Η διαφαινόμενη νίκη του Ολάντ στις γαλλικές εκλογές μπορεί πράγματι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ανοίξει μια νέα σελίδα για την Ευρώπη, τόσο ως προς τον οικονομικό όσο και ως προς τον πολιτικό προσανατολισμό της, σηματοδοτώντας ιδίως:

Ads

Α. Την επιστροφή της πολιτικής, η οποία σήμερα μοιάζει όχι μόνον αδύναμη, παραιτημένη και περιθωριοποιημένη αλλά και υποταγμένη στα κελεύσματα των αγορών. Μια τέτοια επιστροφή σημαίνει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, αναζήτηση εναλλακτικών πολιτικών για τις υπέρβαση της κρίσης, ριζικά διαφορετικών σε σχέση με τις ακολουθούμενες, οι οποίες εκπορεύονται και συχνά υπαγορεύονται από τα ίδια κέντρα ιδιωτικής εξουσίας που προκάλεσαν την κρίση και στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από επανάληψη, των γνωστών τυποποιημένων –και τραγικά αποτυχημένων- νεοφιλελεύθερων συνταγών που οδήγησαν στην ασυδοσία και εν συνεχεία στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Β. Την εγκατάλειψη, κατ’επέκταση, της δημοσιονομικής μονομανίας των συντηρητικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, την αναδιοργάνωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και αναδιανομής και την αναζήτηση ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης στον ευρωπαϊκό χώρο, που θα στηρίζεται στον επιτελικό σχεδιασμό συγκεκριμένων και πολλαπλά επεξεργασμένων οικονομικών πολιτικών, με βασικά κριτήρια:

Πρώτον, την άμεση εκκίνηση σημαντικών και στοχευμένων δημόσιων επενδύσεων, που θα ανοίγουν ιδίως διάπλατες τις λεωφόρους της έρευνας, της καινοτομίας και των τεχνολογιών αιχμής

Ads

Δεύτερον, την στρατηγική επιλογή του οικονομικού πλουραλισμού, με την αποφασιστική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να αντιστραφεί η κυρίαρχη, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, τάση της ολιγοπώλησης ή και μονοπώλησης των αγορών

Τρίτον, την ενθάρρυνση της εναλλακτικής –σε σχέση με την ιδιωτική– κοινωνικής οικονομίας, ώστε να διαμορφωθεί σταδιακά ένα ισχυρό αντίβαρο απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία του ατομικισμού και της επικράτησης αμιγώς εγωϊστικών συμφερόντων.

Τέταρτον, την οικολογική ευαισθησία, ως κρίσιμη και απαρέγκλιτη προϋπόθεση κάθε οικονομικής δραστηριότητας –αλλά και ως αφετηρία νέων αναπτυξιακών επιλογών– ώστε να αντιμετωπισθεί συστηματικά η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και

Πέμπτον, τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο των αγορών, με ισχυρούς εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς, που θα θέσουν επιτέλους φραγμούς στην αδίστακτη κερδοσκοπία και την στυγνή εμπορευματοποίηση που χαρακτηρίζουν τον σημερινό «αχαλίνωτο καπιταλισμό» (ή «καπιταλισμό καζίνο», όπως έχει αποκληθεί εύστοχα).

Γ. Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση των γαλλικών εκλογών είναι να σηματοδοτήσουν την επικράτηση ενός νέου συσχετισμού δυνάμεων, σε επίπεδο κυβερνήσεων, με την άνοδο αναμορφωμένων σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία, ώστε να διαμορφωθούν οι όροι μιας πράγματι προοδευτικής διακυβέρνησης στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό σημαίνει, ιδίως, ότι τα κόμματα αυτά θα ξεπεράσουν τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές μεταλλάξεις τους, επιστρέφοντας στις ρίζες της σοσιαλιστικής και δημοκρατικής τους παράδοσης, χωρίς βέβαια αυτό να συνεπάγεται προσχώρηση στον λαϊκισμό κάθε απόχρωσης (ο οποίος, πάντως, δεν ταυτίζεται ούτε με τον αναγκαίο λαϊκό χαρακτήρα τους αλλά ούτε και με τις συγκεκριμένες κοινωνικές καταβολές τους…).

Μόνον έτσι τα σοσιαλιστικά κόμματα θα μπορέσουν αφενός μεν να υπερασπισθούν μαχητικά τις πανταχόθεν βαλλόμενες κατακτήσεις, που σφράγισαν την πορεία του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος, αφετέρου δε να δώσουν νέο νόημα και περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ώστε να επιτελέσει, ταυτόχρονα, τον ρόλο του αναχώματος, απέναντι στον φονταμενταλισμό των αγορών αλλά και του νέου προτύπου κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.

Ήδη οι πρώτες ενδείξεις, στα σοσιαλιστικά (αλλά και στα συμμαχικά) κόμματα της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές και δεν απομένει παρά η επιβεβαίωση των προγνωστικών στη Γαλλία –αλλά και η στοιχειώδης μετεκλογική συνέπεια του Ολάντ στις διακηρύξεις του– για να δρομολογηθεί, υπό το πρίσμα ενός προωθημένου αλλά και νηφάλιου κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, μια νέα προοπτική για την Ευρώπη, εν δυνάμει δε και για τον κόσμο. Και για τη χώρα μας βεβαίως, αλλά υπό δύο απαρέγκλιτες προϋποθέσεις: πρώτον, να αντέξει και να παραμείνει σε αυτήν την νέα ευρωπαϊκή πορεία που φαίνεται να διαγράφεται αχνά στον ορίζοντα, και δεύτερον να διαμορφωθούν ως τάχιστα πρόσφορες συνθήκες, μέσω ιδίως πολλαπλών και τολμηρών ιδεολογικοπολιτικών συγκλίσεων, για την ριζική ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών