[…] Βάζω τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού. Η Μαρία με κοιτάζει. Καλά ήταν, μου λέει. Μόνο καλά; της γελάω. Ανυπομονώ πότε να ξανάρθω. Αυτό το δημόσιο είναι ονειρικό. Όταν θα πάρουμε την εξουσία, όλο το δημόσιο θα λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γελάει με τη σειρά της, με λέει γιαλαντζί Τσε Γκεβάρα και βάζει μπρος τη μηχανή. Δεν κακοκαρδίζομαι. Με τις γυναίκες δεν είναι να κάνεις σοβαρές πολιτικές συζητήσεις… ΤουΝίκου Αραπάκη

Ads

Σάββατο βράδυ. Παρέα με την οικογένεια μιας αγαπημένης μου εξαδέλφης η οποία κατοικεί μόνιμα στην Ολλανδία και έχει έρθει στην Ελλάδα για διακοπές, τα πίνουμε σε ένα ουζερί στη Δάφνη. Καλή διάθεση, κουβέντα, γέλια και αρκετό ποτό. Μολονότι δεν πίνω πολύ και συχνά, εκείνο το βράδυ ήπια δυο καραφάκια ούζο και λίγο κρασί.

Κυριακή πρωί. Σηκώνομαι με το πρόσωπό μου πρησμένο. Όμως, επειδή δεν έχω κάποιο άλλο σύμπτωμα, δεν δίνω ιδιαίτερη βάση. Θα με πείραξε το κλιματιστικό, ίσως να συναχώθηκα και διάφορες τέτοιες βολικές δικαιολογίες.

Οι μέρες περνούν χωρίς το πρήξιμο στο πρόσωπό μου να υποχωρήσει. Και πάλι όμως, επειδή το πρήξιμο δεν είναι υπερβολικό και εξακολουθώ να μην έχω άλλα συμπτώματα, δεν ανησυχώ. Πιστεύω, ή μάλλον θέλω να πιστεύω, ότι είναι κάτι παροδικό.

Ads

Το επόμενο Σάββατο φεύγουμε για διακοπές. Η Μαρία έχει άδεια για τις επόμενες 15 ημέρες, τις οποίες θα τις ξοδέψουμε στο χωριό της μητέρας μου, ένα μικρό, όμορφο χωριό στα σύνορα Ηλείας Μεσσηνίας. Πριν όμως, θα κάνουμε ένα σύντομο πέρασμα από την Καλαμάτα, για να συναντήσω συγγενείς και φίλους.

Το μεσημέρι του Σαββάτου με βρίσκει, παρέα με δυο φίλους και τον αδερφό μου, να τα πίνω σε ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης. Η διάθεση και πάλι εξαιρετική. Πολιτικές, κυρίως, συζητήσεις, και αρκετό ποτό. Αυτή τη φορά, λόγω της μεγάλης ζέστης, πίνω μπύρα. Πέντε ή έξι μισόλιτρα, συνοδεία κάμποσων πικάντικων μεζέδων.

Το απόγευμα του Σαββάτου αναχωρούμε για το χωριό, το οποίο απέχει γύρω στα 80 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Φθάνοντας, με περιμένει μια τεράστια και δυσάρεστη έκπληξη: διαπιστώνω ότι έχω πρηστεί ολόκληρος. Ιδίως τα πόδια μου δεν τα αναγνωρίζω. Έχουν το διπλάσιο μέγεθος.

Αρχίζω, πλέον, και ανησυχώ σοβαρά. Συζητώ με τη Μαρία και αποφασίζουμε, τη Δευτέρα το πρωί να επιστρέψουμε στην Καλαμάτα και να επισκεφθούμε κάποιον γιατρό.

Όντως, τη Δευτέρα στις εννιά η ώρα το πρωί είμαστε στην Καλαμάτα. Όμως, επειδή τα δυο τελευταία χρόνια, μετά από 18 συνεχόμενα χρόνια συνεχούς ασφάλισης στον ΟΑΕΕ, είμαι ανασφάλιστος, όπως και χιλιάδες άλλοι, δεν επισκέπτομαι το νοσοκομείο αλλά κάποιον ιδιώτη ιατρό, ο οποίος είναι συμβεβλημένος με την ιδιωτική ασφάλεια που διατηρώ με νύχια και με δόντια, για την κακιά στιγμή.

