Η δήλωση του Μάριο Ντράγκι στην Wall Street Journal προ μηνών ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» στη λιτότητα και ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο είναι πλέον «ξεπερασμένο», αποτελεί ένα ακόμα απτό πειστήριο για τις αυξανόμενες πιέσεις αναθεώρησης των κοινωνικών συμβολαίων που επικράτησαν στην Ευρώπη μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Των Ha-Joon Chang και Γιώργου Καλπαδάκη.  

Ads

Παραβλέποντας το σκοτεινό παρελθόν των παλαιάς κοπής προγραμμάτων του ΔΝΤ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται πλέον αποφασισμένες να επιβάλουν στις κοινωνίες τους πολιτικές λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης. Εφαρμόζουν μέτρα λιτότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και το ίδιο το ΔΝΤ στέλνει σήματα κινδύνου στις Βρυξέλλες ότι επιδεικνύουν υπερβάλλοντα ζήλο. Από αυτή τη σκοπιά, οι μεγάλες μειώσεις σε κοινωνικές δαπάνες και οι φορολογικές αυξήσεις στον ελληνικό προϋπολογισμό του 2013 αποτελούν μια ζοφερή υπενθύμιση των μειώσεων στις επιδοτήσεις βασικών αγαθών και σε κοινωνικές παροχές που προηγήθηκαν των «εξεγέρσεων του ΔΝΤ», όπως αποκαλέστηκαν, στη Λατινική Αμερική και σε αναπτυσσόμενες χώρες κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990.

Καθώς η ύφεση βαθαίνει, η Ελλάδα γίνεται η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που βιώνει τα αποτελέσματα του αναθεωρητικού αυτού κύματος που επιχειρεί να αποσαθρώσει ακόμη και τις πιο θεμελιώδεις κοινωνικές παροχές, από την εκπαίδευση, την υγεία και τα επιδόματα ανεργίας έως την προστασία των παιδιών, των αναπήρων και των ηλικιωμένων. Μια διάσταση της προσπάθειας να τροποποιηθεί ριζικώς το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ότι δεν συνιστά μια διαδικασία που συντελείται ορατά, ούτε αποτελεί τον ώριμο καρπό μιας συναινετικής διαδικασίας μεταξύ των λαών και των αντιπροσώπων τους. Παρουσιάζεται απλά ως μια τεχνοκρατική άσκηση με μικρό πολιτικό ενδιαφέρον και περιβάλλεται από την αύρα μιας ψευδο-επιστημονικής νομιμοποίησης με την πρόφαση του να «ισοσκελισθεί ο προϋπολογισμός». Δεν προκαλεί εντύπωση συνεπώς το ότι οι «αναθεωρητές» επιθυμούν να στρέψουν την προσοχή μακριά από τις συστημικές ρίζες της κρίσης ανάγοντάς τη στην παρουσία δευτερογενών παραγόντων – από τους οποίους η Ελλάδα ασφαλώς δεν εξαιρείται – όπως η διαφθορά και η διασπάθιση δημοσίου χρήματος, οι περιττές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι πελατειακές σχέσεις και η μακροχρόνια ανοχή σε πρακτικές φοροδιαφυγής, ή αποδίδοντάς την ακόμη και σε πολιτισμικές παθογένειες ορισμένων εθνοτήτων που χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «τεμπέληδες», «διεφθαρμένοι» και «οπισθοδρομικοί». Εμφανώς ανήμπορη να καταπολεμήσει τα φαινόμενα αυτά εξαιτίας παγιωμένων πλεγμάτων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων στο εσωτερικό της, η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα εντός της ευρωζώνης που εισήλθε σε τροχιά βαθιάς κρίσης και ταυτόχρονα η λιγότερο επιτυχημένη στο να σχεδιάσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξης και ανασυγκρότησης του παραγωγικού της ιστού.

Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν μπορεί να αποδοθεί σε φαινόμενα όπως αυτά η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, η οποία έχει έναν βαθιά πολιτικό χαρακτήρα. Οι ιστορικοί του μέλλοντος, που ευελπιστούμε ότι δεν θα αντιμετωπίζουν πλέον τα οικονομικά ως παρακλάδι της φυσικής, πιθανώς να ξεκινήσουν την ανάλυσή τους από το γεγονός ότι η κρίση χρέους είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα υπερβολών στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες οδήγησαν στην μεγαλύτερη οικονομική κατάρρευση από την εποχή της Ύφεσης του 1929, επιφέροντας δραματική μείωση των φορολογικών εσόδων, πράγμα που δημιούργησε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτή τη στιγμή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμποδίζουν την Ελλάδα και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες να ενεργοποιήσουν τις διαδικασίες πτώχευσης στις οποίες δύνανται να καταφύγουν οι επιχειρήσεις όταν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και συμπεριλαμβάνουν την παύση αποπληρωμής των χρεών, την απαίτηση προς τους πιστωτές να δεχτούν μείωση του χρέους ή και τη διαγραφή μέρους του με αντάλλαγμα μια νέα πολιτική διαχείρισης, τη μείωση των επιτοκίων, καθώς και την παράταση του χρόνου αποπληρωμής των χρεών με την ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων στους μισθούς των οποίων δίδεται προτεραιότητα ακόμα και σε βάρος των χρεών της εταιρείας. Τα μέτρα αυτά υιοθετήθηκαν τον 19ο αιώνα διότι αναγνωρίστηκε ότι η οικονομία επωφελείται από τη μείωση των χρεών των προβληματικών επιχειρήσεων, αφού μόνο έτσι δύνανται να ανασυγκροτηθούν και να μη διολισθήσουν σε διαδικασίες ασύντακτης χρεοκοπίας. Αυτό ήταν και το σκεπτικό, εξάλλου, πίσω από τη διάσωση με δημόσιο χρήμα πολλών χρηματοοικονομικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ κατά το ξεκίνημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008-9.

Ads

Στην περίπτωση των κρατών, αντίθετα, δεν υφίσταται αντίστοιχος σωστικός μηχανισμός. Έτσι γίνονται πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες οι κρίσεις δημοσίου χρέους, εφόσον οι κυβερνήσεις τείνουν να αναβάλλουν τις απαραίτητες αλλαγές στις οικονομίες τους και να διογκώνουν ακόμη περισσότερο τα χρέη τους. Με την απουσία ενός εσωτερικού πτωχευτικού δικαίου ικανού να παράσχει στις υπερχρεωμένες χώρες νομική προστασία από τους πιστωτές τους, τα κράτη μπορούν είτε να κηρύξουν πτώχευση, κινδυνεύοντας να αποκλειστούν από τις διεθνείς αγορές, είτε να επιλέξουν τη λύση μιας πτώχευσης εν τοις πράγμασι, εξακολουθώντας να εξοφλούν τα δάνειά τους με χρήματα που δανείζονται από δημόσιους οργανισμούς και επιχειρώντας υπό δυσμενέστατες διαπραγματευτικές συνθήκες να πετύχουν την αναδιάρθρωση του χρέους τους. Επιλέγοντας τη δεύτερη λύση, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ακολουθεί τα βήματα των λατινοαμερικανικών οικονομιών της δεκαετίας του 1980, οι οποίες υπό συνθήκες βαθιάς ύφεσης επιδόθηκαν σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις. Δεν είναι διόλου αξιοπερίεργο, λοιπόν, το γεγονός ότι, ελλείψει κανόνων παρόμοιων με εκείνους που προστατεύουν τις μισθολογικές αποδοχές στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα πρώτα δικαιώματα που θυσιάζονται είναι οι συντάξεις, τα επιδόματα ανεργίας και οι μισθολογικές ενισχύσεις. Αυτό όμως δημιουργεί κοινωνική αναταραχή και ενισχύει την εμφάνιση ολοκληρωτικών τάσεων.

Οφείλουμε να αναζητήσουμε τις διεξόδους από μια κρίση που όχι μόνο απειλεί να καταβυθίσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, αλλά και συνεχίζει να υποσκάπτει εκ του αφανούς την νομιμοποίηση των δημοκρατικών της συστημάτων με την παρασκηνιακή αναθεώρηση του κοινωνικού συμβολαίου. Ο δρόμος δεν είναι καθόλου εύκολος και έχει καταστεί πλέον απαραίτητο για τους πολίτες να καταφύγουν σε εκείνο το μέσο που ιστορικά αποδείχθηκε ως το αποφασιστικότερο για την επίτευξη οικονομικών ανατροπών ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας: την ειρηνική κινητοποίηση. Αποτελεί βέβαια συνηθισμένη πρακτική να βαπτίζεται κάθε διαμαρτυρία ενάντια στα προγράμματα λιτότητας προϊόν αντίδρασης ορισμένων «ομάδων» που προφυλάσσουν τα «συντεχνιακά» τους συμφέροντα, ιδιαιτέρως δε όταν αν αυτά συγκρούονται με τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα που είθισται να μην θεωρούνται «συντεχνιακά». Τα παράπλευρα αποτελέσματα τέτοιων προσεγγίσεων είναι η καλλιέργεια αντιλήψεων που θεωρούν πως, σε τελευταία ανάλυση, οι πολίτες δεν σκέφτονται πέρα από το ατομικό τους συμφέρον. Δεν είναι απαραίτητο όμως να έχει διαβάσει κανείς Ρουσσώ, Χούμπολτ ή Μαρξ για να αντιληφθεί ότι, όταν το έδαφος έχει καλλιεργηθεί για να βλέπουμε ο ένας τον άλλον ως αντίπαλους, οι κοινωνίες μας γίνονται λιγότερο συνεκτικές και λιγότερο αισιόδοξες.

