Το στιγμιότυπο που βιώνουμε αποτυπώνει μια σειρά εκκρεμοτήτων. Δεν πρόκειται μόνο για τη δεύτερη αξιολόγηση. Εν μέσω πυκνών πυρών, η κυβέρνηση επιχειρεί να σχηματοποιήσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Αυτό όμως δεν ωριμάζει και δεν ολοκληρώνεται σε «αφήγημα», γιατί το τοπίο είναι συγκεχυμένο και νέες μεταβλητές εμφανίζονται συνεχώς στο προσκήνιο καθώς βαδίζουμε προς τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές. Υπήρχε ήδη η ασάφεια και η ανησυχία που δημιουργήθηκαν με το Brexit και την εκλογή του Τραμπ, τώρα προέκυψε μια νέα όξυνση στις ελληνο-τουρκικές και τις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις …

Ads

Ο ΣΥΡΙΖΑ διστάζει να αποδεχθεί την ιδιοκτησία του ακραία νεοφιλελεύθερου προγράμματος που εισηγούνται οι Θεσμοί, αλλά από την άλλη πλευρά δεν διακινδυνεύει μια ρήξη, ούτε επιθυμεί τον διάλογο με την εγχώρια εκδοχή της κεντροαριστεράς. Η δημοσκοπική πτώση του συνεχίζεται, γέφυρες με την αντι-μνημονιακή αριστερά δεν υπάρχουν, και έτσι προκύπτει –προς το παρόν τουλάχιστον- ένα στρατηγικό αδιέξοδο.

Η αξιωματική αντιπολίτευση διεξάγει έναν επικοινωνιακό «ανένδοτο», χωρίς ουσιαστικά να διαθέτει μια συγκεκριμένη ατζέντα για τη μνημονιακή και τη μετα-μνημονιακή περίοδο. Και δεν είναι μόνο –ούτε κυρίως- αυτό. Το πρόβλημα που παραμένει άλυτο για τη ΝΔ είναι αν θα μετασχηματισθεί πράγματι σε ένα μετριοπαθές, κεντροδεξιό κόμμα ενσωματώνοντας τα ράκη του Ποταμιού και του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ ή θα υποκλιθεί περαιτέρω στην υπερ-συντηρητική δεξιά για να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους της που μετακινήθηκαν στη Χρυσή Αυγή.

Οι δυνάμεις της ήσσονος αντιπολίτευσης έχουν κι αυτές την αμηχανία και τα προβλήματά τους. Μερικοί, όπως το Ποτάμι, βυθίζονται στο κενό πολιτικής που οι ίδιοι δημιούργησαν˙ άλλοι, όπως το ΚΚΕ, αρκούνται στην οριακή αύξηση της επιρροής τους και δεν διανοούνται να προχωρήσουν στην επεξεργασία μιας υλοποιήσιμης πολιτικής˙ τέλος, κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι, όπως το ΠΑΣΟΚ και οι συνοδοιπόροι του, βιώνουν το ίδιο πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ μη γνωρίζοντας εάν και προς τα πού θα πρέπει να «στρίψουν». Για την Ένωση Κεντρώων δεν υπάρχουν διλήμματα. Το πιο τυχοδιωκτικό κόμμα της Βουλής κινείται με βάση τον γνωστό κανόνα «όπου φυσήξει ο άνεμος».

