Ενόσω εμείς είμαστε απασχολημένοι με το προσφιλές μας σπορ της αλληλοσφαγής, συμβαίνουν αλλαγές στο διεθνές σκηνικό που σηματοδοτούν μια μετατόπιση των συσχετισμών επ’ ωφελεία μας.

Ads

Κόντρα σε πολλές προβλέψεις, μεταξύ των οποίων και του γράφοντος, τελικά επετεύχθη συμφωνία στις 20 Αυγούστου και δεν προκρίθηκε το σχέδιο των μερκελιστών για μια προσωρινή κάλυψη τρεχουσών δόσεων «μέχρι νεωτέρας», διάβαζε: μέχρι τις ισπανικές εκλογές. Αν και αυτή η εξέλιξη απέχει πολύ από να χαρακτηριστεί ήττα Σόιμπλε, εντούτοις, βλέπουμε για πρώτη ίσως φορά την ξεκάθαρη οριοθέτηση της γερμανικής ισχύος. Είναι μεγάλη – όχι όμως απεριόριστη. Φαίνεται ότι ο αγώνας τόσων μηνών διαπραγμάτευσης αν και δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον δεν πήγε χαμένος. Το γεγονός ότι μετά τη συμφωνία έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η ελληνική πλευρά σαν απολύτως υποταγμένη, οφείλεται σε επικοινωνιακούς χειρισμούς στους οποίους είναι ιδιαιτέρως έμπειροι τόσο οι μερκελιστές όσο και οι κεντροευρωπαίοι εν γένει.

Η δεύτερη γραμμή άμυνας των μερκελιστών, όπως εκφράζεται από τον κ. Σόιμπλε, είναι οι δόσεις με το σταγονόμετρο και μένει να δούμε αν – με διάφορες προφάσεις- θα μας υποβάλλουν στο μαρτύριο της σταγόνας όπως στο παρελθόν. Ωστόσο, ούτε και αυτό μοιάζει τόσο εύκολο πια. Πληθαίνουν δε οι φωνές που προτείνουν την, όσο το δυνατόν συντομότερα, συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, της οποίας το κύρος μετά τα τελευταία καμώματα με τις κλειστές τράπεζες έχει τρωθεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.

Ουκ ολίγοι ευρωπαίοι ηγέτες ένιωσαν το αίμα τους να παγώνει, όταν συνειδητοποίησαν πόσο εύκολο θα ήταν να βρεθούν στη θέση του Αλέξη Τσίπρα. Μοιραία το γεγονός αυτό δημιούργησε αντισυσπειρώσεις. Όχι από φιλελληνισμό, αλλά από ανάγκη επιβίωσης. Τα δικά τους συμφέροντα προστατεύουν περιορίζοντας την Γερμανία.

Ads

Η ΕΕ μετά τη σύγκρουση με την Ελλάδα είναι περισσότερο ευρωπαϊκή και λιγότερο γερμανική. Τα αποτελέσματα των επερχόμενων εκλογών σε Ισπανία και Πορτογαλία πιθανώς να ενισχύσουν αυτή την τάση. Οι αντίπαλοι των μερκελιστών χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Αφενός μεν, στους ιδεολογικούς αντιπάλους, σε εκείνους που  προτιμούν έναν καπιταλισμό με κάποιες κοινωνικές παροχές – όχι φυσικά από ευαισθησία, αλλά γιατί διαβλέπουν κίνδυνο διάρρηξης του κοινωνικού ιστού αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση της συνεχούς λιτότητας-, αφετέρου δε σε αυτούς που έχουν λόγους εθνικού συμφέροντος. Τρέμουν στην ιδέα ότι θα βρεθούν στο έλεος του γερμανικού Imperium το οποίο μάλιστα θα βρίσκεται καλά  κρυμμένο πίσω από κάποιον απρόσωπο δήθεν-ευρωπαϊκό μηχανισμό.

Στα δικά μας, έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε. Στο βαθμό που δεν έχουμε παλινόρθωση του Παλαιού Καθεστώτος που εκτός από κλεπτοκρατικό ήταν και παραμένει μερκελικό, έχουμε τη δυνατότητα να ασκήσουμε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική με έμφαση στις σχέσεις μας με μεγάλους παίκτες όπως Κίνα, Ρωσία, αλλά και στο χτίσιμο φιλικών σχέσεων με τους γείτονές μας. Εντός δε της ΕΕ, συνεχίζουμε  δυναμικά την αντιπολίτευση, προβάλλοντας στους άλλους λαούς τις κοινές μας αξίες, καταδεικνύοντας ότι τυχόν επέκταση της ισχύος του μερκελικού μπλοκ θα επέφερε έξαρση των εθνικισμών και αργά ή γρήγορα τη διάλυσή της.

Οι ευκαιρίες υπάρχουν και οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες από ποτέ. Ωστόσο σ’ αυτή τη χώρα συνηθίζουμε να κλωτσάμε την καρδάρα με το γάλα λίγο πριν γεμίσει και το παρελθόν μας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Συνήθως λειτουργούμε με το θυμικό, σε βάρος του ορθού λόγου. Θα κάνουμε τώρα τη διαφορά;