Οι κινητοποιήσεις «κατά της λιτότητας» είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που παρουσιάζονται. Συνιστούν μια αυθόρμητη αλλά οπωσδήποτε όχι ανεπεξέργαστη αντίδραση που στρέφεται ενάντια στα θεμέλια μιας φιλοσοφίας της οποίας οι σκοποί πόρρω απέχουν από την επαναφορά της ανάπτυξης και τη μείωση της ανεργίας. Στόχοι που το μόνο που μπορούν με σιγουριά να πετύχουν είναι η περαιτέρω διόγκωση του χρέους και η λήψη ακόμα περισσότερων μέτρων λιτότητας. Στις τρεις προηγούμενες δεκαετίες η ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης θεωρίας των αγορών και του κράτους οδήγησε σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και στην απορρύθμιση των αγορών, στη δημιουργία «εξωτικών», αδιαφανών και συχνά κοινωνικά καταστροφικών οικονομικών προϊόντων, καθώς και στην ενίσχυση της νομότυπης φοροδιαφυγής μέσω υπεράκτιων δομών που αποστραγγίζουν τις εθνικές οικονομίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν κλασικό παράδειγμα των αδικιών αυτής της πολιτικής, αλλά και της αναποτελεσματικότητας. Ανάμεσα στο 1947 και το 1979 η παραγωγικότητα στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 119% και το εισόδημα μεταξύ του φτωχότερου 1/5 του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 122%. Μεταξύ 1979 και 2009, ωστόσο, περίοδο ηγεμονίας των μονεταριστικών πολιτικών τύπου Φρίντμαν, η εγχώρια παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε παρά 80% με το εισόδημα του φτωχότερου 1/5 να έχει μειωθεί κατά 4%, τη στιγμή που το εισόδημα του πλουσιότερου 1% των Αμερικανών ενισχύθηκε κατά 270%. Όσο για τις αρχικές, μεγάλες υποσχέσεις που ξεστομίζουν οι υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού για τα οφέλη τα οποία υποτίθεται ότι θα έχουν οι κοινωνίες ως συνέπεια των ιδιωτικοποιήσεων, αποδείχθηκαν κενό γράμμα. Από μια ενδεικτική πρόσφατη έκθεση της Βρετανικής Μονάδα Διεθνούς Έρευνας των Δημοσίων Υπηρεσιών (PSIRU) για τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι το 2011, προκύπτει ότι η πολυαναμενόμενη μείωση στα κόστη και στις τιμές απλά δεν συνέβη ποτέ, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών μειώθηκε δραστικά εξαιτίας της αυξημένης εξωτερικής ανάθεσης έργων (outsourcing), η εργασιακή ανασφάλεια διογκώθηκε, ενώ οι επιχειρήσεις δεν ανταποκρίθηκαν διόλου στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.

Οι πολίτες της Ευρώπης πρέπει λοιπόν να πιέσουν προς την κατεύθυνση της θέσπισης κανόνων για την εθνική χρεοκοπία. Έτσι θα αποκατασταθεί μερικώς και η αδικία να απολαμβάνουν τα εύπορα στρώματα ολοένα περισσότερη κυβερνητική προστασία με ολοένα λιγότερες προϋποθέσεις, τη στιγμή που οι κοινωνίες απολαμβάνουν ολοένα λιγότερη προστασία με εξαιρετικά απαιτητικούς όρους. Αυτό δεν αρκεί, βέβαια. Το ακόμα δυσκολότερο είναι να επαναδιεκδικήσουμε τη σημασία της «οικονομικής ανάπτυξης» προτού αυτή αποσυνδεθεί από τις διαδικασίες της πραγματικής παραγωγής. Πρέπει δηλαδή να καταστεί σαφές ότι ανάπτυξη με την έννοια αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ιδιωτικοποίησης της ελληνικής δημόσιας περιουσίας, από τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα δημόσια ακίνητα μέχρι τον ΟΠΑΠ, τα αεροδρόμια και τους αυτοκινητόδρομους. Ούτε μπορεί να επιτευχθεί με την ιδιωτικοποίηση των πορτογαλικών εταιρειών ενέργειας, των σιδηροδρόμων και των αεροπορικών γραμμών, ή της ισπανικής και ιταλικής δημόσιας περιουσίας. Εκείνοι που δείχνουν να το έχουν αντιληφθεί αυτό καλύτερα από όλους είναι όσοι έχουν πιέσει με επιτυχία τις κυβερνήσεις τους να επανεθνικοποιήσουν τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και τις συγκοινωνίες τους, ή να ακυρώσουν πλήρως τις επιχειρούμενες ιδιωτικοποιήσεις: δηλαδή οι πολίτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι κυβερνήσεις των οποίων ηγούνται του κύματος ιδιωτικοποιήσεων στην Νότια Ευρώπη.

