Παραμονές των τελευταίων εκλογών που κέρδισε ο Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, συζητούσαμε με κάποιους συντρόφους από τη χώρα. Τους ρωτήσαμε τι έχει εξαγγείλει η δεξιά αντιπολίτευση για τις δομές που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση, όπως τα τοπικά λαϊκά συμβούλια. Έλεγε ότι θα τα διατηρήσει.

Ads

Ασφαλώς, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι οι λαϊκές συνελεύσεις αποτελούν πραγματικό κομμάτι μιας δεξιάς πολιτικής. Αλλά ο δεξιός συνασπισμός αδυνατούσε να τις καταργήσει ως απλά δημιουργήματα μιας άλλης κυβέρνηση, αφού αυτές τις δομές τις είχε πάρει ο κόσμος στις πλάτες του και τους είχε δώσει το δικό του περιεχόμενο. Επειδή οι άνθρωποι είχαν πλέον δημιουργήσει οι ίδιοι κάτι, κάτι που πια τους ανήκε, που είχε φύγει από την αγκαλιά της κυβέρνησης, μια κοινωνική κατάκτηση με όλη τη σημασία του όρου, που άρα δεν μπορούσε να ξηλωθεί εύκολα. Είχαν πια κάτι να υπερασπιστούν, γιατί είχαν κάτι να χάσουν.

Όλα αυτά μας θυμίζουν αυτό που τόνιζε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, πως για να γίνει πραγματικότητα ο σοσιαλισμός πρέπει οι ιδέες του να είναι κτήμα των ίδιων των εργαζόμενων. Όμως, το κτήμα σου δεν το κληρονομείς απλώς, ούτε το αγοράζεις. Το δουλεύεις, το κάνεις δικό σου μέσα από το σκάψιμο και το φύτεμα, από την αλλαγή του. Η ουσία λοιπόν της φράσης του Καστοριάδη δεν είναι πως ο κόσμος πρέπει να έχει αποδεχτεί τις ιδέες του σοσιαλισμού, αλλά να τις έχει γεννήσει ο ίδιος, ένα μέρος των ιδεών και των πρακτικών του σοσιαλισμού να είναι παιδί της λαϊκής επινοητικότητας, αυτής που, όποτε της δίνεται ένας συντεταγμένος χώρος και μια μορφή ελευθερίας, ξεπετάγεται και μας δίνει δείγματα του τι μπορεί να φτιάξει. Ας θυμηθούμε, για αυτό, λίγο τις Πλατείες του 2011.

Η λαϊκή επινοητικότητα και δημιουργικότητα είναι αυτή στην οποία προσβλέπαμε και για να έρθει η Αριστερά στην κυβέρνηση. Την κινηματική έκρηξη που σαν κύμα θα έφερνε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και θα επέβαλε στους αντιπάλους του -αλλά και στον ίδιο- τις εξελίξεις, μακρυά από τη λογική της ανάθεσης. Όμως, αυτές οι βλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι μεγάλες διαδηλώσεις των Πλατειών ακολουθήθηκαν από μια μεγάλη αποστράτευση, γιατί διαψεύστηκε αυτό που έκανε τον κόσμο να κινητοποιηθεί: είδε πως δεν κατάφερε να μετακινήσει το σχέδιο των μνημονιακών κυβερνήσεων ούτε ένα χιλιοστό. Έτσι, ο κόσμος, ακόμη και τα επιμέρους κινήματα, έριξαν όλη τους την αναμονή και την υπομονή στις βουλευτικές εκλογές. Και εκεί κέρδισαν. Και αυτομάτως, τέθηκε έτσι το ερώτημα: και τώρα τι κανουμε; Πως στερεώνει ο κόσμος την κυβέρνησή του; Πως σπάει η λογική της ανάθεσης;

Ads

Επειδή, λοιπόν, η στήριξη αυτή που χρειάζεται η κυβέρνηση δεν εξαντλείται στις συγκεντρώσεις υποστήριξής της κατά τη διαπραγμάτευση, αλλά πρέπει να έχει συνέχεια και να είναι πολύμορφη, ας πάρουμε μια μεθοδολογία από το παρελθόν, το κοντινό και το απώτερο. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πολλές από τις αριστερές κυβερνήσεις δεν ήρθαν στην εξουσία ακριβώς πάνω σε μια κινηματική έκρηξη. Όμως, τα κινήματα άνθισαν περισσότερο μετά την εκλογή τους, χάρη στο πιο ευνοϊκό πλαίσιο και τους δρόμους που τους άνοιγε η κυβέρνηση, αλλά και επειδή τότε αυξήθηκαν οι προσδοκίες των πολιτών.

Μετά την άνοδο των αριστερών κυβερνήσεων είναι που δημιουργήθηκαν οι δομές λαϊκής διαβούλευσης, τότε άνθισε το εγχείρημα των συναιτεριστικών επιχειρήσεων και του εργατικού ελέγχου, όταν η κυβέρνηση της Βενεζουέλας έδωσε στους εργαζόμενους το 49% πρώην ιδιωτικών επιχειρήσεων, κρατώντας η ίδια το 51% για να μην μετατατραπούν οι εργαζόμενοι σε μικρούς καπιταλιστές. Ομοίως και στο Εκουαδόρ, η λαϊκή διαθεσιμότητα προέκυψε κυρίως μετά την άνοδο της κυβέρνησης Κορέα και την αποπομπή του ΔΝΤ από τη χώρα. Επίσης, όπως μας θύμισε σε πρόσφατο άρθρο του ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, δεν ήταν πριν, αλλά μετά την νίκη του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία το 1936 που προέκυψαν οι μεγάλες απεργίες οι οποίες κέρδισαν την εβδομάδα των 40 ωρών, τις συλλογικές συμβάσεις και την άδεια μετ’ αποδοχών. Ακριβώς επειδή, και πάλι, η άνοδος της νέας κυβέρνησης ανέβασε και τις προσδοκίες του κόσμου και δημιούργησε αγωνιστική αισιοδοξία και κινητοποίηση.

