Η λαϊκή ρήση δεν αφήνει ερωτηματικά. Μπορεί με μεταφορικό τρόπο να υποδηλώνει ή να διατυπώνει κάτι, όμως δεν είναι διφορούμενη, ούτε αμφίσημη. «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». Με άλλα λόγια, ο ένας φοβάται τον άλλον, κανείς εκ των δύο δεν κάνει μια επιθετική κίνηση, δεν ρισκάρει, ούτε αναλαμβάνει πρωτοβουλία. Με ποδοσφαιρικούς όρους και οι δύο «παίζουν άμυνα».

Ads

Κάπως έτσι μοιάζει η πολιτική σκηνή μετά την έλευση του νέου μνημονίου. Μόλις «έφτασε», αφορίζεται απ’ όλους ως κάκιστο, αλλά ποιός αποφασίζει να το πετάξει στα σκουπίδια; Το ΚΚΕ, η Χρυσή Αυγή και οι 32 του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενάντια σ’ αυτό. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (μια πρόταση δυσπιστίας πρέπει να φέρει υπογραφές 50 βουλευτών. Όλοι τους μαζί ξεπερνούν αυτό τον αριθμό. Όμως τότε «αθροίζεται» το ΚΚΕ και η Αριστερή Πλατφόρμα του Σύριζα με τη Χρυσή Αυγή. Αν το κάνουν… ποιος τους ξεπλένει!).

Τα  δε κόμματα της φερόμενης αντιπολίτευσης – Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ – που ψήφισαν το νέο μνημόνιο, φωνάζουν, ωρύονται, «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά» τους για τη χείριστη κυβέρνηση, αλλά «ποιούν την νήσσαν» για πρόταση δυσπιστίας. Η Νέα Δημοκρατία, αναζητάει τον ρόλο της και «αγοράζει χρόνο». Όχι αντιπολιτευόμενη, αλλά προσευχόμενη η κυβέρνηση να την «πατήσει». Η ρεαλιστική πολιτική έδωσε θέση στην «Παναγιά τη Μεγαλόχαρη». Το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ βιώνουν «κρίση ταυτότητας», κάνουν τους αδιάφορους και το παίζουν ανήξεροι ή ευκαιριακοί ξερόλες. Το ΠΑΣΟΚ πασχίζει να θάψει στο παρελθόν τη «Βενιζελική παρένθεση», το δε Ποτάμι μιλάει γενικόλογα και ευχολογικά, ευελπιστώντας να πιάσει καμιά «απολιτίκ ψήφο» που λιάζεται στις παραλίες.

Οι «30+» του Σύριζα που ψήφισαν «όχι», διαφωνούν παραμένοντας, δεν στηρίζουν το νέο μνημόνιο (άρα και τα μέτρα), αλλά δίνουν – αν τους ζητηθεί – ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Δεν αποχωρούν, αλλά μένουν διαφωνώντας. Ο «γάμος» διατηρείται λόγω ιδιαίτερων συνθηκών και έκτακτων αναγκών. Μια αγγλική παροιμία λέει ότι «η ανάγκη είναι η μητέρα της επινόησης». Ποιός αναλαμβάνει την ευθύνη να «ρίξει» αυτή που όλοι μαζί φωνάζουν «Πρώτη φορά Αριστερά;» Ποιός ρισκάρει να ειπωθεί «Πρώτη και τελευταία φορά Αριστερά;» Αν το κάνουν, αν φύγουν και προκαλέσουν εκλογές, πόσο βέβαιοι ότι ο λαός θα τους δικαιώσει; Η πολιτική είναι απρόβλεπτη. Ο Χαρίλαος Φλωράκης την παρομοίασε με την «γκαστρωμένη γυναίκα» (προφανώς δεν λάμβανε υπόψη του τις τεχνολογικές εξελίξεις στη γυναικολογία). Σήμερα, με μαρξιστική ορολογία, οι αντικειμενικές συνθήκες δεν είναι ώριμες, ούτε ο υποκειμενικός παράγοντας έτοιμος και «στην ώρα» του. Γι’ αυτό… «άστο γι’ αύριο». (Σημείωση: οι «30+» ζητάνε ν’ αποφασίσουν τα κομματικά όργανα. Μη λησμονούμε όμως ότι ο Σύριζα, κομματικά και οργανωτικά, παραμένει όπως ήταν με τα μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, έχοντας ιδεολογικοπολιτικές ισορροπίες που απέχουν «έτη φωτός» από τον εκλογικό του καταμερισμό και την κοινωνική του διείσδυση. Το ευήκοο αίτημα για προσφυγή στη βάση, θα είχε λογική αν η βάση ήταν ο λαός και όχι μόνο κομματικά στελέχη συνιστωσών και ιδεολογικών γραμμών).

Ads

Τέλος, η κυβέρνηση και τα δύο κόμματα που την απαρτίζουν, το μεγάλο τμήμα του κοινοβουλευτικού Σύριζα και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, δεν ζητούν εκλογές γιατί οι πολιτικές συνθήκες «φλέγονται». «Καίγεται» ο (πολιτικός) τόπος, τα μέτρα «καίνε», οι «φωτιές» άναψαν στην κοινωνία. Αφού κατακαθίσουν και εφόσον βρεθούν «ασπιρίνες» για τα «αποκαΐδια», τότε δειλά-δειλά, οργανωμένα και μεθοδευμένα, μπορεί να τεθεί θέμα εκλογών (μια παρατήρηση: οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν «ναι» και μας λένε ότι το έπραξαν με «πόνο καρδιάς» ή κάποιοι που το λένε ότι ψήφισαν το χειρότερο και επαχθέστερο μνημόνιο «αν και δεν το ήθελα», εκτός από πολιτική φαιδρότητα, αφήνει ερωτηματικά για πολιτικό καιροσκοπισμό).

Μη ξεχνάμε: η κυβέρνηση πρέπει να προκαλεί τις πρόωρες εκλογές. Αν άλλοι τις προκαλούν, «ζήτω που καήκαμε». Ως εκ τούτου, ο Γιάννης φοβάται το θεριό και το θεριό… τον λαό.

* Ο Γιάννης Μάρκοβιτς κατέχει διδακτορικό δίπλωμα στο μάνατζμεντ (Aston Business School, Βρετανία) και είναι οικονομικός επιθεωρητής στο Υπουργείο Οικονομικών.