για την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων είναι περιορισμένες. Τα πράγματα γίνονται ακόμη δυσκολότερα σε συνθήκες σαν τις σημερινές, όπου η διευθέτηση του χρέους είναι το κυρίαρχο επίδικο της εξωτερικής μας πολιτικής.

Ads

Όσο στενά και αν φαντάζουν τα περιθώρια άσκησης εξωτερικής πολιτικής με ενεργητικό και πολυδιάστατο προσανατολισμό για ένα μικρομεσαίο κράτος σαν την Ελλάδα, οι διαθέσιμες εναλλακτικές δεν είναι ασήμαντες ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά. Το σημαντικότερο προαπαιτούμενο για την ορθή αξιοποίηση τους, είναι να οριστεί ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος και η θέση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, πράγμα που συνεπάγεται χάραξη συγκεκριμένης και στοχευμένης στρατηγικής για την εξωτερική μας πολιτική.

Ενδιαφέρει την  Ελλάδα η παθητική της συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς με εξασφαλισμένη μεν τη παρουσία της, όντας περιθωριοποιημένη δε από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων; Ή μήπως ενδιαφέρεται για μία ενεργητική, διεκδικητική στάση με πλήρη αξιοποίηση των δικαιωμάτων της, η οποία θα την επαναφέρει ως ισότιμο μέλος μεταξύ των συνομιλητών της;  Θεωρώντας την δεύτερη ως προτιμότερη στάση, ανοίγει ο δρόμος για την επιλογή της κατάλληλης μεθοδολογίας, το στάθμισμα των διαθέσιμων μέσων και πόρων, την εξεύρεση των απαραίτητων συμμαχιών και την αντιμετώπιση των αναπόφευκτών προκλήσεων.

Μία χώρα με ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική χρειάζεται μία μακροχρόνια, σταθερή και αυτόνομη εθνική στρατηγική με ιεραρχημένους στόχους, χωρίς εξαρτήσεις από τα συμφέροντα τρίτων ή αγκιστρώσεις σε τακτικισμούς και ευκαιριακές κινήσεις.

Ads

Ενεργητική εξωτερική πολιτική σημαίνει πως θα πρέπει να υπάρχει μία ολοκληρωμένη και διαρκώς τροφοδοτούμενη εθνική αντίληψη τόσο για το διεθνές όσο και για το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Θα πρέπει η χώρα που ακολουθεί μία τέτοια πολιτική να μην προσκολλάται ούτε να συμβιβάζεται με το ήδη υπάρχον θεσμικό της πλαίσιο αλλά να δρα και να αλληλεπιδρά σε αυτό, να συμμετέχει και να επιδιώκει να το ανανεώσει με όρους δίκαιους και δημοκρατικούς. Στα εμπόδια που ορθώνονται, δεν πρέπει να συμβιβάζεται αλλά να ενεργεί, να βρίσκει απαντήσεις και να τα αμφισβητεί, γεννώντας νέες ιδέες για κάθε νέα πρόκληση.

Για την θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε. για παράδειγμα, στα χρόνια της κρίσης, ενδώσαμε μπροστά στό Ευρωπαϊκό συμφέρον, όπως αυτό μας επιβαλλόταν έξωθεν. Ως ένα ισότιμο μέλος της Ένωσης, είχαμε στην διάθεσή μας όλα τα θεσμικά δικαιώματα που απέρρεαν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες ώστε να αρθρώσουμε τις δικές μας θέσεις, να αξιοποιήσουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς της Ε.Ε. αλλά και να εκμεταλλευτούμε πιθανές εσωτερικές αντιθέσεις προς όφελος της ίδιας της Ευρώπης. Υποκύπτοντας όμως σε πιέσεις, ασκήσαμε μία εσωστρεφή εξωτερική πολιτική και έτσι οι δυναμικές που επιβλήθηκαν ήταν αυτές των ισχυρών οικονομικά κρατών. Έτσι, εγκαταλείφθηκε η προσπάθεια χάραξης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής στην βάση των συμφερόντων των μικρών κρατών μελών, πράγμα που συνιστά άλλωστε θεμελιακή αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σημαντικό μέσο για την οικοδόμηση μίας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών για την διασφάλιση ενός ειδικού ρόλου της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα. Εκμεταλλευόμενη τα ειδικά γεωγραφικά, γεωπολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της, η Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλει στην διαμεσολάβηση για την διαχείριση κρίσεων και την αποφυγή εντάσεων τόσο στην περιφέρεια της όσο και μεταξύ κρατών με τα οποία διαθέτει ιδιαίτερη πολιτιστική παράδοση.

