Για μια ακόμη φορά, η συζήτηση στο Eurogroup δημιουργεί ερωτηματικά. Η δημιουργική ασάφεια είναι βέβαια μια άριστη μέθοδος για να κρατάει κανείς τα προσχήματα. Εμείς όμως έχουμε καεί από κάτι τέτοια.

Ads

Ιδού το πρόβλημα: Οι Times κυκλοφορούν με τίτλο «Η Ελλάδα υποχωρεί στη συζήτηση για το χρέος» (Greece gives ground in depth talks), ενώ ο Guardian σημειώνει ότι «η πίεση χαλαρώνει μετά τη συμφωνία στις Βρυξέλλες» (Greece standoff over €86bn bailout eases after Brussels deal)˙ ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δηλώνει ικανοποίηση για την «πολιτική συμφωνία» που πέτυχε, χωρίς «ούτε ένα ευρώ λιτότητα», ενώ ο Ντάϊσεμπλουμ μας πληροφορεί ότι «θα υπάρξει μια αλλαγή στο μείγμα πολιτικής, προχωρώντας, ίσως, πέρα από τη λιτότητα και δίνοντας περισσότερη έμφαση σε βαθειές μεταρρυθμίσεις» (there will be a change in the policy mix, moving, perhaps, away from austerity and putting more emphasis on deep reforms). Άντε να βγάλεις άκρη μ’ αυτή τη διπλή γλώσσα κι εκείνο το «ίσως».

Για μας τους απλούς πολίτες, τρία θέματα πρέπει να «μεταφραστούν» σε γλώσσα που καταλαβαίνουν όλοι: Πρώτον, εάν υπήρξε πολιτική συμφωνία ή όχι˙ δεύτερον, ποιούς αφορά ο κανόνας «1 ευρώ ισοδύναμα για ένα ευρώ μέτρων»˙ και τρίτον, με ποια σειρά και πότε θα ισχύσουν όλα αυτά.

Η κυβέρνηση μιλάει για «περίγραμμα» πολιτικής συμφωνίας, ενώ η αντιπολίτευση θεωρεί ότι συμφωνία δεν υπήρξε.  Το κουμπί  είναι αλλού. Πολιτική συμφωνία όντως υπήρξε, αλλά η συμφωνία αυτή δεν αφορά το περιεχόμενο, ούτε το ακριβές χρονοδιάγραμμα, αλλά τη διαδικασία και τη γενική κατεύθυνση προς την οποία οδεύει η διαπραγμάτευση. Ο Ντάϊσεμπλουμ διευκρινίζει ότι «δεν υπάρχει ανάγκη για πληρωμές τον Μάρτιο, τον Απρίλιο ή τον Μάϊο», πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να πιάσουμε πάλι καλοκαίρι. Όλα αυτά ακούγονται καλύτερα ίσως από μια κάθετη ρήξη, αλλά βάση για αισιοδοξία και εφησυχασμό δεν υπάρχει.

Ads

Πάμε τώρα στο πιο ουσιώδες. Ο κανόνας που συμφωνήθηκε είναι «1 ευρώ συν για ένα ευρώ μείον» στην τσέπη των πολιτών. Μάλιστα. Ποιος όμως θα πληρώνει και ποιος θα εξοικονομεί; Μια προσεκτική ανάγνωση των όσων λέγονται από κυβερνητικούς κύκλους δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι τα δύο αυτά σύνολα, αυτοί δηλαδή που θα επιβαρυνθούν και αυτοί που θα ελαφρυνθούν, δεν ταυτίζονται. Γιατί με τη μείωση του αφορολόγητου ή την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς ο συνταξιούχος των 400 ευρώ τον μήνα δεν θα ισοφαρίσει κατ’ ανάγκην τις απώλειές του από μια πιθανή μείωση του ΕΝΦΙΑ, ούτε θα ωφεληθεί άμεσα από τη μείωση του ΦΠΑ στα δρομολόγια των τραίνων  -αν δεν έχει ακίνητη περιουσία ή δεν μετακινείται συχνά. Είναι άλλωστε φανερό ότι οι Θεσμοί δεν θα συμφωνήσουν τελικά σε τέτοια αντισταθμιστικά μέτρα, αλλά θα επιμείνουν στη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις. Κι αυτό είναι βέβαια σημαντικό, πλην όμως η διατύπωση «1 ευρώ για 1 ευρώ» ακούγεται περισσότερο ως ένα «κυκλικό» επιχείρημα παρά ως ο,τιδήποτε άλλο. 

Πότε θα θεσμοθετηθούν τα αντισταθμιστικά μέτρα; Ταυτόχρονα με τις περικοπές ή μετά, εάν και εφ’ όσον το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες; Πρόκειται για μέτρα που θα προ-νομοθετηθούν από τώρα ή όχι; Οι απαντήσεις σ’ όλα αυτά δεν είναι σαφείς.

Ο πολίτης έχει κάθε λόγο να ανησυχεί. Προφανώς, το Eurogroup αποφάσισε ένα time-out εν όψει εκλογών σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες. Προφανώς, η ελληνική πλευρά κέρδισε κάποιο περιθώριο να οργανώσει τις αντιστάσεις της. Προφανέστερο όμως όλων είναι ότι με τον δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων οριστική λύση στο πρόβλημά μας (ιδιαίτερα στο χρέος) δεν πρόκειται να υπάρξει. Κοιτάμε με ενδιαφέρον και προσδοκία τις πολιτικές ζυμώσεις στην Ευρώπη, ευχόμενοι να υπάρξει μια αλλαγή. Θα ήταν όμως πιο σοφό αντί να κοιτάζουμε μόνο προς τα έξω να σκεφτούμε και τη δική μας πολιτική κατάσταση.

Η επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων δεν αποτελεί λύση και οι τακτικισμοί (απειλή πρότασης μομφής από τη μία πλευρά και καταστροφολογία στην περίπτωση εκλογών από την άλλη) δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις τολμηρές αλλαγές που χρειάζονται. Και μόνο η υιοθέτηση της απλής αναλογικής για τις επόμενες εκλογές ή μια ελάχιστη συναίνεση σε ό,τι αφορά τα εργασιακά και την προστασία των συνταξιούχων θα προσέφεραν ίσως πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική ευχέρεια στην ελληνική πλευρά απ’ ό,τι οι μεγάλες κουβέντες.