Ο αθλητισμός συναρπάζει, κυρίως γιατί επιτρέπει στα όνειρα, που έχουν εντελώς εξοστρακιστεί απ’ την καθημερινότητα, να εκδικηθούν και να διαμορφώσουν τα γεγονότα της ζωής. Επιτρέπει στο απίθανο να γλιστρήσει στη σφαίρα του εφικτού, όπως όταν είμαστε ακόμη παιδιά και ο πραγματικός κόσμος διαχέεται απλώς μέσα σ’ εκείνον της φαντασίας που κυριαρχεί· ο αθλητισμός ενίοτε διδάσκει κιόλας.

Ads

Οι επαγγελματίες του χώρου επιστρατεύουν γλαφυρά στερεότυπα τύπου «μεγαλείο ελληνικής ψυχής», «μόνο εσύ βασιλιάς, σε χώμα ελληνικό» κ.λπ. Όμορφα όλα αυτά, όμως δεν υπάρχουν μυστικά ούτε μαγικές συνταγές. Τα υλικά της επιτυχίας είναι γνωστά, αλλά ο συνδυασμός τους σπάνιος και η στιγμή που οι δείκτες του ρολογιού συμπίπτουν, μαγική: Ο ιθύνων νους που εμπνέει τον σεβασμό (κόουτς Ίβκοβιτς), πολλή δουλειά (περιττή η αναφορά στους αυτοματισμούς και το άψογο στήσιμο στο γήπεδο),  παίκτες που διψούν (μόνο ένας απ’ όλη τη –νεανική– ομάδα  είχε πάρει το τρόπαιο στο παρελθόν) και ηγέτης (εν προκειμένω, ονομάζεται Σπανούλης).

Άλλωστε καμιά ιστορική επιτυχία, καμιά επανάσταση ή εντυπωσιακή ανατροπή, όσο λαϊκή και μαζική κι αν ήταν, δεν πραγματοποιήθηκε, νομίζω, χωρίς τα ελάχιστα εκάστοτε πρόσωπα που έδειξαν τον δρόμο σε όλους.

Δεν ξέρω αν στο μπάσκετ ξεκίνησε η εποχή του Ολυμπιακού μετά την παντοκρατορία του «αιωνίου» αντιπάλου. Πιστεύω εξ άλλου ότι δεν υπάρχει υγιής φίλαθλος, οποιασδήποτε… απόχρωσης, που να μην παραδέχεται την πιο επιτυχημένη ομάδα του σύγχρονου μπάσκετ για πολλά χρόνια στην Ευρώπη, τον Παναθηναϊκό (η κατάκτηση του ευρωπαϊκού 2002 από τους Μίντλετον, Λάζαρο, Τζεντίλε και τον one-man show Μποντιρόγκα, μέσα στο καμίνι της Μπολόνια, απέναντι στην πανίσχυρη τότε Κίντερ των Τζινόμπιλι, Ριγκοντό, Γκρίφιθ, Νεστέροβιτς παραμένει, νομίζω, από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της σύγχρονης ιστορίας, οι δε Ιταλοί φίλαθλοι να χειροκροτούν τους δίκαιους νικητές μετά το τέλος, μια εικόνα που δεν ξεχνιέται).

Ads

Λίγο απασχολούν, άλλωστε, τα εσωτερικά μας. Γεγονός είναι πως ό,τι δεν κατάφερε ο Ολυμπιακός να κάνει τα προηγούμενα χρόνια με εμπροσθοφυλακή τους αστέρες Τσίλντρες, Κλέιζα και Βούισιτς, έχοντας δεδομένη πάντως τη διοικητική σταθερότητα και μια, χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο ορθολογική οικονομική διαχείριση, το κατάφερε με Παπανικολαόυ, Πρίντεζη και Σλούκα…

Ό,τι δεν πέτυχαν οι πολύ ακριβότερες ομάδες που είχε παλαιότερα, το κατόρθωσε πανηγυρικά το φετινό του σύνολο, με το ένα τρίτο περίπου του μπάτζετ. Χρειάστηκε δε να επανακάμψει, ενώ βρισκόταν είκοσι πόντους πίσω λίγο πριν τη λήξη του τελικού, εγκλωβισμένος στα σκοινιά του ρινγκ.

Ο Ολυμπιακός, περίπου όπως η ολυμπιακή Ελλάδα του 2004, με τον αέρα κάποτε της ευμάρειας και μιας (εφήμερης) μακαριότητας, που τσακίζεται στη δίνη της κρίσης, λίγα χρόνια μετά. Η αναλογία ίσως υπερβολική, αλλά υπάρχουν διδάγματα για τους, ανεπίδεκτους δυστυχώς μαθήσεως, πολιτικούς που, λίγο πριν η κόρνα της γραμματείας σημάνει τη λήξη του ματς κι ενώ βρίσκονται πολύ πίσω στο σκορ, κρατούν σα χαμένοι τη μπάλα χωρίς σύστημα, χωρίς συνείδηση της κρισιμότητας, χωρίς όραμα και χωρίς, πολύ φοβάμαι, τύχη να γυρίσουν το παιχνίδι.