Ευρισκόμενη σε ένα θυελλώδες γεωπολιτικό τρίγωνο αστάθειας, με την κρίση της Ουκρανίας στα βόρεια, την διαμελισμένη Λιβύη στα νοτιοδυτικά και το Ισλαμικό κράτος να συνεχίζει τις επιχειρήσεις του στα ανατολικά, η Ελλάδα θα μπορούσε και έπρεπε να αποτελεί πηγή σταθερότητας για την περιοχή. Η παρέμβαση της ελληνικής αντιπροσωπείας στο έκτακτο συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων της Ε.Ε. κινείται προς αυτή την κατεύθυνση και είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι η προσπάθεια για εκτόνωση της κρίσης μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας, αξιολογήθηκε θετικά και από τις δύο πλευρές. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα χτίζει το προφίλ ενός χρήσιμου κράτους για την διεθνή πολιτική σκηνή, γεγονός που μεσοπρόθεσμα θα την διευκολύνει να προωθήσει τα εθνικά της θέματα.

Ιδιαίτερη έμφαση όμως πρέπει να δοθεί και στην ανάπτυξη των σχέσεων με κράτη που δεν ανήκουν στην Δύση, χώρες με τις οποίες η Ελλάδα έχει ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς.  Οι θεσμικές σχέσεις της Ελλάδας με την Δύση είναι δεδομένες. Η χώρα μας είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Αυτό δεν της απαγορεύει όμως να αναπτύξει συστηματικές σχέσεις με δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική, με  χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της εγγύτερης περιφέρειας της.

Είναι αντιθέτως πολύ σημαντικό να επιδιώκει και να εξασφαλίζει τέτοιες συμμαχίες αλλά και να συνδράμει ως γέφυρα στις πολιτικές διαφορές μεταξύ Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου. Το διεθνές σύστημα τείνει προς μία πολυπολικότητα. Αντιλαμβανόμενη την Δύση ως μοναδική διέξοδο για την λύση των προβλημάτων της, η Ελλάδα ουσιαστικά απομονώνεται, επιτρέποντας σε άλλες δυνάμεις την ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών. Η θέση της στην Δύση και η σύσφιξη των δεσμών της με αναδυόμενες και περιφερειακές δυνάμεις δεν συνιστούν αντικρουόμενες ή ανταγωνιστικές στρατηγικές για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Μία προσεκτική και σχεδιασμένη αξιοποίηση και των δύο αλλά και των αντιθέσεων που αυτές δημιουργούν, θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη και θα εδραιώσει την διεθνή θέση της χώρας.

Ο Winston Churchill, μιλώντας για τον Clement Attlee είχε πει πως πρόκειται για «έναν άνθρωπο ταπεινό, τόσο ταπεινό, που δεν πρόκειται να ανοίξει το στόμα του.» Κάπως έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίστηκε η εξωτερική πολιτική από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Η έλλειψη πρωτοβουλίας, η εσωστρέφεια και η υποχωρητικότητα αποτελούν στοιχεία που σε καμία περίπτωση δεν προσφέρουν σε μία φιλόδοξη εξωτερική πολιτική. Η σωστή γραμμή απαιτεί ενδελεχή και διορατικό υπολογισμό των διεθνών συσχετισμών και ενεργητική και διεκδικητική στάση για την εξυπηρέτηση των εθνικών σκοπών. Πρέπει να γίνει απολύτως αντιληπτό, ότι ποτέ κανείς δεν πρόκειται να επιβραβεύσει την σιωπή μας ή να μας βοηθήσει αν εμείς οι ίδιοι δεν αποφασίσουμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας.

*Ο Κωνσταντίνος Καλαμβοκίδης είναι διεθνολόγος, μέλος του τμήματος διεθνών σχέσεων και θεμάτων ειρήνης του ΣΥΡΙΖΑ