Η ενεργειακή κρίση είναι διεθνής, που όμως στη χώρα μας παίρνει πολύ χειρότερες διαστάσεις από την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ads

Πρόκειται για μια κρίση που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2021 και που οφείλεται κατ’ αρχήν στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, ως αποτέλεσμα της διατάραξης του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησής του στις διεθνείς αγορές. Η αιτία της διατάραξης του ισοζυγίου υπήρξε η πολιτική της καταπολέμησης του φαινομένου του θερμοκηπίου και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, που οδήγησε σε μαζική απανθρακοποίηση των εθνικών οικονομιών και μαζική στροφή προς τις αγορές φυσικού αερίου.

Σε αυτές τις συνθήκες της διεθνούς ενεργειακής κρίσης προστέθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας που επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κρίση, κάτω από την απειλή μείωσης ή και πλήρους διακοπής της μεταφοράς του φυσικού αερίου από την εμπόλεμη ζώνη στην Ευρώπη.

Η ενεργειακή κρίση εντάθηκε ακόμη περισσότερο μετά το καλοκαίρι, οπότε ο Πούτιν άρχισε να εκβιάζει και επισήμως να διακόψει την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ως απάντηση στα αντίποινα που η Ε.Ε. εφάρμοσε εναντίον της Ρωσίας.

Ads

Αποτέλεσμα αυτής της δυσμενούς για την τιμή του φυσικού αερίου συγκυρίας ήταν όλα τα κράτη της Ευρώπης να υποφέρουν από ακρίβεια, ως αποτέλεσμα των ξαφνικών αυξήσεων των τιμών της ενέργειας ενόψει του επερχόμενου δύσκολου χειμώνα.

Τα ευρωπαϊκά κράτη, αμυνόμενα απέναντι σε αυτή τη δυσμενή διεθνή συγκυρία της διαρκούς αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου, έλαβαν εγκαίρως σειρά μέτρων για να εμποδίσουν την ακρίβεια προς όφελος των πολιτών τους.

Η ρύθμιση και ο έλεγχος των ενεργειακών αγορών είναι οι πρώτες και πιο σημαντικές παρεμβάσεις στις οποίες προχώρησαν οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να περιορίσουν τις επιπλέον ανατιμήσεις που οφείλονται στις κερδοσκοπικές κινήσεις στις εσωτερικές ενεργειακές αγορές.

Η επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρεύματος και των καυσίμων και η επιβολή ανώτατων ορίων στα κέρδη των ενεργειακών επιχειρήσεων ήταν από τα πρώτα μέτρα που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, προκειμένου να περιορίσουν την κερδοσκοπία και να ελέγξουν την αισχροκέρδεια στις αγορές.

Η εθνικοποίηση των κάποτε δημόσιων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού των ευρωπαϊκών κρατών, που εντωμεταξύ είχαν ιδιωτικοποιηθεί, ήταν μια αναγκαία κίνηση αρκετών κρατών, μεταξύ των οποίων η Γαλλία και η Γερμανία, προκειμένου να μπορέσουν οι κυβερνήσεις τους, μέσω αυτών, να ρυθμίσουν τις αγορές, να ελέγξουν τις κερδοσκοπικές κινήσεις και να περιορίσουν τις ανατιμήσεις.

Η απεξάρτηση των τιμών των εγχώριων ενεργειακών πηγών από τις τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου ήταν μια ακόμη κίνηση αυτοάμυνας, που η Ισπανία και η Πορτογαλία την διεκδίκησαν και την κέρδισαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες εφάρμοσαν αυτή την πολιτική επιλογή περιορίζοντας την εισαγωγή στα Χρηματιστήρια Ενέργειάς τους ενός μικρού μόνο ποσοστού, μικρότερου του 30%, των εγχώριων ενεργειακών πηγών τους. Επέτρεψαν έτσι στο υπόλοιπο 70% ή και περισσότερο των εγχώριων πηγών ενέργειας να καθορίσουν τις τιμές τους εκτός Χρηματιστηρίου και ανεξάρτητα από τις αυξημένες τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου, με διμερή συμβόλαια με τους καταναλωτές.

Οι κινήσεις αυτές συνέβαλαν καθοριστικά στον περιορισμό των μεγάλων ανατιμήσεων στις τιμές του ρεύματος στα ευρωπαϊκά κράτη.

Επιπλέον αυτών, οι ευρωπαίοι ηγέτες προχώρησαν στη φορολόγηση των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, με σκοπό να χρηματοδοτήσουν με αυτούς τους φόρους τις επιχορηγήσεις των τιμολογίων των καταναλωτών, που ήταν η επόμενη κίνηση, μετά τον περιορισμό των αυξήσεων, για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Τέλος, τα ευρωπαϊκά κράτη προχώρησαν και στη μείωση της ακριβής φορολόγησης των καυσίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης, δίνοντας μια ανάσα στους πολίτες που υπέφεραν από τις αυξήσεις των τιμών.

