Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει γίνει κοινή συνείδηση η άποψη που αποδίδεται στον Νέλσον Μαντέλα πως «Η εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο για να αλλάξεις τον κόσμο». Ακόμα, φαίνεται πως στη χώρα μας έχουν παρουσιαστεί εκείνες οι ειδικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες οι οποίες ενισχύουν ένα γενικευμένο αίτημα για αλλαγή στην εκπαίδευση. Πράγματι, η πρόσφατη κοινωνική και οικονομική κρίση στη χώρα μας, καθώς και τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών που ανέδειξαν μια νέα κυβέρνηση εκτιμούμε ότι διαμορφώνουν τις συνθήκες για μια ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Ads

Τι είναι εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

Σε τι συνίσταται όμως, ακριβώς, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;

Από τη δεκαετία του 1970 και μετά έχει γίνει αποδεκτό από μεγάλη μερίδα παιδαγωγών και εκπαιδευτικών διεθνώς πως «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι η μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων». Αυτό σημαίνει πως είναι παρωχημένη η άποψη πως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μπορεί  να είναι και μια μικρή ή/και μεγάλη τεχνοκρατικού χαρακτήρα αλλαγή στην εκπαίδευση (π.χ. αλλαγές στις εξετάσεις, αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, μορφές και τρόποι αξιολόγησης, τρόποι εισαγωγής των Νέων Τεχνολογιών στην εκπαίδευση κ.ο.κ.), χωρίς να σημαίνει, βέβαια, ότι και οι τεχνοκρατικού χαρακτήρα παρεμβάσεις δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος μιας ουσιαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σημαίνει μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων, αυτό συνεπάγεται πως η πολιτική για την εκπαίδευση (αποτελούμενη από Γενικούς Σκοπούς και Επιμέρους Στόχους) θα πρέπει να μετασχηματιστεί σε μεταρρύθμιση του αναλυτικού προγράμματος (α. π.), αναγορεύοντας με αυτόν τον τρόπο το α. π. ως τον  καταστατικό ή/και οδικό χάρτη της εκπαίδευσης.

Ads

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι λάθος το α. π. να ταυτίζεται με την επιλογή της ύλης προς διδασκαλία. Το α. π. αποτελείται από αρκετά επιμέρους κεφάλαια παιδαγωγικού σχεδιασμού (περιεχόμενο μαθημάτων, τρόποι διδασκαλίας και μάθησης, μαθησιακό περιβάλλον, οργάνωση της τάξης, μορφές αξιολόγησης, σχέσεις των εκπαιδευτικών με τους γονείς κ.ο.κ.) που όλα μαζί ως συνεκτικά οργανωμένο σύνολο έρχονται να απαντήσουν στο ερώτημα με ποιο τρόπο (ποιες διαδικασίες και ποιο περιεχόμενο) θα εκπαιδεύσουμε τους νέους ανθρώπους, ώστε η μόρφωσή τους (που συνίσταται σε γνώσεις, ικανότητες, αξίες, στάσεις και συμπεριφορές) να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες και στις μελλοντικές ανάγκες της χώρας.
Αξίζει να υπογραμμιστεί, επίσης, ότι ο μετασχηματισμός αυτός (δηλαδή, η ανάπτυξη των Σκοπών και Στόχων της εκπαίδευσης σε επιμέρους συνιστώσες του α. π.) είναι έργο που προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και με αυτή την έννοια οφείλει να είναι έργο ειδικών παιδαγωγών και έμπειρων εκπαιδευτικών.

Από την άλλη, το σχέδιο και το  όραμα για τον άνθρωπο και την κοινωνία, καθώς και οι Σκοποί και οι Στόχοι της εκπαίδευσης που απορρέουν από αυτό το όραμα και συνιστούν τις βασικές κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής οφείλουν και πρέπει να είναι πολιτική επιλογή.

Όραμα για την εκπαίδευση  & την κοινωνία: εθνική ή κομματική επιλογή;

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι για να σχεδιαστεί με επιτυχία μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ήτοι μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων, θα πρέπει: α) να υπάρχει όραμα για τον άνθρωπο και την κοινωνία, β) το όραμα αυτό να μετουσιωθεί σε εκπαιδευτική πολιτική (σκοποί και στόχοι εκπαίδευσης) και ακολούθως, γ) η εκπαιδευτική πολιτική να μετασχηματιστεί σε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και εκπαιδευτική πρακτική μέσω του σχεδιασμού των επιμέρους συνιστωσών του αναλυτικού προγράμματος.

Ποιος όμως διαμορφώνει το όραμα για τον άνθρωπο και την κοινωνία και κατ’ επέκταση τις ορίζουσες της εκπαιδευτικής πολιτικής;

Θεωρητικά, το όραμα για τον άνθρωπο και την αυριανή κοινωνία και συνακόλουθα τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής μπορεί να τα αποφασίσει η κυβέρνηση αφ’ εαυτής.  Μπορεί, εναλλακτικά, η κυβέρνηση να αναθέσει το έργο αυτό σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Ακόμα, θα μπορούσε να συσταθεί μία διακομματική επιτροπή για να συζητήσει το θέμα ή το θέμα να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Στην Κύπρο π.χ. από τις πολλές εναλλακτικές επελέγη ως λύση η Μεταρρύθμιση των Αναλυτικών Προγραμμάτων (μεταρρύθμιση που δρομολογήθηκε από το 2008 και μετά) να πραγματοποιηθεί ως «δημόσιο εγχείρημα» στο οποίο εγχείρημα συμμετείχαν πολλές κοινωνικές ομάδες και θεσμοί που ενδιαφέρθηκαν να έχουν λόγο για την Παιδεία (εκπαιδευτικοί, γονείς κ.α.)

Ένα είναι σαφές. Ότι για να υπάρξει σοβαρή Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση χρειάζεται όραμα και σχέδιο για τον άνθρωπο και την κοινωνία και το όραμα και το σχέδιο αυτό (αν δεν υπάρχει) θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αποφασιστεί.

Αντί επιλόγου

Στη χώρα μας έχουμε μία νέα κυβέρνηση. Η κυβέρνηση οφείλει να ανοίξει το διάλογο με την κοινωνία και τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, ώστε να γίνει δυνατό μέσω του διαλόγου να αποφασιστεί ποιον άνθρωπο και πολίτη επιθυμούμε να διαμορφώσουμε και ποια κοινωνία και εκπαίδευση επιθυμούμε να έχουμε. Ακολούθως, τα αποτελέσματα του δημόσιου διαλόγου θα πρέπει να μετουσιωθούν με τη σειρά σε εκπαιδευτική πολιτική, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και εκπαιδευτική πράξη.

Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει τρεις ισχυρές δεσμεύσεις: α) μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, β) διευρυμένη κοινωνική συμφωνία και γ) σταθερότητα και όχι εσπευσμένη αλλαγή. Και ακόμα, να έχει αρωγούς και ενεργά συμμετέχοντες τους/τις εκπαιδευτικούς.

Οι αποφάσεις για τη μορφή και τις διαδικασίες βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης.

* Ο Απόστολος Κ. Καρύδας είναι Σχολικός Σύμβουλος Α/θμιας Εκπαίδευσης με μεταπτυχιακές σπουδές στις Επιστήμες της Αγωγής.