Έχει μεγάλη πλάκα (αν δεν εξοργίζει κυριολεκτικά) να βλέπεις, να αφουγκράζεσαι ή και να ακούς να εκφράζεται δημοσίως η αγωνία πολλών πολιτικών σχετικά με το ενδεχόμενο ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών να επιλέξει την αποχή στις ερχόμενες εκλογές. Κι αυτό γιατί αυτή η αγωνία είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτική. Πρώτον, γιατί η αποχή βολεύει κατά βάση τα μεγαλύτερα κόμματα, ιδιαίτερα εκείνο που θα αναδειχθεί πρώτο, κι ως εκ τούτου θα πάρει το μπόνους των 50 εδρών. Δεύτερον, γιατί οι μέχρι πρότινος μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) είχαν συμβάλει έμπρακτα στη δημιουργία κλίματος αποπολιτικοποίησης, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές.

Ads

Ας μην ξεχνάμε, τις τελευταίες δεκαετίες το κυρίαρχο πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό σύστημα μόνο ως κοινωνικά ενεργούς δεν αντιμετώπιζε τους Έλληνες πολίτες. Τους έβλεπε ως καταναλωτές για να τους  φορτώνουν αφειδώς με δάνεια οι τράπεζες. Τους αντιμετώπισε ως «Έλληνες πατριώτες», για να αισθάνονται εθνικά υπερήφανοι, όταν χρειάστηκε να πληρώσουν το υπερκοστολογημένο «όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων». Τους ανέλυαν απλά ως στατιστικό δείγμα σε δημοσκοπήσεις, προκειμένου να μετράνε πόσο δημοφιλείς ήταν.

Πάνω απ’ όλα όμως τους αντιμετώπιζαν ως εκλογικό σώμα, ως ψηφοφόρους, τους οποίους επιχειρούσαν σε κάθε κατάλληλη περίσταση να προσελκύσουν με ένα πλέγμα μιντιακής προπαγάνδας και ακατάσχετης παροχολογίας, ενώ επιστρατευόταν κατά κανόνα και η ρουσφετολογία. Όταν βέβαια στις αρχές του 2010 «έσφιξαν τα λουριά», οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις έστειλαν έναν δυσβάσταχτο λογαριασμό μέσω των Μνημονίων στον ελληνικό λαό, προσπαθώντας παράλληλα με τον πιο επαίσχυντο τρόπο να του δημιουργήσουν ενοχικά σύνδρομα για αυτή την εξέλιξη,  αφού «σε τελική ανάλυση μαζί τα φάγαμε, ρε αδελφέ».

Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη μέσα από τις έντονες κοινωνικές διεργασίες της σκληρής περιόδου 2010-2012. Κι είναι η αλήθεια πως είναι ό,τι πιο αυθεντικό προέκυψε πολιτικά από τις κορυφαίες κινηματικές διαδικασίες ενάντια στην επιβολή των πιο ακραίων πολιτικών λιτότητας τις τελευταίες δεκαετίες σε ευρωπαϊκή χώρα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε όταν η ηγετική ομάδα του Αλέξη Τσίπρα έδειξε κι αυτή να προσχωρεί στη λογική «Ελλάς, Ελλήνων Ψηφοφόρων». Όταν δηλαδή ο πολιτικός λόγος του άρχισε να στρογγυλεύει, να μην προϊδεάζει για τις πραγματικές δυσκολίες για πραγματική διέξοδο από την πολιτική των μνημονίων, λες κι αυτή θα γινόταν αυτόματα με την ευόδωση του «Πρώτη Φορά Αριστερά». Παράλληλα, οποιαδήποτε συζήτηση για Plan B απέναντι σε ενδεχόμενους εκβιασμούς εκ μέρους των δανειστών κρινόταν πολιτικά επιζήμια, καθώς απ’ ότι φαίνεται «οι νοικοκυραίοι ήθελαν Ευρώ».

