Ενώ τη Δευτέρα, 23/3, ο κ. Τσιόδρας είχε ανακοινώσει 74 νέα κρούσματα κορονοϊου, την Τρίτη 24/3 ανακοίνωσε μόλις 27, προκαλώντας εύλογες απορίες σχετικά με την καταγραφή των περιστατικών στη χώρα. Εν τω μεταξύ, κάποιοι δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία που αποπνέουν οι αριθμοί του ΕΟΔΥ.

Ads

Γι’ αυτό και παίρνει έκταση η κίνηση «Όπως ο κορονοϊός διασπείρεται, η Ευρώπη πρέπει να δράσει ΤΩΡΑ για την άμεση αποσυμφόρηση των νησιών του Αιγαίου» (As Covid-19 spreads, Europe Must Act NOW for the Immediate Decongestion of the Aegean Islands, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο: https://chng.it/nRN9nYFBPc). Μάλλον αυτοί που ανησυχούν έχουν δίκιο. Η άτυχη 41χρονη από την Καστοριά χάθηκε στα πέρα-δώθε με τον ΕΟΔΥ και μάλλον το ίδιο συνέβη με τη δημοσιογράφο Χαρά Τζαναβάρα, όπως απεκάλυψε ο βουλευτής του ΜΕΡΑ25 Κρίτων Αρσένης.

Γράφονται και λέγονται ανατριχιαστικά πράγματα αυτόν τον καιρό. Άρθρο που κυκλοφόρησε ευρέως στους ιατρικούς κύκλους παρότι δεν υπογράφεται από γιατρό (Coronavirus: the hammer and the dance, μπορείτε να το δείτε στη διεύθυνση:  https://medium.com/@tomaspueyo/coronavirus-the-hammer-and-the-dance-be93…),  επισημαίνει την τεράστια διαφορά που υπάρχει στην εκτίμηση των πιθανών θανάτων από τον ιό, εάν δράσουμε αποτελεσματικά και ακαριαία αντί να προσπαθήσουμε απλώς να επιπεδώσουμε την καμπύλη εξάπλωσης της πανδημίας, «απλώνοντας» τα περιστατικά στον χρόνο. Αυτό δεν είναι τόσο αυτονόητο. Νομίζει κανείς ότι αν «απλώσει» την κωδονοειδή καμπύλη της διασποράς του ιού στον χρόνο, τα περιστατικά που θα χρειάζονται νοσηλεία ανά ημέρα θα  είναι ένας διαχειρίσμος αριθμός. Δεν είναι όμως. Αν αρρωστήσουν πάρα πολλοί, η μείωση αυτή δεν είναι αρκετή.

Η συγκεκριμένη εκτίμηση δεν στηρίζεται μόνο σε επιδημιολογικές παραμέτρους αλλά κυρίως στην οδυνηρή διαπίστωση ότι κανένα σύστημα υγείας στον κόσμο, ούτε καν των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν έχει τη δυνατότητα να περιλθάψει τους σοβαρά άρρωστους που θα χρειαστούν ΜΕΘ εάν νοσήσει σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού. Χωρίς κατάλληλη φροντίδα, οι σοβαρά νοσούντες θα πεθάνουν.

Ads

Εις τα καθ’ ημάς τώρα, μεγάλο ενδιαφέρον συγκέντρωσε το άρθρο του κ. Γαρύφαλλου, Καθηγητή στο ΑΠΘ και Διευθυντή Παθολογικής Κλινικής στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Η παρέμβαση αυτή, που δημοσιεύθηκε στο tvxs, «βαθμολογήθηκε» θετικά με like από 2,7 χιλιάδες αναγνώστες (μέχρι το σημείο που έλεγξα). Αυτό σημαίνει ότι το κοινό παρακολουθεί συστηματικά τη σχετική συζήτηση και δίνει τη δέουσα προσοχή σε όσα αναφέρουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι.