Διότι τη στιγμή που οι τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που γεννά η ακολουθούμενη πολιτική αναπαράγονται και στην ήπειρό μας, περιέρχονται στη λήθη και οι ιστορικές ρίζες της οικονομικής ανάπτυξης. Οι σύγχρονες μεγάλες οικονομίες κατάφεραν να ισχυροποιηθούν ακριβώς επειδή ανέπτυξαν πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού που συμπεριελάμβαναν μέτρα προστασίας και βοήθειας προς τις νέες επιχειρήσεις, την υιοθέτηση μιας ευρείας γκάμας επιδομάτων πρόνοιας, την επιβολή αυστηρών κανόνων στις ξένες επενδύσεις, την πλημμελή προστασία των ξένων ευρεσιτεχνιών και άλλων πνευματικών δικαιωμάτων και, σε μερικές περιπτώσεις, την κρατική ιδιοκτησία νευραλγικής σημασίας βιομηχανιών.

Πρώτη προτεραιότητα είναι λοιπόν να ξεφύγουμε από τις ιδέες οι οποίες δημιούργησαν την κρίση και να πιέσουμε για μέτρα που θα στοχεύουν στην αναζωογόνηση της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης διά της βιομηχανικής παραγωγής, ιδιαίτερα μέσα από τη στοχευμένη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της περιφέρειας. Ήρθε ο καιρός να αφήσουμε πίσω την ψευδαίσθηση της «διάχυσης του οικονομικού οφέλους προς τα κάτω» (trickle-down economics) και να προωθήσουμε μεγαλύτερους περιορισμούς στην διασυνοριακή κυκλοφορία του κεφαλαίου, στις εξαγορές και στις συγχωνεύσεις. Ήρθε ο καιρός να διευρυνθεί και όχι να συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος και να μεταβάλουμε τις αντιλήψεις μας για τον κεντρικό του ρόλο στη δημιουργία μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και ευμάρειας, αλλά και να πάρουμε και πάλι στα σοβαρά τις πολιτικές για τη βιομηχανία με το να επενδύσουμε σε μηχανές, υποδομές και στην εκπαίδευση των εργαζομένων.

Στην ελληνική περίπτωση θα πρέπει να προωθηθούν μέτρα ώστε να ελεγχθεί η διαρροή κεφαλαίων προς τράπεζες του εξωτερικού, να μεταρρυθμιστεί το φορολογικό σύστημα στην κατεύθυνση της άμεσης φορολογίας αλλά και να αποτραπούν διμερείς συμφωνίες όπως αυτή που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με την Ελβετία, να προσανατολισθούν τα τραπεζικά δάνεια σε αναπτυξιακούς στόχους, να δημιουργηθούν προοπτικές επενδύσεων μέσω της απάλειψης των γραφειοκρατικών εμποδίων και των «μεσαζόντων», να εφαρμοστεί ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την κρατική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και της βιομηχανίας, να προωθηθεί μια αυστηρή νομοθεσία κατά της διαφθοράς η οποία θα διασφαλίζει ότι η συνεργασία δημοσίου-ιδιωτικού θα υπηρετεί τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου, καθώς και να τεθούν οι βάσεις για ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας το οποίο θα ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Όσο ιδεαλιστικοί και να μοιάζουν τέτοιοι στόχοι σε μια συγκυρία που η ελληνική κοινωνία αγωνίζεται για την επιβίωσή της, μόνο μέσα από τέτοιες ενέργειες θα δοθεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι οι πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας απορρίπτουν τις αφανείς προσπάθειες ριζικής αναθεώρησης του κοινωνικού συμβόλαιο προς όφελος των ολίγων.
 
* Ο HaJoon Changδιδάσκει πολιτική οικονομία της ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ο Γιώργος Καλπαδάκης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στα τμήματα Νομικής και Πολιτικών Επιστημών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.