Με τον τρόπο αυτόν οι ευρωπαίοι ηγέτες κατάφεραν αφενός μεν να εμποδίσουν την κερδοσκοπία στις ενεργειακές αγορές και να περιορίσουν τις ανατιμήσεις των τιμολογίων της ενέργειας, προς όφελος των καταναλωτών.

Και αφετέρου, οι ευρωπαίοι κατάφεραν έτσι να συμβάλουν ισομερώς στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και οι τρεις πλευρές. Το κράτος με τις επιχορηγήσεις, οι ενεργειακές επιχειρήσεις με τη φορολόγηση των υπερκερδών τους και οι καταναλωτές, πληρώνοντας το υπόλοιπο των περιορισμένα αυξημένων τιμολογίων.

Όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την κρίση περιορίζοντας τις ανατιμήσεις, μειώνοντας τις μεγάλες αυξήσεις και συμβάλλοντας ισομερώς, με τη φορολόγηση των υπερκερδών των επιχειρήσεων, στην πληρωμή των δυσβάστακτων τιμολογίων.

Τα ευρωπαϊκά κράτη αντέδρασαν υγιώς, πλην Λακεδαιμονίων.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη που δεν ρύθμισε την εσωτερική ενεργειακή αγορά και αρνήθηκε να περιορίσει την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια, υποστηρίζοντας με τον τρόπο αυτόν την κερδοφορία των καρτέλ της ενέργειας και των μεγάλων ενεργειακών επιχειρήσεων.

Χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της αυτορρύθμισης των αγορών, το οποίο ακόμη και οι φοιτητές Οικονομικών γνωρίζουν ότι δεν ισχύει σε εποχές κρίσης και μη ομαλής λειτουργίας των αγορών, επέμεινε να μην ελέγχει και να μη ρυθμίζει την ενεργειακή εσωτερική αγορά.

Αποτέλεσμα αυτής της ιδεοληπτικής και υπέρ των επιχειρηματικών ελίτ πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν οι αυξήσεις των τιμών στη χώρα μας να είναι μεγαλύτερες από των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών.

Η αύξηση της τιμής του ρεύματος στην Ελλάδα για το πρώτο εξάμηνο του 2022 ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Συγχρόνως, η Ελλάδα είχε την ακριβότερη τιμή ρεύματος για μη οικιακή χρήση και την τρίτη πιο ακριβή τιμή για την οικιακή. Επιπλέον, τις περισσότερες μέρες της χρονιάς η χώρα μας είχε την πιο ακριβή τιμή χονδρικής της επόμενης μέρας. Κι όταν δεν ήμασταν πρώτοι ήμασταν δεύτεροι ή τρίτοι σε ακριβότερη τιμή στην Ευρώπη.

Η μέση αύξηση των τιμών των καυσίμων από την άλλη ήταν 40% στην Ευρώπη, τη στιγμή που στην Ελλάδα ήταν 54%.

Με αποτέλεσμα, ενώ ο μέσος πληθωρισμός στην Ευρώπη σήμερα είναι 10%, στην Ελλάδα είναι 12%. Κι ακόμη, ενώ ο ενεργειακός πληθωρισμός στην Ευρώπη ήταν 39%, στη χώρα μας ήταν 61%.

Αν κανείς συνδυάσει όλες αυτές τις υπερβάλλουσες αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος με το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη Eurostat, είμαστε η τρίτη χειρότερη χώρα στην Ευρώπη, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, σε απειλή φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ συγχρόνως είμαστε από τις χώρες με τους χαμηλότερους μισθούς και η 26η, δηλαδή προτελευταία στην Ευρώπη, ως προς την αγοραστική δύναμη των πολιτών, γίνεται αντιληπτό ότι η υπερβάλλουσα ακρίβεια των τιμών της ενέργειας έχει πολύ χειρότερες συνέπειες στην Ελλάδα, μια και είμαστε μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι επιδοτήσεις, που είναι η μόνη πολιτική που εφάρμοσε η ελληνική κυβέρνηση, δεν προέρχονται από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, αλλά αποκλειστικά από τα χρήματα των φορολογουμένων. Με αποτέλεσμα οι κερδοσκόποι όχι μόνο να αποκομίζουν υπερκέρδη στην Ελλάδα, αλλά και να μη συμβάλουν καθόλου στην ελάφρυνση των καταναλωτών από την ακρίβεια.

Η μεγάλη διαφορά στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι ενώ οι ευρωπαίοι καταπολέμησαν τις αιτίες της ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα να καταφέρουν να περιορίσουν τις ανατιμήσεις, στην Ελλάδα η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαχειρίστηκε την ακρίβεια με επιδοτήσεις, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια περιορισμού της.

Το συμπέρασμα είναι ότι ενώ στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις, ακόμη και οι νεοφιλελεύθερες, λειτούργησαν υπέρ των πολιτών τους, στην Ελλάδα η κυβέρνηση Μητσοτάκη λειτούργησε αποκλειστικά υπέρ των οικονομικών ελίτ και των ενεργειακών καρτέλ.

Γι’ αυτό και ενώ στην Ευρώπη μιλούν για ακρίβεια, στην Ελλάδα μιλάμε για εκτεταμένη κερδοσκοπία και για απίστευτη αισχροκέρδεια.