Έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν με σχετικό άρθρο στην επισφάλεια και το τι αυτή σημαίνει. Επισφάλεια είναι η άτυπη, ευέλικτη, προσωρινή εργασία, που οδηγεί από την απασχόληση στην ανεργία και αντίστροφα. Οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε επισφάλεια δεν έχουν ασφαλιστικές καλύψεις (ή αυτές είναι πολύ λίγες), δεν «υπογράφουν» συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δεν έχουν οργανική σχέση με τα εργατικά σωματεία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης και του Βορρά, η επισφάλεια κυμαίνεται μεταξύ 15% και 25% της συνολικής απασχόλησης. Σε επισφάλεια βρίσκονται οι εργαζόμενοι μερικής και περιστασιακής απασχόλησης, αυτοί που απασχολούνται σε επιχειρήσεις «γρήγορου φαγητού», όσοι κάνουν διανομές κατ’ οίκον, οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, οι απασχολούμενοι με «μπλοκάκι», οι άτυποι πωλητές (που δεν έχουν βασικό μισθό και ασφάλιση), όσοι εργάζονται με το κομμάτι, με την ώρα και με ποσοστά επί των πωλήσεων, στην καθαριότητα πολυκατοικιών, καταστημάτων και γραφείων, στο πλύσιμο αυτοκινήτων, κ.α.

Ads

Αρκετές φορές, η επισφάλεια μπορεί να θεωρηθεί ως μια άτυπης μορφή ανεργίας, ενώ ως επί το πλείστον, τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά δικαιώματα είναι απόντα. Εξυπακούεται ότι οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των εργοδοτών προς τους εργαζόμενους, είναι ανύπαρκτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επισφαλείς εργαζόμενοι (το λεγόμενο «πρεκαριάτο»), δεν έχουν άδειες, ρεπό, αργίες, προγραμματισμένο ωράριο εργασίας, χρονικό διάστημα ανάπαυσης, χρόνο αναγγελίας διακοπής απασχόλησης, έως και χώρους προσωπικής υγιεινής. Έχουν αναφερθεί παραδείγματα, όπου δεν διατίθενται τουαλέτες σε επιχειρήσεις που απασχολούν επισφαλείς εργαζόμενους, και αυτοί όταν χρειάζεται να τις επισκεφτούν, πηγαίνουν σε παρακείμενες επιχειρήσεις (συνήθως σε ταχυφαγεία).

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων, που τείνει αυξανόμενο τα τελευταία χρόνια, αμείβεται ελάχιστα (συνήθως κάτω του ορίου φτώχειας), δεν είναι δηλωμένοι και δεν ασφαλίζονται, όπως και δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση προς αυτούς από τους εργοδότες τους. Η ζημία σε ατομικό επίπεδο είναι δεδομένη: οικονομική ανέχεια, χαμηλό επίπεδο κοινωνικής ζωής, ανασφάλεια, αδυναμία κάλυψης αναγκών και υγειονομικής περίθαλψης. Η συλλογική ζημία είναι ακόμα μεγαλύτερη και με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα: ανυπαρξία ασφαλιστικών εισφορών και δηλωθέντων εισοδημάτων, περαιτέρω επιβάρυνση κοινωνικού κράτους και δομών πρόνοιας.

Ποια όμως είναι η σχέση της επισφάλειας με τη φοροδιαφυγή; Οι εργοδότες των επισφαλώς απασχολούμενων δεν είναι συνήθως οι μεγάλες εταιρείες. Είναι μικρές και μικρομεσαίες και αρκετές φορές, οικογενειακής μορφής προσωπικές επιχειρήσεις. Καθώς δεν απασχολούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και έχουν επισφαλείς σχέσεις εργασίας (ανασφάλεια, χαμηλές αποδοχές, ανύπαρκτα ωράρια, κ.λπ.), η δήλωση της απασχόλησης θεωρείται -από αυτούς- ως μη αναγκαία. Εκτός αυτού, η αντιμετώπιση των εργοδοτών (σε ένα μεγάλο ποσοστό) ως προς τις υποχρεώσεις τους στο κράτος (φορολογία, ασφάλεια) είναι εχθρική και απαξιωτική. Η λογική τους είναι να μην πληρώνουν και να επιδιώκουν πως και με ποιον τρόπο, θα φοροδιαφεύγουν και θα αποδίδουν τα ελάχιστα (έως και καθόλου). Το κράτος λογίζεται ως κάτι επιζήμιο για τη δική τους επιβίωση, που ούτως ή άλλως είναι πάντοτε εν κινδύνω, λόγω του μικρού τους μεγέθους και της περιορισμένης κερδοφορίας (την οποία προσπαθούν να την «αυξήσουν» μέσω της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής).

Ads

Η συσσώρευση κεφαλαίου που οδηγεί μεν σε υπερκέρδη, αλλά και σε καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν είναι συμβατή με τη μικρή επιχείρηση. Η καπιταλιστική εξουσία ενισχύεται μέσω της συγκεντροποίησης του σταθερού κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα «χέρια», την ώρα που η κοινωνικοποίηση του μεταβλητού κεφαλαίου (δηλαδή της ζωντανής εργασίας) αυξάνεται. Αυτή η εξέλιξη, αναγκαία για την καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν «περνάει» μέσα από τις μικρές επιχειρήσεις, ούτε αυτές μπορούν να την επιταχύνουν. Δεν μπορούν να διαμορφώσουν συνθήκες συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ούτε να συνεισφέρουν στην κοινωνικοποίηση των εργαζομένων. Αντιθέτως, στέκονται «απέναντί» της και με τη λειτουργία τους, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα. Ως εκ τούτου, δρώντας «εχθρικά» προς το μεγάλο κεφάλαιο, δεν τυγχάνουν κρατικής «υποστήριξης» (αλλά «κυνηγητού» από το κράτος, ως μη συμμορφούμενοι παραβάτες), αναγκαζόμενοι να καταφεύγουν σε επιλογές που βρίσκονται στα όρια ή εκτός ορίων νομιμότητας (φορολογικής, ασφαλιστικής, αστικής).

Η φοροδιαφυγή που κάνουν αναδεικνύεται σε μια συνειδητή πράξη. Μπορεί αυτή να είναι καταναγκαστική, αλλά είναι μεθοδευμένη και αποφασισμένη. Ουσιαστικά «σπρωγμένοι» από τις αντικειμενικές συνθήκες, μέσα από μια σπειροειδή σχέση, οι μικροί επιχειρηματίες ενισχύουν την επισφάλεια (απασχολώντας όλο και περισσότερους ανασφάλιστους και «ευκαιριακούς» εργαζόμενους), και όσο αναπτύσσεται η τελευταία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η φοροδιαφυγή. Επισφάλεια και φοροδιαφυγή «πηγαίνουν αντάμα» σε ένα «χαοτικό μονοπάτι» κρίσης και αποανάπτυξης. Εκεί συναντώνται οι επισφαλείς εργαζόμενοι με τους μικρούς επιχειρηματίες. Και οι δυο τους «βράζουν» στο ίδιο καζάνι, παρόλο που τυπικά η σχέση τους είναι εργοδότη-εργαζόμενου. Και οι δυο τους διαβιούν στα όρια του συστήματος. Οι πρώτοι ως οι «αποσυνάγωγοι» του μεταβλητού κεφαλαίου και οι δεύτεροι ως το «αναγκαίο κακό» του σταθερού κεφαλαίου.