Ο γιατρός με εξετάζει, χωρίς όμως να διαπιστώσει κάτι συγκεκριμένο. Φοβάται για κάποιου είδους αλλεργία, αλλά δεν είναι σίγουρος. Με στέλνει για εξετάσεις αίματος κα ούρων και με προτρέπει, εάν νιώσω ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω, να επισκεφθώ άμεσα κάποιο νοσοκομείο.

Επιστρέφουμε στο χωριό το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Τώρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

Τα αποτελέσματα βγαίνουν την Τρίτη το απόγευμα. Ένας συγγενής μου τα παίρνει από το μικροβιολογικό εργαστήριο και τα μεταφέρει στο γιατρό. Λίγα λεπτά αργότερα, ο γιατρός με παίρνει τηλέφωνο και με προτρέπει να εισαχθώ σε κάποιο νοσοκομείο. Κατά πάσα πιθανότητα, έχω κάποιο πρόβλημα με τα νεφρά μου.

Καμπανιά πρώτου μεγέθους. Αδυνατώ να συνειδητοποιήσω πως έχω πρόβλημα και δη στα νεφρά. Το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν στο χειρότερο δυνατό σενάριο. Τη μια στιγμή με φαντάζομαι να κάνω αιμοκάθαρση, την άλλη χημειοθεραπεία για να αντιμετωπίσω τον όγκο.

Τα μαζεύουμε άρον άρον και φεύγουμε για Αθήνα. Είμαι στεναχωρημένος. Όχι τόσο για το θέμα της ασθένειας, περνώντας η ώρα πείθομαι ότι δεν πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό, αλλά διότι έκοψα τις διακοπές της Μαρίας στη μέση. Αυτές οι 15 ημέρες ξεκούρασης ξέρω ότι είναι πολύ σημαντικές γι’ αυτήν.

Κατά τη διάρκεια τη διαδρομής μού τηλεφωνεί ο γιατρός που με εξέτασε και με προτρέπει να μην εισαχθώ σε ιδιωτικό νοσοκομείο αλλά σε δημόσιο. Διότι, μου εξηγεί, τα ιδιωτικά νοσοκομεία διαθέτουν καλύτερες ξενοδοχειακές υποδομές αλλά υστερούν στην ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών.

Με εντυπωσιάζει η στάση του. Μολονότι συνεργάτης της ασφαλιστικής εταιρείας την οποία έχω, με συμβουλεύει να μην εισαχθώ σε κάποιο συμβεβλημένο με την ιδιωτική ασφάλεια νοσοκομείο αλλά σε κάποιο δημόσιο.

Ως πρώτη –και καλύτερη– επιλογή μου προτείνει το Λαϊκό, το οποίο, σύμφωνα με την έρευνα που έκανε, διαθέτει την καλύτερη νεφρολογική κλινική. Τον ευχαριστώ για τη βοήθεια, την ειλικρίνεια και κλείνουμε το τηλέφωνο.

Καινούργιος προβληματισμός. Μέχρι πριν λίγο θεωρούσα ως δεδομένο ότι θα εισαχθώ σε κάποιο ιδιωτικό νοσοκομείο. Τώρα; Τώρα, όλα ξεκινούν από το μηδέν. Αρχίζω να τηλεφωνώ σε διάφορους φίλους και συγγενείς, οι οποίοι ίσως να μπορέσουν να βοηθήσουν.

Καμιά ώρα αργότερα, και ενώ βρισκόμαστε στα μισά της διαδρομής προς Αθήνα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο γιατρός είχε δίκιο: Το δημόσιο νοσοκομείο είναι μονόδρομος. Όλοι όσοι μίλησα μαζί τους, οι δυο εξ αυτών φίλοι γιατροί, με προτρέπουν να μην το σκεφθώ καν. Σοβαρό ιατρικό πρόβλημα=δημόσιο νοσοκομείο.

Αρχίζω να ψάχνω τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Δυστυχώς, το Λαϊκό, που όλοι μου το πρότειναν ως την πρώτη επιλογή, δεν εφημερεύει. Εφημερεύει όμως, ο Ευαγγελισμός. Τηλεφωνώ και πάλι, για οδηγίες. Οι πληροφορίες καλές. Η νεφρολογική του Ευαγγελισμού είναι αξιόλογη. Η δεύτερη καλύτερη επιλογή.