Ads

Εκ των πραγμάτων, ο άνεμος ευνοεί τη ΝΔ. Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις και ο επικοινωνιακός πόλεμος. Είναι, κυρίως, η αίσθηση και η εντύπωση που αποκομίζει κανείς καθημερινά, αν βέβαια έχει  κάποια ελάχιστη σχέση με τον κοινωνικό και τον εργασιακό χώρο. Η λεγόμενη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πνίγονται στο μείγμα υπερφορολόγησης και φοροδιαφυγής, (ανα)πληρώνοντας για αυτούς που δηλώνουν πλασματικά κέρδη 2.000 και 5.000 ευρώ τον χρόνο. Η μαύρη οικονομία ανθεί – αφού για κάθε υπηρεσία υπάρχουν δύο ρήτρες μια χωρίς και μία με ΦΠΑ- ενώ η γκρίζα εργασία και τα τετράωρα έχουν γίνει κανόνας. Η πρόσφατη έκθεση της ΓΕΣΕΕ δείχνει ότι περίπου το 70% των πολιτών αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας. Το κατά κεφαλήν εισόδημα σημειώνει πτώση, ενώ η διαρροή πτυχιούχων και εξειδικευμένου προσωπικού συνεχίζεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, την κοινωνική δυσαρέσκεια εισπράττει ολοκληρωτικά η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο επόμενο διάστημα εξαρτάται από έναν όρο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί τώρα με ακρίβεια: είναι το τρίτο μνημόνιο μια «διαπραγματεύσιμη» και «προσαρμόσιμη» συνθήκη που ανατροφοδοτείται από τα πραγματικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, ή είναι ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη «δεύτερη ζώνη» του Ευρώ –αν όχι στο Grexit;

Ακόμη κι αν αφήσουμε κατά μέρος τις θεωρίες συνομωσίας, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για το χειρότερο. Η λεγόμενη «εμμονή» της Γερμανίας δεν εξηγείται με ψυχολογικούς όρους. Ο καιροσκοπισμός της Μέρκελ, του Σόϊμπλε -και του Σούλτς- είναι βέβαια γνωστός και καταγεγραμμένος. Αλλά, ας μην έχουμε αυταπάτες, γιατί τα πράγματα εξελίσσονται σε ένα ανώτερο, συστημικό επίπεδο:  η Γερμανία είναι μια τοπική υπερδύναμη με βάθος και συνέχεια στον πολιτικό σχεδιασμό της. Η Κομισιόν, ο πιο φιλικός από τους εταίρους μας, έχει επίσης μια συνεκτική στρατηγική και δεν αμφιταλαντεύεται σε ό,τι αφορά τις μακροπρόθεσμες επιλογές της. Είναι σαφές λοιπόν ότι βαθμιαία εγκαθίσταται στην Ευρώπη ένα νέο είδος σχέσεων που αντιστοιχεί απόλυτα στον συσχετισμό των δυνάμεων και στον καταμερισμό εργασίας που εξασφαλίζει την αύξηση της κερδοφορίας των πιο ισχυρών. Αμφιταλαντεύσεις σημειώνονται όντως κατά καιρούς, αλλά αυτές αφορούν κυρίως τη διαδικασία και όχι τις κατευθύνσεις και τον τελικό στόχο.

Άλλο «αφήγημα», που να αμφισβητεί αυτή την προοπτική, δεν υπάρχει, εκτός από τον οικονομικό προστατευτισμό και τη θεσμική νομιμοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που προωθεί η λαϊκιστική άκρα δεξιά σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τα φαινόμενα και τους φόβους, αυτή η στόχευση δεν έχει όμως προοπτική. Δεν αποκλείεται οι νεοφιλελεύθεροι να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους –όπως ήδη το κάνουν σε κάποιο βαθμό- το φόβητρο της άκρας δεξιάς για να εμπεδώσουν ένα μετα-φιλελεύθερο σχήμα διακυβέρνησης που διευκολύνει την υλοποίηση των σχεδίων τους. Μπορεί επίσης να κινδυνεύσει πρόσκαιρα η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών ανάμεσα στις κυρίαρχες ελιτ. Αλλά αυτά θα είναι «επεισόδια» ή «ατυχήματα», όχι το κύριο σενάριο. 

Αργά ή γρήγορα οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα θα πάρουν τις αποφάσεις τους και θα μετατοπισθούν ανάλογα με βάση τις εξελίξεις. Η θέση που θα πάρει η ΝΔ είναι προφανής. Το ζήτημα είναι εάν θα προκύψει ένας άλλος πόλος -με τα δικά του βέβαια μειονεκτήματα και τα αρνητικά- ο οποίος θα προωθήσει και θα αντιπαλέψει ένα εναλλακτικό «αφήγημα».
Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα και σε αυτό ακριβώς το πεδίο θα δοκιμαστεί στο μέλλον η ευρωπαϊκή αριστερά.