Στις 11 Φεβρουαρίου 1917, ο Γκράμσι δημοσίευσε στην εφημερίδα La Cittá Futura («Η πόλη του μέλλοντος») ένα άρθρο με τίτλο «Αδιάφοροι». Αρκετά χρόνια αργότερα το άρθρο ήταν γνωστό με τον τίτλο «Μισώ τους αδιάφορους».

Ads

Ο Ιταλός Μαρξιστής έγραφε, μεταξύ άλλων, στο συγκεκριμένο κείμενο: «Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή… Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία… η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα… Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί… Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει και εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;… Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε… Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.»

Δεν συμμετέχω, σημαίνει ότι συνειδητά έχω επιλέξει να βρίσκομαι στην άκρη και να παρακολουθώ. Να βλέπω, αλλά να μην ενεργοποιούμαι. Μήπως όμως εν τέλει βλέπω και παράλληλα κρίνω; Όταν κρίνω, εμφανίζω έστω μια βασική ενεργητική λειτουργία; Κρίνω, κατακρίνω και επικρίνω. Βλέπω, παρακολουθώ και αντιλαμβάνομαι.
Τι γίνεται όμως όταν αυτά που βλέπω, εκείνα που αντιλαμβάνομαι είναι παραβατικά; Πόσο αδιάφορος μπορεί να είμαι σε φαινόμενα και πρακτικές ανομίας, χρηματισμού, εκβίασης και απόκτησης παράνομου οικονομικού οφέλους; Η τυπική ηθική, μας λέει ότι πρέπει να είμαστε αδιάφθοροι. Να αντιστεκόμαστε στους εκβιασμούς και στις άνομες απαιτήσει και να καταγγέλλουμε τα φαινόμενα δωροδοκίας. Αυτά είναι η «κοινωνική προίκα» που μας έχει δοθεί από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Είναι δεδομένα και όχι ζητούμενα.

Δυστυχώς όμως, σε μια κοινωνία της «μετα-αλήθειας» και της «μετα-δημοκρατίας», τα παραπάνω δεν είναι αυτονόητα. Πόσο πραγματικά διαφέρει ο αδιάφορος από τον αδιάφθορο; Ένα θήτα κάνει τη διαφορά. Ο αδιάφορος δεν δίνει σημασία στον αδιάφθορο και ο αδιάφθορος δεν στέκεται αδιάφορος στα κοινά. Δύο λέξεις-έννοιες (αδιάφορος/αδιάφθορος) που παραπέμπουν σε τελείως διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες και σε αμοιβαία αποκλειόμενα αξιακά συστήματα.
Ο αδιάφορος είναι μοιρολάτρης. Απέχει και δέχεται ως μοναδικές αλήθειες ό,τι του λένε ότι πρέπει να κάνει. Μπορούμε να τον αλλάξουμε; Να μην είναι αδιάφορος; Ο Μπρεχτ απάντησε στο ερώτημα: «Μόνο μ’ έναν τρόπο: να του εξασφαλίσεις συμμετοχή στα οφέλη των προτάσεών σου και να φροντίσεις να μη μπορεί να επωφεληθεί απ’ αυτές με άλλους τρόπους…».

Ads

Ο αδιάφορος θα αρχίσει να ενδιαφέρεται, να συμμετέχει και θα μάθει να αντιστέκεται στη διαφθορά. Γιατί η διαφθορά, η οικονομική παραβατικότητα είναι προσχεδιασμένη. Δεν «αφήνεται στην τύχη» της. Ο διεφθαρμένος γνωρίζει τι θέλει να κάνει, γιατί το κάνει, ποιο είναι το προσωπικό του όφελος. Γνωρίζει και έχει υπολογίσει τον κίνδυνο από την παράνομη πράξη, τα αναμενόμενα οφέλη και τις πιθανές ζημίες. Θεωρεί ότι δύσκολα μπορεί να συλληφθεί και έχει την άποψη ότι δεν εγκληματεί. Δεν θέτει ζητήματα ηθικής, καθώς η αιτιολόγηση της πράξης του είναι η προσπάθεια απενοχοποίησής του. Ο διεφθαρμένος είναι αδιάφορος και δε συμμετέχει. Είναι το κοινωνικό παράσιτο του Γκράμσι. Είναι αυτός που στρέφει το βλέμμα του αλλού. Που σκύβει το κεφάλι για να ακολουθήσει τη σκιά του εαυτού του. Είναι ο αδιάφορος άνθρωπος.