Η ενημέρωση έχει όμως κι ευθύνες. Στην παρέμβασή του, ο κ. Γαρύφαλλος αναφέρεται σε μια σειρά σημαντικών, αλλά μάλλον αυτονόητων πραγμάτων, όπως οι διαθέσιμες κλίνες στις ΜΕΘ και οι ελλείψεις προσωπικού. Καιορθώς πράττει, διότι όσες περισσότερες κλίνες τόσο καλύτερα. Δύο όμως σημεία στην ετυμηγορία του χρειάζονται περισσότερη συζήτηση -και σύνεση, όπως λέει κι εκείνος. Το πρώτο αφορά τη σχέση επικοινωνιακής πολιτικής και πραγματικής ενημέρωσης˙ το δεύτερο την επάρκεια, ή μάλλον την καταλληλότητα, του επιστημονικού επιτελείου του ΕΟΔΥ και της επιτροπής που πλαισιώνει τον κ. Τσιόδρα.

Η τακτική του υπουργείου υγείας να βάζει μπροστά τους λοιμοξιωλόγους και τους επιδημιολόγους, που είναι «αναλώσιμοι» σε περίπτωση αστοχίας, είναι πράγματι επικριτέα. Αλλά, όπως λένε, it takes two to tango. Ο κ. Τσιόδρας  είναι ώριμος επιστήμονας και σοβαρός άνθρωπος. Απ’ ό,τι ακούω, μάλιστα, έχει στο παρελθόν συμμετάσχει χωρίς τυμπανοκρουσίες στις επεξεργασίες του υπουργείου υγείας. Η αυτονόητη ερώτηση είναι γιατί αποδέχεται τώρα τον ρόλο του εκπροσώπου του υπουργείου, αντί να κάνει σιωπηλά αυτό που ξέρει να κάνει.

Εκεί που δημιουργείται πάντως ένα πιο σοβαρό ερώτημα είναι το θέμα του ΕΟΔΥ. Ο κ. Γαρύφαλλος πλέκει το εγκώμιό του οργανισμού, αποφαινόμενος, με όλο το βάρος που έχει η πανεπιστημιακή του ιδιότητα και η ευθύνη μιας παθολογικής κλινικής: (ο ΕΟΔΥ) είναι ένα καλό επιστημονικό επιτελείο, που έκανε επιτυχημένη, κατά γενική ομολογία, δουλειά. Προς επίρρωσιν, ο κ. Γαρύφαλλος αναφέρεται στην πρόσφατη δήλωση του τέως υπουργού Ξανθού, ότι αυτό το επιτελείο θα ήταν και η δική του επιλογή.

Αποδεχόμενος πλήρως την εκτίμηση ενός κλινικού συναδέλφου και ενός τέως υπουργού, θα ήθελα ωστόσο να ρωτήσω το καλό αυτό επιτελείο:

    1. Πρώτον, πόσα κρούσματα υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη Μυτιλήνη, στη δομή προσφύγων στη Μόρια, στις αγροτικές φυλακές Κασσαβέτειας  Βόλου, στο σωφρονιστικό κατάστημα Αλικαρνασσού στην Κρήτη και στο Γηροκομείο Ιωαννίνων (τα παραδείγματα εντελώς τυχαία, ως ενδεικτικά κλειστών κοινοτήτων); 
    2. Δεύτερον, πόση είναι η θνησιμότητα από τη λοίμωξη με κορονοϊό στην ελληνική επικράτεια;
    3. Τρίτον, πάρχει στατιστικώς σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην ειδικότητα των υγειονομικών και τη συχνότητα μόλυνσης από τον ιό; 
    4. Τέταρτον, τεκμηριώνεται «συσσώρευση» (clustering) κρουσμάτων σε κάποιες γεωγραφικές περιοχές αν συνυπολογίσουμε την πληθυσμιακή πυκνότητα;

Θα μπορούσα να θέσω άλλες τέσσερις ή άλλες δεκατέσσερις ερωτήσεις. Αλλά δεν θα είχε κανένα νόημα. Διότι οι προβολές που γίνονται από τα μοντέλα δεν μπορούν να δώσουν συγκεκριμένη και αξιόπιστη απάντηση. Η κατανομή είναι εξαιρετικά ετερογενής και η εκτίμηση του (στιγμιαίου) ρυθμού εξάπλωσης της πανδημίας δεν στηρίζεται σε επαρκή στοιχεία. Ο καθηγητής Ιωαννίδης (από το Standford) το έθεσε μάλιστα με προκλητικό τρόπο: πρόκειται για στατιστικό φιάσκο.