Φθάνοντας στο ύψος της Κορίνθου, έχω κατασταλάξει οριστικά: Ευαγγελισμός. Μέσα μου όμως, προβληματίζομαι. Τη μια και μοναδική φορά που έχω εισαχθεί σε νοσοκομείο, είναι σε ιδιωτικό. Κι οφείλω να ομολογήσω ότι οι συνθήκες ήταν άριστες. Στο δημόσιο, τι θα συναντήσω;

Θα ενδιαφερθούν; Θα με πετάξουν σε κάποιο κρεβάτι κι ό,τι ήθελε προκύψει; Διότι η αλήθεια είναι πως οι εντυπώσεις που έχω από τα δημόσια νοσοκομεία είναι και καλές και κακές. Έχω δει ανθρώπους που δουλεύουν, παρά τις κακές συνθήκες, με αυταπάρνηση. Έχω δει όμως και αλήτες, όπως ένας τύπος που χειρούργησε πριν λίγα χρόνια μια συγγενή μου, και ο οποίος προσβλήθηκε από το μικρό –κατ’ αυτόν–ποσό που περιείχε το φακελάκι.

Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Φτάνουμε στο σπίτι, αφήνουμε το σκύλο, βάζω σε μια τσάντα λίγα ρούχα, ένα βιβλίο για να περάσει η ώρα και φεύγουμε για τον Ευαγγελισμό.

Φθάνουμε. Ο κόσμος αρκετός, φωνές, κίνηση, ενίοτε και κραυγές πόνου. Ευτυχώς στο «νεφρολογικό» δεν έχει ουρά. Περιμένω, χωρίς όμως να εμφανίζεται κάποιος γιατρός.

Κάποια στιγμή ακούω τις φωνές μιας νέας γυναίκας η οποία, σφαδάζοντας και υποβασταζόμενη από μια νοσηλεύτρια, μπαίνει εσπευσμένα στο δωμάτιο του νεφρολογικού. Κολικός νεφρού, κατά πάσα πιθανότητα. Λίγη ώρα αργότερα, κι αφού της έχουν κάνει μια ένεση, βγαίνει σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση. Η σειρά μου.

Μπαίνω μέσα. Δυο νέοι σε ηλικία γιατροί, μεταξύ τριάντα και τριανταπέντε, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Με ρωτούν τι έχω. Τους λέω ότι έχω πρηστεί και τους δείχνω το παραπεμπτικό που μου έχει δώσει ο γιατρός που με εξέτασε στην Καλαμάτα αλλά και τα αποτελέσματα των εξετάσεων που έχω ήδη κάνει.

Στην αρχή δείχνουν να δυσπιστούν. Κατόπιν όμως, κι αφού βλέπουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, αντιλαμβάνονται ότι το πρόβλημα, μάλλον, έχει να κάνει με τα νεφρά μου.

Η γιατρός μου παίρνει την πίεση. Το πιεσόμετρο δείχνει τη μεγάλη πίεση στο 17. Με ρωτάει εάν έχω ιστορικό υψηλής πίεσης. Της απαντώ ότι δεν έχω. Ξαπλώνω και αρχίζει να με εξετάζει.

Ταυτόχρονα, ο άλλος γιατρός με ρωτάει διάφορα: πόσων ετών είμαι, εάν παίρνω φάρμακα κλπ. Σιγά σιγά ο πάγος σπάει. Με ρωτούν τι επαγγέλλομαι. Τους απαντώ ότι κάποτε, προ της κρίσης, έκανα μια δουλειά κανονική. Τώρα ζω από το γράψιμο.

Ενθουσιάζονται. Δεν με παραξενεύει. Κάθε που αναγκάζομαι να πω ότι βιοπορίζομαι από τη συγγραφή, οι περισσότεροι με αντιμετωπίζουν σαν σπάνιο, εξωτικό πουλί.

