Η εμφάνιση το τελευταίο διάστημα μιας οργανωμένης και επικίνδυνης ακροδεξιάς δραστηριότητας (για να ακριβολογούμε: μιας φιλοναζιστικής δραστηριότητας) αποτελεί ένα νέο δεδομένο στον δημόσιο χώρο. Οι αιτίες αυτής της φιλοναζιστικής ανάδυσης αποδίδονται στη βαθιά οικονομική κρίση, και ως έναν βαθμό ορθά.

Ads

Αν όμως δούμε εγγύτερα τις μορφές αυτής της «ακροδεξιάς» εμφάνισης, δηλαδή αφενός τη βίαιη όψη της και αφετέρου έναν βαθμό παθητικής κοινωνικής συναίνεσης που αυτή η βίαιη συμπεριφορά φαίνεται να απολαμβάνει, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αναρωτηθούμε βαθύτερα για τις αιτίες του φαινομένου. Ενός φαινομένου που σε τέτοια κλίμακα δεν συναντάται αυτή τη στιγμή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αφού εκεί τα μεγάλα κόμματα της άκρας Δεξιάς σπεύδουν το ένα μετά το άλλο να απογαλακτισθούν της φασιστικής κληρονομιάς. Η «Χρυσή Αυγή» δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.

Κατ’ αρχάς, η φιλοναζιστική εισβολή της βίας οφείλεται στον ίδιο τον φορέα της. Για τη «Χρυσή Αυγή», η «δυναμική αντιμετώπιση» αυτών που υποδεικνύει ως εχθρούς της δεν αποτελεί ένα παρεμπίπτον χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας και της πρακτικής της, αλλά είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το κύτταρό της. Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον αφελές αν κάποιοι νομίζουν ότι η εν λόγω οργάνωση θα μπορούσε βαθμιαία να «ενσωματωθεί στο σύστημα».

Στο πλαίσιο αυτό, εκμεταλλεύεται και αιμοδοτείται από διάχυτες και «νομιμοποιημένες» κοινωνικές πρακτικές βίας που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια αναδύονται «αυθόρμητα» λίγο-πολύ παντού. Αυτή η κουλτούρα της βίας είναι το προϊόν μιας επιτυχημένης διασταύρωσης: της αποσύνθεσης του μεταπολιτευτικού λαϊκιστικού κοινωνικού συμβολαίου (κρίση αντιπροσώπευσης, κοινωνική ανομία, κρίση ταυτότητας, απονομιμοποίηση του κράτους), της τρέχουσας δημαγωγίας και «προκλήσεων» του διεθνούς περιβάλλοντος, έξωθεν «απειλών» (π.χ. μετανάστευση). Το μοντέλο αυτό όσο διάστημα μπορούσε να διανέμει πόρους και γόητρο είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τη βούληση για δύναμη των υποκειμένων του, τώρα, σε συνθήκες κοινωνικής πτώσης, τα τελευταία μπορούν, τους «επιτρέπεται», να αποχαλινώνονται.

Ads

Επομένως, η αντιμετώπιση της φιλοναζιστικής βίας και, γενικότερα, της ομόλογης κοσμοαντίληψης δεν μπορεί να εξαντλείται σε ευχολόγια. Ούτε και σε τελετουργικές κινητοποιήσεις καταγγελίας της. Από μόνες τους τέτοιες πρακτικές, όσο αναγκαίες και αν είναι σε κάποιες περιπτώσεις, δεν απαντούν στην πολυπλοκότητα των παραγόντων που τη γεννούν και τη θεμιτοποιούν.

Η αντιμετώπιση του φιλοναζισμού προϋποθέτει ανάκτηση εκ μέρους του κράτους, της πολιτικής τάξης και των θεσμών της χαμένης σήμερα αξιοπιστίας τους, της δυνατότητάς τους να απαντούν με επιτευγματικό τρόπο στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.

Κατ’ αρχάς, προϋποθέτει την επιβολή του νόμου, όταν αυτός καταστρατηγείται. Την ανάκτηση εκ μέρους της πολιτικής τής δυνατότητας να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει αυτή, στο μέτρο του δυνατού, με δημοκρατικό τρόπο τις μεταναστευτικές ροές, πράγμα που πρακτικά σημαίνει επεξεργασία και υλοποίηση μιας εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο αποκτούν όλη τη σημασία τους τόσο η αποκάλυψη του απεχθούς προσώπου του φιλοναζισμού όσο και η στράτευση των θεσμών στην καταπολέμησή του.

Ωστόσο, ακόμα και ένας τέτοιος αναγκαίος αναπροσανατολισμός της πολιτικής θα συναντήσει τα όριά του αν δεν συνοδεύεται από έναν ιδεολογικό αγώνα εναντίον της φιλοναζιστικής πρόκλησης. Αυτό ίσως είναι και το δυσκολότερο μέτωπο κατά της «Ακροδεξιάς». Γιατί σε μεγάλο βαθμό αυτή η «ακροδεξιά» ατζέντα συνοψίζει βασικούς κοινούς τόπους μιας σε μεγάλο βαθμό αντιφιλελεύθερης και αντιδυτικής πολιτικής κουλτούρας εν γένει: ότι είμαστε έθνος απειλούμενο από παντού, ότι έχουμε καθήκον να αντιστεκόμαστε στη «νέα τάξη πραγμάτων», ότι η παγκοσμιοποίηση είναι σκηνοθεσία με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία του «σιωνισμού», ότι οι ελίτ μάς προδίδουν, κλπ.

Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και καθοδικής κινητικότητας, ο μισοξενισμός, το συνωμοσιακό σύμπαν εντός του οποίου αυτός επωάζεται, ο συνοπτικός αντικαπιταλισμός και αντιπλουτοκρατισμός, συχνά συνοδευόμενοι από εκρήξεις αχαλίνωτου μικροαστικού εγωισμού και παραβατικότητας, τείνουν να λάβουν χαρακτήρα γενικευμένης αντίστασης.

Οι αιτίες του φαινομένου εκδηλώνονται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τρέχουσες επιστημονικές έρευνες επί του θέματος έχουν υποβάλει την ακόλουθη γόνιμη υπόθεση εργασίας: ότι οι παράγοντες που ωθούν σε ακραίες πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές, με πρώτη την ακροδεξιά αντισυστημική ψήφο, δεν περιορίζονται στο οικονομικό κομμάτι της κρίσης, αλλά στη διασταύρωσή του με πολιτισμικές μεταβλητές όπως είναι ο φόβος της μετανάστευσης, ο μετασχηματισμός των τρόπων ζωής και η απίσχναση των εθνικών συνόρων.

Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός αισθήματος «πολιτισμικής ανασφάλειας» σε εκείνα τα κοινωνικά υποκείμενα που βιώνουν ή αισθάνονται απειλούμενα από την κρίση. Και τα οποία αναζητούν στην αναμυθολόγηση της δικής τους ιδιαιτερότητας, της εθνικής τους ταυτότητας, την απάντηση στις «απειλές». Η ελληνική περίπτωση φαίνεται να απεικονίζει με εξτρεμιστικό τρόπο αυτή την κρίση ταυτότητας.

Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

Πηγή: Το Βήμα