Βεβαίως, για να αντιληφθεί κανείς τί είναι κατανομή του ενός ή του άλλου τύπου, τί σημαίνει ετερογένεια και πώς αναλύεται, τί χαρακτηριστικά έχει η εκθετική συνάρτηση, δεν αρκεί να ξέρει μόνο τους όρους και να έχει δει εδώ κι εκεί μερικές καμπύλες. Πρέπει να έχει «χωνέψει» την ποσοτική ανάλυση και να την έχει χρησιμοποιήσει στην επιστημονική πρακτική του. Ακόμα κι αυτό, όμως, που σίγουρα διαθέτουν τόσο ο κ. Τσιόδρας όσοι και ορισμένοι από τους συνεργάτες του, δεν αρκεί. Όπως έχουμε ξαναπεί, είναι άλλο πράγμα η εξειδίκευση και άλλο η σφαιρική εποπτεία ενός προβλήματος -ιδιαίτερα στον τομέα της δημόσιας υγείας.

Ο ΕΟΔΥ έχει υποπέσει σε σφάλματα, όχι γιατί δεν γνωρίζει «εγκυκλοπαιδικά» την παθολογία και την επιδημιολογία των κορονοϊών, αλλά γιατί δεν αναλύει πάντοτε με επιστημονικό τρόπο τα δεδομένα και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τα λεγόμενα «missing data». Παραγνωρίσθηκε το περιστατικό με το λεωφορείο από τους Άγιους Τόπους, αγνοήθηκε η μετάδοση της νόσου από ασυμπτωματικούς και τώρα υποτιμάται η σημασία του ευρέος ελέγχου και του πιο στοχευμένου στις κλειστές κοινότητες. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής επιδημιολογίας στο ΑΠΘ Αλέξης Μπένος σε συνέντευξή του στο CNN Greece (https://www.cnn.gr/news/politiki/story/212433/alexis-mpenos-eimaste-2-3-…), «η διενέργεια μιας δειγματοληπτικής μελέτης στον πληθυσμό, θα μας δώσει την πραγματική εικόνα του εύρους εξάπλωσης της επιδημίας και θα συμβάλλει αποφασιστικά στην καλύτερη πρόγνωση των αναγκών και ως εκ τούτου οργάνωση των υπηρεσιών υγείας».  Τώρα, τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιοποιούνται, όπως π.χ., η μέση ηλικία των κρουσμάτων και των θυμάτων, είναι μάλλον άνευ σημασίας. Αν προκύψουν κρούσματα σε μια κλειστή κοινότητα ή αν αρρωστήσουν μαζικά οι παλιννοστούντες από μια ευρωπαϊκή χώρα, αυτά τα στοιχεία θα ανατραπούν αμέσως.

Η πανδημία μας βάζει λοιπόν μπροστά σε ένα άλλο πρόβλημα, που το εκπαιδευτικό σύστημα έχει συστηματικά παραγνωρίσει: τον μαθηματικό και βιολογικό εγγραμματισμό της κοινωνίας και ιδιαίτερα των υγειονομικών. Και για να ευθυμήσουμε μέσα στον εγκλεισμό και τη μοναξιά μας, ας πω κι αυτό:  στο σχολείο μου, οι υποψήφιοι του Πολυτεχνείου έκαναν συχνά μια άσχημη «πλάκα» στα παιδιά που σκόπευαν να δώσουν εξετάσεις στην Ιατρική. Κάθε φορά που σηκωνόταν «γιατρός» για να λύσει μια άσκηση Γεωμετρίας φώναζαν από κάτω στον καθηγητή:  μην τον παιδεύετε κύριε, είναι αδύνατος στα μαθηματικά!