                Αποφασίζουν ότι πρέπει να εισαχθώ. Με ρωτούν για την ασφάλειά μου. Τους απαντώ ότι δεν έχω δημόσια, αλλά ιδιωτική. Επίσης, τους ενημερώνω ότι, βάσει των όσων με ενημέρωσε ο ασφαλιστής μου, δικαιούμαι δίκλινο δωμάτιο. Δυστυχώς, δίκλινα δεν έχουν στη νεφρολογική. Θα με βάλουν σε ένα εξάκλινο. Δεν κακοκαρδίζομαι. Νοσοκομείο έτσι, νοσοκομείο κι αλλιώς. Με στέλνουν για ακτινογραφία θώρακος και κατόπιν στο δωμάτιο 617.

                Μπαίνω στο δωμάτιο ακροποδητί. Η ώρα κοντεύει δυο τα ξημερώματα. Όλοι κοιμούνται. Τακτοποιώ τα λίγα πράγματά μου, στέλνω τη Μαρία στο σπίτι, για να ξεκουραστεί, και ξαπλώνω στο κρεβάτι πλάι στο παράθυρο.

Σκέφτομαι. Συνεχώς. Πώς βρέθηκα εκεί; Κανονικά, τώρα, θα έπρεπε να βρίσκομαι στο χωριό, να κοιτώ έξω από το παράθυρο του δωματίου μου και να βλέπω τη μουριά, να ακούω τα νυχτοπούλια και τα αλυχτίσματα των σκυλιών. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι όλα «κανονικά».

                Με ξυπνούν γύρω στις οχτώ. Μου παίρνουν αίμα, μου βάζουν θερμόμετρο. Στο διπλανό κρεβάτι κοιμάται ένας ηλικιωμένος τσιγγάνος. Πλάι του η σύζυγός του, μια ηλικιωμένη, τροφαντή τσιγγάνα, η οποία με ρωτάει τι έχω.

Πιάνουμε την κουβέντα. Μου φτιάχνουν τη διάθεση. Τους συμπαθώ τους τσιγγάνους. Για τον αλέγκρο χαρακτήρα τους, για τον τρόπο που ντύνονται οι γυναίκες τους, για την εύηχη γλώσσα τους.  

                Ο τσιγγάνος θέλει να βγει στο μπαλκόνι να καπνίσει. Η σύζυγός του διαμαρτύρεται. Του λέει ότι είναι άρρωστος και δεν κάνει. Παίρνω το μέρος του καπνιστή: κανείς δεν έπαθε τίποτα με ένα-δυο τσιγάρα. Η υποστήριξή μου πιάνει τόπο. Βγαίνει στο μπαλκόνι του δωματίου και καπνίζει.

                Σε λίγο μπαίνει μια νεαρή γιατρός η οποία εξετάζει όλους τους ασθενείς έναν προς έναν. Φθάνει και η σειρά μου. Αρχίζει να με εξετάζει με τα ακουστικά. Καπνίζετε, με ρωτάει. Απαντώ καταφατικά. Να το κόψετε, με προτρέπει.

Κατόπιν μου παίρνει την πίεση. Το χθεσινοβραδινό 17, τώρα είναι 14. Σαφώς καλύτερα. Τη ρωτώ που οφείλεται η αυξημένη πίεσή μου. Μου απαντά ότι, κατά πάσα πιθανότητα, έχει να κάνει με το πρόβλημα που παρουσίασα στα νεφρά.

Όμως, προσθέτει, είστε σε μια ηλικία που θα πρέπει να προμηθευτείτε πιεσόμετρο. Ουπς, χτύπημα κάτω από τη μέση. Είμαι μόλις σαράντα τεσσάρων, άλλοι σε αυτή την ηλικία είναι επαγγελματίες αθλητές. Της το επισημαίνω. Χαμογελάει, αλλά επιμένει ότι καλό θα είναι να παρακολουθώ την πίεσή μου.

                Η εξέταση τελειώνει. Κατεβαίνω στο προαύλιο για καφέ. Επιστρέφω και, λίγο αργότερα, επισκέπτεται το θάλαμο όλη η ιατρική ομάδα της μονάδας. Μια ηλικιωμένη γιατρός, η επικεφαλής της ομάδας, με ενημερώνει ότι θα χρειαστεί να μου κάνουν βιοψία νεφρού. Μολονότι δεν ξέρω πώς ακριβώς γίνεται η βιοψία, αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα είναι και πολύ ευχάριστη εμπειρία.