Αυτό είναι, λοιπόν, το στοίχημα. Η δημιουργία διαδικασιών και χώρων από την κυβέρνηση τις οποίες θα σαρκώνει ο κόσμος με τη συμμετοχή του, αλλά και η ανάδυση πρωτοβουλιών του κόσμου που θα ανοίγουν δρόμο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το να αποτελέσει η νέα κατάσταση, η νέα ζωή των ανθρώπων και δικό τους παιδί, για να μην μπορεί κανείς να τους το στερήσει. Να έχουν κάτι να χάσουν, κάτι δικό τους. Ένα κτήμα δουλεμένο και σπαρμένο, που να μην αφήνουν κανέναν να τους το ξηλώσει, ούτε καν αυτόν που τους το χάρισε. Για να ανοίγουν η κυβέρνηση και ο κόσμος δρόμους ο ένας στον άλλο. Για να μην ξεχνάμε πως η Αριστερά δεν δίνει τη μάχη απλώς για να ζήσουν οι άνθρωποι καλύτερα. Δίνει τη μάχη για να αλλάξει συνειδητά ο κόσμος. Δηλαδή, δίνει την καθαρή και ανοιχτή μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, για να μπορέσουν να γίνουν οι ίδιοι ενεργοί φορείς του κοινωνικού μετασχηματισμού, της ανατροπής.

Και με αυτό μπορούμε να καταλήξουμε και σε μια απάντηση στο ερώτημα της “αριστερής” αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση της Αριστεράς. Και να ξεκαθαρίσουμε πως “αριστερή αντιπολίτευση” δεν είναι να κρατάς στο χέρι τη λίστα για να ψάχνεις μπας και βρεις κάτι που έταξε η κυβέρνηση και δεν το έκανε ακόμη, ώστε να αρχίσεις να το κουνάς μπροστά της. Υπάρχουν δεξιοί δημοσιογράφοι που το κάνουν επαρκέστατα αυτό. Δεν είναι απλώς το να πλειοδοτείς. Είναι το να δημιουργείς συλλογικές κοινωνικές (να το ξαναπούμε, κοινωνικές!) διαδικασίες και να μπαίνεις στους χώρους που υπάρχουν και που θα δημιουργήσει αυτή η κυβέρνηση και να ζυμώνεις εκεί τις θέσεις σου. Αλλά αναγνωρίζοντας κάθε φορά το κυρίαρχο ερώτημα και παίρνοντας θέσηεπί αυτού. Κατανοώντας την ανάγκη της κάθε στιγμής.

Για παράδειγμα, το ότι όταν συμμετέχεις σε μια συγκέντρωση υποστήριξης της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, το κυρίαρχο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντάς είναι το αν έχει η χώρα μας το δικαίωμα να αποφασίζει δημοκρατικά ή πρέπει να την κυβερνούν οι αγορές και όχι το δίλημμα “εντός ή εκτός της ΕΕ”. Διότι η απάντηση στον εκβιασμό “ή κάνετε ό,τι θέλουμε ή βγαίνετε από την Ευρωζώνη” δεν μπορεί να είναι “οκ, βγαίνουμε από την Ευρωζώνη”, αλλά η ανατροπή του ίδιου του εκβιασμού, η ανατροπή των όρων με τους οποίους μας καλούν να αποφασίσουμε, ό,τι κι αν θέλουμε εμείς να κάνουμε στο τέλος. Και πάνω από όλα, η κυβέρνηση της Αριστεράς χρειάζεται την κριτική. Αλλά μια κριτική που θα προκύπτει από την ίδια τη συμμετοχή των ανθρώπων στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού, όχι απ’ έξω, καφενειακά και κουνόντας το δάχτυλο με βάση μόνο τις αριστερές εγκεφαλικές αυτάρκειες και πλειοδοσίες. Αλλά, με βάση την κλιμάκωση, κάθε φορά, των αγώνων.

Για όλα αυτά, στην σταθερή κατηγορία των αντιπάλων μας πως θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα σαν τη Λατινική Αμερική, η μόνη απάντηση μπορεί να είναι πως αν και κάθε λαός βρίσκει το δικό του δρόμο του για την κοινωνική δικαιοσύνη, υπάρχει κάτι για το οποίο πραγματικά θέλουμε να κάνουμε την Ελλάδα Λατινική Αμερική: η λάμψη που βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων της, ειδικά των νέων και η περιφάνεια τους που έχουν πάρει τη χώρα τους στα χέρια τους και την χτίζουν ξανά, πάνω στις δικές τους πλάτες. Γιατί είναι πια δική τους.

*Ο Σταύρος Παναγιωτίδης Υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας, Πρόεδρος Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Παντείου.