Ads

Με αυτά τα δεδομένα η πρόσφατη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα (ακόμη και σε αυτό το μνημόνιο που τελικά υπέγραψε) θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμη κι αναμενόμενη, αν δεν είχε προηγηθεί το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Μια διαδικασία που, παρ’ όλες τις αντιφάσεις της, ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο την αντίθεση του ελληνικού λαού στις μνημονιακές πολιτικές. Το γεγονός ότι κάποιοι επέλεξαν να παραβλέψουν το εν λόγω αποτέλεσμα, παρουσιάζοντας την υπογραφή του νέου Μνημονίου ως «μονόδρομο απέναντι σε μια πιθανή νέα μικρασιατική καταστροφή» προφανώς έχει παράξει τέτοια απογοήτευση, ιδιαίτερα σε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας, που η αποχή φαντάζει για κάποιους ως «φυσικό επακόλουθο».

Ειρήσθω εν παρόδω, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως  τα τελευταία χρόνια το εγχώριο πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο παράγει πολλές περισσότερες θεωρίες Grexit απ’ όσες μπορεί η ελληνική κοινωνία να καταναλώσει. Να υπενθυμίσω πως το εν λόγω παραμύθι ξεκίνησε από την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου λίγο πριν την ψήφιση του πρώτου Μνημονίου, συνεχίστηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου το διάστημα που προηγήθηκε της ψήφισης του δεύτερου Μνημονίου, για να έρθει ο Αντώνης Σαμαράς να το χρησιμοποιήσει για να κερδίσει τις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Στην ίδια λογική κινήθηκε πολύ πρόσφατα και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ισχυριζόμενη πως το τρίτο Μνημόνιο υπήρξε μια αναγκαστική επιλογή μπροστά στον «θανάσιμο κίνδυνο» μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Μέχρι που ήρθε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ να αποδείξει για πολλοστή φορά πως το παραμύθι στην πραγματικότητα δεν έχει δράκο, τονίζοντας προ ολίγων ημερών ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν ήταν ποτέ “μια πραγματική πιθανότητα” καθώς θα ήταν παράνομη. Δεν έχασε την ευκαιρία να σημειώσει πάντως ότι τώρα βέβαια που το ψηφίσαμε, η νέα κυβέρνηση οφείλει να δεσμευτεί για την απαρέγκλιτη υλοποίησή του.

Αν το καλοσκεφτεί, λοιπόν, κάποιος, το πέρασμα του Αλέξη Τσίπρα και του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ στην αντίπερα όχθη του «μνημονιακού ρεαλισμού» υπήρξε τόσο πολιτικά και κοινωνικά επιζήμιο, εκτός της ακόμη μεγαλύτερης αφαίμαξης των χαμηλότερων ιδιαίτερα στρωμάτων, για έναν επιπλέον λόγο. Ότι ρίχνει νερό στο μύλο όλων όσων παλεύανε να ξανακαταντήσει η χώρα Ελλάς, Ελλήνων φτωχοποιημένων Ψηφοφόρων.   

Από την άλλη, είναι τόσο σημαντικές οι παρακαταθήκες από τους αγώνες των τελευταίων χρόνων, που ακόμη και αυτή την ώρα μπορεί να δίνει περιθώρια αισιοδοξίας Μια ολόκληρη γενιά που έτρωγε επί μήνες χημικά και ξύλο στις πλατείες της χώρας για να κερδίσει ξανά το δικαίωμα στην ελπίδα, μάλλον δεν είναι έτοιμη να πάει σπίτι της. Σε τελική ανάλυση, ένας μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που πολύ πρόσφατα δε δίστασε να τα βάλει με σύσσωμο το ευρωπαϊκό κατεστημένο, δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος τι ετυμηγορία θα δώσει την Κυριακή.

Υγ: Ο κίνδυνος να αναδειχθεί εκ νέου σε τρίτη πολιτική δύναμη μια νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση δεν προέκυψε τώρα. Όσο όμως το πολιτικό και μιντιακό σύστημα αποφασίζει να «ασχοληθεί» με το εν λόγω μόρφωμα λίγες μέρες πριν τις εκλογές, θα εξακολουθεί να το θρέφει είτε ηθελημένα είτε άθελα.