Παρ’ όλα αυτά, το θέμα της βιοψίας το προσπερνάω γρήγορα. Με εντυπωσιάζει το γεγονός πως όλοι οι γιατροί είναι χαμογελαστοί, φιλικοί, έως και εγκάρδιοι. Κι όχι μόνο με εμένα, αλλά με όλους τους υπόλοιπους ασθενείς. Μολονότι δεν περίμενα να συναντήσω κάποιους απολίτιστους αγροίκους, οι τόσο χαμογελαστοί αυτοί άνθρωποι, οι έτοιμοι να σου εξηγήσουν τα πάντα, χωρίς να δυσανασχετήσουν, με εντυπωσιάζει ευχάριστα.

                Φεύγουν. Πιάνω να εξετάζω τους υπόλοιπους ασθενείς του θαλάμου. Δυο νέα παιδιά, ο ένας πιτσιρικάς ο άλλος γύρω στα τριάντα, ετοιμάζονται για να φύγουν. Και οι δυο, την προηγούμενη ημέρα, έκαναν βιοψία νεφρού. Ρωτώ τη μητέρα του πιτσιρικά για τη βιοψία. Με καθησυχάζει. Δεν είναι επώδυνη. Το δυσκολότερο κομμάτι της όλης διαδικασίας είναι η εικοσιτετράωρη, υποχρεωτική ακινησία που ακολουθεί τη βιοψία.

                Φέρνω το βλέμμα μου στο απέναντι κρεβάτι: ένας ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος δεν μιλάει ελληνικά αλλά γερμανικά και αγγλικά και δεν έχει σηκωθεί καθόλου από την ώρα που μπήκα στο δωμάτιο, μιλάει στο τηλέφωνο. Η τσιγγάνα με ενημερώνει ότι είναι μόνος του. Κανείς δεν τον έχει επισκεφθεί. Μόνο που, όλη την ημέρα, μιλάει στο τηλέφωνο.

                Η μέρα κυλάει μονότονα. Αίμα, ούρα, θερμόμετρο. Νοσηλεύτριες πάνε κι έρχονται. Πιο αραιά και κάποιοι γιατροί. Διαβάζω λίγο, αλλά δεν έχω καλή διάθεση. Χαζολογάω στο facebook.

Νωρίς το μεσημέρι σερβίρουν το φαγητό. Δεν το αγγίζω. Οι υποχονδριακές μου εμμονές δεν μου επιτρέπουν να φάω φαγητό του νοσοκομείου. Τρώω όμως, το νερόβραστο, ανάλατο κοτόπουλο με ρύζι που μου έφερε η Μαρία. Της λέω ότι θεωρώ πιο πιθανό να πεθάνω απ’ αυτού του είδους τα φαγητά παρά από τα νεφρά μου. Με εγκαλεί για έλλειψη προσαρμοστικότητας.

Η μέρα κυλάει αργά. Ο κυρ-Τσακίρης, ο τσιγγάνος του διπλανού κρεβατιού, βλέπει Καρατζαφέρη. Από τη μια θέλω να γελάσω, από την άλλη υποφέρω. Οι μπαρούφες του πληγωμένου από την αχαριστία του κόσμου και των στελεχών του Καρατζαφύρερ με κάνουν τουλάχιστον να ξεχαστώ.

Επειδή, όμως, θεωρώ αδιανόητο ένας τσιγγάνος, που αποτελεί τον δεύτερο, μετά τους μετανάστες, στόχο των ακροδεξιών να σαγηνεύεται από τη ρατσιστική ρητορεία του Καρατζαφέρη, του ανοίγω πολιτική συζήτηση. Μου λέει ότι του αρέσουν αυτά που λέει η χρυσή αυγή. Τον αγγίζουν. Του επισημαίνω ότι οι τσιγγάνοι είναι στόχος για τους χρυσαυγήτες. Κουνάει το κεφάλι.

Το ξέρει, αλλά κάποιος πρέπει να τιμωρήσει τους πολιτικούς. Κατόπιν, μου λέει ότι τον ενοχλούν κι οι μετανάστες. Τους πήραν το ψωμί από το στόμα. Κάποτε, πριν γεμίσει ο τόπος με δαύτους, έβγαζαν καλό μεροκάματο. Τώρα, ούτε ένα πιάτο φαί.

