Η σχέση των πολιτικών κομμάτων με το παρελθόν δεν είναι σταθερή και μονοσήμαντη. Αντίθετα, προσεγγίζουν και χρησιμοποιούν το παρελθόν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το εκάστοτε παρόν ή την ιστορική εποχή, άλλοτε αποσιωπώντας, άλλοτε αναδεικνύοντας και άλλοτε «προσαρμόζοντας» το παρελθόν στις ανάγκες του παρόντος. Γι’ αυτό τον λόγο η εργαλειακή σχέση των πολιτικών κομμάτων με το παρελθόν μάς ενδιαφέρει, γιατί αποτυπώνει τις ιδεολογικές μετατοπίσεις τους και τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που επιδιώκουν κάθε φορά να δημιουργήσουν.  

Ads

Η ΝΔ κυριολεκτικά από τη στιγμή της ίδρυσής της κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα «βαρύ» παρελθόν, το οποίο δεν αφορούσε σε προηγούμενες εποχές, αλλά στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, δηλαδή τη δικτατορία. Η κατάλυση της δημοκρατίας το 1967, οι διώξεις και η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο λειτούργησαν ως διαδοχικά σοκ για την παράταξη της Δεξιάς. Εάν η ΝΔ ήθελε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο μετά το 1974, θα έπρεπε να μετατρέψει τη δικτατορία σε παρελθόν. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να αποδεσμευτεί από το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας που είχε κυοφορήσει το καθεστώς των συνταγματαρχών και να εγκαταλείψει την αφήγηση του παρελθόντος, που είχε δομηθεί πάνω στη νίκη κατά των «κομμουνιστοσυμμοριτών» στον Γράμμο και το Βίτσι το 1949.  

Η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης που αναπαρήγαγε τον διαχωρισμό της ελληνικής κοινωνίας ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους του Εμφυλίου είχε πλήρως απαξιωθεί μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και, μετά το 1974, είχε να αντιπαρατεθεί με το ενωτικό, πατριωτικό αφήγημα της Εθνικής Αντίστασης που προωθούσαν το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά. Η προσκόλληση της ΝΔ σε ένα διαιρετικό παρελθόν και σε μια εκλογική βάση που είχε γαλουχηθεί με την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης θα υπογραμμιστεί με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο επί ηγεσίας Ευ. Αβέρωφ, όταν η ΝΔ θα αρνηθεί να ψηφίσει το 1982 τον νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και δεσμεύτηκε να τον καταργήσει όταν θα επανερχόταν στην εξουσία.  

Οταν η ΝΔ επανήλθε στην εξουσία όχι μόνο δεν τον κατήργησε, αλλά, αντίθετα, το 1989, όταν σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ και Συνασπισμού, προχώρησε στην αναγνώριση του Εμφυλίου Πολέμου, δηλαδή στην αναγνώριση του γεγονότος ότι στην Ελλάδα δεν έγινε «συμμοριτοπόλεμος», αλλά μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του στρατού και ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Η αλλαγή της στάσης απέναντι στο παρελθόν της δεκαετίας του 1940 σηματοδοτούσε την απομάκρυνση της ΝΔ από τον πυρήνα της παραδοσιακής Δεξιάς και την επιδίωξη να διαμορφώσει το προφίλ ενός φιλελεύθερου, κεντρώου κόμματος που είχε υπερβεί τη διχαστική ρητορική.  

Ads

Τα τελευταία χρόνια, όμως, από αρθρογράφους και μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στη ΝΔ έχει υπάρξει μια σαφέστατη αναδίπλωση σε μια δεξιά αφήγηση του παρελθόντος. Η αρχή έγινε με την προσπάθεια αποκατάστασης των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Κατοχή ως θυμάτων του ΕΛΑΣ, για να ακολουθήσει η αναβάπτιση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά σε μεγάλο ηγέτη, η υποβάθμιση των επιπτώσεων που είχε για τη χώρα η δικτατορία των συνταγματαρχών, ενώ πλέον κυριακάτικες εφημερίδες διανέμουν dvd με την απολογία του αρχιπραξικοπηματία Γ. Παπαδόπουλου και πονήματα για τα εγκλήματα των κομμουνιστών.  

Η δυναμική επανεμφάνιση της δεξιάς αφήγησης για το παρελθόν δεν είναι ανεξήγητη. Από τη μια πλευρά, η εδραίωση της επιρροής της Χρυσής Αυγής, η οποία οικειοποιήθηκε το «αποσιωπημένο» παρελθόν της δεξιάς παράταξης (μεταξική δικτατορία, Τάγματα Ασφαλείας κ.λπ.) για να προσελκύσει ένα τμήμα των παραδοσιακά δεξιών ψηφοφόρων, ωθεί τη ΝΔ να υιοθετήσει μια αφήγηση για το παρελθόν που θα επαναπατρίσει το δεξιό άκρο της παράταξής της. Από την άλλη πλευρά, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ενεργοποίησε τα αντι-αριστερά αντανακλαστικά της δεξιάς παράταξης.  

Μια υπόμνηση μόνο προς όσους χρησιμοποιούν εργαλειακά το παρελθόν: οι διαμάχες για το παρελθόν και την ιστορία που κάθε τόσο κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση δεν σημαίνουν ότι η μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας νοσταλγεί αυτό το παρελθόν. 

* Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 17/12/2017