                Σιωπώ για λίγο. Σκέφτομαι πόσο εύκολα δηλητηριάζουν τα μυαλά των απλοϊκών ανθρώπων. Ένας συμπαθής, ηλικιωμένος τσιγγάνος έχει φτάσει στο σημείο να υποστηρίζει αυτούς που θέλουν να εξαφανίσουν τη φυλή του. Απίστευτα πράγματα.

                Αρχίζω τη διαφώτιση. Καταρχήν, του εξηγώ ότι θα πρέπει να κατευθύνει την οργή του πιο ψηλά και όχι στο διπλανό του. Η μοίρα των μεταναστών και των τσιγγάνων είναι κοινή. Ή θα έχει μεροκάματο για όλους, όπως συνέβαινε παλαιότερα, ή δεν θα έχει για κανέναν, όπως συμβαίνει τώρα. Με ακούει με κατάνυξη.

                Στη συζήτηση μπαίνει και μια ηλικιωμένη νοσηλεύτρια, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της σύνταξης και υποστηρίζει και αυτή τη χρυσή αυγή. Θέλει να τιμωρηθούν οι κλέφτες. Μόνο αυτό τη νοιάζει. Τη ρωτάω εάν θα είναι ικανοποιημένοι να μπουν όλοι οι κλέφτες φυλακή και αυτή να παίρνει σύνταξη των 300 ευρώ. Προβληματίζεται και ψελλίζει ένα όχι.

                Πείθονται πιο εύκολα απ’ ό,τι πίστευα. Δεν υπάρχει ιδεολογικό υπόβαθρο στην υποστήριξη της χρυσής αυγής. Μόνο μίσος. Μίσος και απόγνωση. 

                Το βράδυ, ένα γιατρός με ενημερώνει ότι πάσχω από νεφρωσικό σύνδρομο, το οποίο όμως, δεν ξέρουν που οφείλεται. Ευελπιστούν ότι θα τους οδηγήσει στη λύση του προβλήματος η βιοψία.

                 Ξημερώνει Πέμπτη, η δεύτερη ημέρα νοσηλείας. Ξυπνάω νωρίς, γύρω στις οχτώ, και παρακολουθώ τον ηλικιωμένο ασθενή του απέναντι κρεβατιού να μιλάει πάλι στο τηλέφωνο. Σφίγγεται η ψυχή μου. Εχθές το βράδυ, μια νοσηλεύτρια με ενημέρωσε ότι τον έχουν παρατήσει οι δικοί του και δεν εμφανίζεται κανείς για να τον πάρει. Ένας άνθρωπος μόνος, κατάκοιτος, για τον οποίον δεν ενδιαφέρεται κανείς. Να υπάρχει, άραγε, κάτι πιο σκληρό σ’ αυτή τη ζωή;

                Του γλιστράει το ακουστικό και πέφτει στο πάτωμα. Σηκώνομαι γρήγορα, το μαζεύω και του το δίνω. Ανταλλάσσουμε δυο τρεις κουβέντες στα αγγλικά. Με παρακαλεί να του σκεπάσω τα πόδια. Το κάνω και βγαίνω στο μπαλκόνι. Όσο κι αν ακούγεται σκληρό ή απάνθρωπο, η περιπέτεια αυτού του ανθρώπου με οπλίζει με δύναμη. Υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα.

                Ένας από τους διευθυντές της κλινικής, αυτός που θα μου κάνει τη βιοψία, με ενημερώνει ότι θα με πάρουν μετά τις δώδεκα. Ωραίος τύπος. Μονίμως χαμογελαστός. Μου αρέσουν οι χαμογελαστοί άνθρωποι. Ιδίως μέσα σε ένα περιβάλλον εξ ορισμού καταθλιπτικό και στενάχωρο, το χαμόγελο, το οποιοδήποτε χαμόγελο, το εισπράττω ως πανάκεια.

                Ήρθε η ώρα. Φεύγω για το δωμάτιο όπου θα γίνει η βιοψία. Λέω στη Μαρία ότι, αν δεν επιστρέψω ζωντανός, να με κάψουν και να μην με θάψουν. Μου απαντά ότι αν δεν πω τη μαλακία μου θα σκάσω.

                Μπαίνω στο δωμάτιο όπου θα γίνει η βιοψία. Ξαπλώνω μπρούμυτα. Μέσα βρίσκονται ο γιατρός που θα μου πάρει το δείγμα, μια μεσόκοπη γιατρός, η οποία αποχώρησε πριν αρχίσει η διαδικασία, και η νεαρή γιατρός που μου είχε πει ότι χρειάζομαι πιεσόμετρο.

Ενόσω ο γιατρός με σημαδεύει με μαρκαδόρο, για να ξέρει που θα τρυπήσει, πιάνουμε την κουβέντα για το πώς επέλεξα τον Ευαγγελισμό. Τους λέω ότι η πρώτη μου επιλογή ήταν το Λαϊκό αλλά, δυστυχώς, την ημέρα που ήρθα δεν εφημέρευε. Γελάνε και μου λένε ότι εκτιμούν την ειλικρίνειά μου, αλλά δεν τους αρέσει να ακούνε ότι υπάρχουν καλύτερες κλινικές από τη δική τους. Έκανα λάθος που τους το είπα…

                Μου κάνουν την αναισθητική ένεση. Σύντομα νιώθω κάτι να έχει εισχωρήσει στο σώμα μου. Δεν πονάω, αλλά η αίσθηση δεν είναι και η καλύτερη δυνατή. Την ώρα όμως, που μου κόβει το κομμάτι, το αισθάνομαι και τινάζομαι ελαφρά. Ο γιατρός μου λέει ότι δεν είμαι καλός ασθενής. Του απαντώ ότι σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζομαι τη μαμά μου. Γελάμε πάλι.

                Η διαδικασία ολοκληρώνεται και με μεταφέρουν στο δωμάτιο. Το δύσκολο κομμάτι τώρα: Σχεδόν μια ημέρα απόλυτης ακινησίας. Ευτυχώς, δεν πονάω, αλλά και μόνο στην ιδέα ότι δεν μπορώ ούτε καν να στρίψω το σώμα μου δεξιά ή αριστερά, με κάνει να δυσανασχετώ. Σε λίγο έρχεται ο γιατρός που μου πήρε το δείγμα. Με ρωτάει πως αισθάνομαι. Του απαντώ ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα. Με διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε μια χαρά και φεύγει.

                Τρώω πάλι το νερόβραστο κοτόπουλο της Μαρίας. Όμως, κατά βάθος, ορέγομαι το μοσχαράκι που μου έχει σερβίρει η τραπεζοκόμος του νοσοκομείου, και το οποίο μυρίζει υπέροχα. Αίφνης, συνειδητοποιώ ότι τα πάντα, από τα σεντόνια μέχρι τα σερβίτσια, το πάτωμα και την τουαλέτα του δωματίου  είναι πεντακάθαρα και δεν έχω κανένα λόγο να σιχαίνομαι το οτιδήποτε.

                Όλα τα αρνητικά στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου αναφορικά με τα δημόσια νοσοκομεία γκρεμίζονται με γρήγορους ρυθμούς. Οι αδιάφοροι, υπερόπτες γιατροί αποδεικνύονται ευγενέστατοι και πρόθυμοι. Η μονάδα γενικότερα αλλά και το δωμάτιο ειδικότερα αστράφτουν από καθαριότητα. Ακόμη και οι νοσηλεύτριες, οι καθαρίστριες, οι τραπεζοκόμες είναι ευγενέστατες και σε εξυπηρετούν κατευθείαν.

                Σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός. Δεν είναι όλα τα δημόσια νοσοκομεία έτσι. Έχω δει και την άσχημη πλευρά τους. Έχω δει γιατρούς που σε βλέπουν σαν φακελάκι, ή σε αντιμετωπίζουν σαν ενοχλητικό έντομο.

Όμως, αυτή η συγκεκριμένη κλινική είναι υποδειγματική. Και είναι υποδειγματική, πριν και πάνω απ’ όλα, για την ποιότητα των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Παρά τα προβλήματα, τις περικοπές στους μισθούς, τις ελλείψεις υλικών, τη γενικότερη κατήφεια που επικρατεί –όχι άδικα– στην κοινωνία, αυτοί αντιστέκονται, χαμογελούν, επιτελούν το έργο τους με περισσή ευσυνειδησία.

                Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη θέλει τον εργαζόμενο να αποδίδει μόνο υπό την απειλή του βούρδουλα. Εμείς, που κατοικούμε στην απέναντι πλευρά του φεγγαριού, πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να εργαστεί για το κοινό καλό και χωρίς τον φόβο του βούρδουλα. Α

υτή η κλινική είναι η απόλυτη απόδειξη. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι κάνουν τη δουλειά τους έντιμα, με ευσυνειδησία, χωρίς να υπάρχει ο φόβος του αφεντικού-μπαμπούλα ή της απόλυσης-λαιμητόμου.

                Ξημερώνει η επόμενη ημέρα. Επιτέλους, μπορώ να σηκωθώ. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και κοιτάζω τον ασθενή για τον οποίον δεν ενδιαφέρεται κανείς. Πάλι μιλάει στο τηλέφωνο. Ρωτώ μια νοσηλεύτρια εάν βρέθηκε κάποιος δικός του. Τίποτα, μου απαντά. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Αν ήξερες πόσους εγκαταλείπουν και δεν ξέρουμε τι να τους κάνουμε.

                Δυσφορώ. Ένα κράμα συγκίνησης και αγανάκτησης νιώθω να μου σφίγγει το στήθος. Αδυνατώ να πιστέψω ότι έχουν πετάξει έναν άνθρωπο σαν το σκουπίδι.

                Λίγο αργότερα, όταν επισκέπτεται το δωμάτιο η ομάδα των γιατρών, με ενημερώνουν ότι θα μου δώσουν εξιτήριο. Κι όταν θα έχουν τα αποτελέσματα της βιοψίας, θα με ειδοποιήσουν.

                Χαίρομαι. Και γιατί θα βγω, αλλά και γιατί, η Μαρία, δεν θα φάει όλες τις διακοπές της στο θάλαμο ενός νοσοκομείου.

                Μαζεύω τα πράγματά μου. Η Μαρία πηγαίνει για να πληρώσει κι εγώ, κατόπιν υπόδειξης των γιατρών, επισκέπτομαι τους διαιτολόγους του νοσοκομείου, οι οποίοι μου εξηγούν κάποια πράγματα αναφορικά με τις τροφές που πρέπει να παίρνω και μου δίνουν ένα βιβλιαράκι, που στο εξώφυλλό του γράφει «δίαιτα νεφρικής ανεπάρκειας». Το κοιτάζω και δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ νεφροπαθής; Θα μου πάρει καιρό για να το συνειδητοποιήσω.

Συναντιέμαι πάλι με τη Μαρία στο δωμάτιο. Μου λέει ότι την ώρα που πλήρωνε, μια ευγενέστατη, καλοντυμένη και εμφανώς καλλιεργημένη γυναίκα, εμφάνισε βιβλιάριο απορίας. Σοκαρίστηκε, δεν το περίμενε. Νεόπτωχοι, Μαρία μου. Νεόπτωχοι, κληροδότημα της κρίσης.

Παίρνουμε τα πράγματά μας, χαιρετώ κάποιους από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές και βγαίνουμε έξω. Είμαστε χαρούμενοι. Μπήκαμε γεμάτοι φόβο, βγαίνουμε, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε κάτι συγκεκριμένο, πιο αισιόδοξοι.

Βάζω τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού. Η Μαρία με κοιτάζει. Καλά ήταν, μου λέει. Μόνο καλά; της γελάω. Ανυπομονώ πότε να ξανάρθω. Αυτό το δημόσιο είναι ονειρικό.

Όταν θα πάρουμε την εξουσία, όλο το δημόσιο θα λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γελάει με τη σειρά της, με λέει γιαλαντζί Τσε Γκεβάρα και βάζει μπρος τη μηχανή. Δεν κακοκαρδίζομαι. Με τις γυναίκες δεν είναι να κάνεις σοβαρές πολιτικές συζητήσεις…  
 
Υ.Γ.
Ευχαριστώ από καρδιάς όλους τους ανθρώπους της νεφρολογικής μονάδας του Ευαγγελισμού. Η παρουσία τους τιμά και κοσμεί τον δημόσιο τομέα. Μακάρι να έρθει η ημέρα που όλο το δημόσιο θα λειτουργεί με αυτόν τον υποδειγματικό τρόπο.