Τα χρόνια να περνούσαν κουβαλώντας μαζί τους χαρές και λύπες, εμείς όμως στα βήματά μας, πάντα βρίσκαμε τον ίσκιο μας. Τον είχαμε από κοντά. Μπροστάρη, όποτε οι ανάγκες το απαιτούσαν και σίγουρη οπισθοφυλακή, στις δύσκολες διαβάσεις. Η μόνη μας έγνοια ήταν μην τον αποχωριστούμε και μη μας προδώσει. Ξέραμε ότι ήταν σχεδόν αδύνατο το πρώτο να συμβεί, το δε άλλο, δεν μας ήταν επίφοβο.

Ads

Όσο για κείνους που αποφάσισαν να τον πετάξουν από πάνω τους, τους ξέραμε. Είχαμε γνώση του δρόμου που τράβηξαν και τους κάναμε κριτική. Το λιγότερο που γινόταν ήταν να τους προσάπτουμε τη ρετσινιά του «συμβιβασμένου», το χειρότερο που άκουγαν ήταν ότι έγιναν «λακέδες». Αυτοί δεν μας φοβίζανε. Ως αχαΐρευτο ασκέρι τους λογιάζαμε και λιπόψυχους που ψάχνανε να ζούνε με τα εύκολα και τα βολικά.

Η προδοσία του ίσκιου μας ήταν σπάνιο φαινόμενο. Για να συμβεί, έπρεπε εμείς ν’ αφήσουμε ανοικτές τις γρίλιες, να μπει μέσα το κακό, να μας εύρει μπόσικους και να μας λιανίσει. Με τούτον πορευτήκαμε πολλά χρόνια, μέσα από φοβερές αντάρες και γαλήνια διαλείμματα: Μεσοπόλεμος, 4η Αυγούστου, Αλβανικό Μέτωπο, Κατοχή, Απελευθέρωση, Εμφύλιος, Ήττα, Σκοτεινά Χρόνια, Χούντα, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, Αλλαγή κι άλλες τόσες στάσεις, γνωστές πια σ’ όλους. Όπου να βρισκόμασταν, όποιοι να ’μασταν• προπάππους, παππούς, πατέρας, γιός, εγγονός, την ίδια σχέση είχαμε με τον ίσκιο. Τον μεταβιβάζαμε από γενιά σε γενιά, ευλαβικά και μυσταγωγικά. Οι άλλοι δεν έπρεπε να ξέρουν το πώς και το γιατί. Εκείνοι ήσαν οι απέξω, οι απέναντι, ενίοτε ήταν οι εχθροί μας.

Αυτή η πρακτική, κατανοητή για μας, αδιανόητη ή αδιάφορη για τους άλλους, είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Δεν άφηνε τον ίσκιο να δει το δάσος, την μεγάλη εικόνα, ούτε να πάρει την όσμωση του έξω. Αυτό ήταν οι άλλοι και παρέμεναν επικίνδυνοι κι επίφοβοι. Ήταν οι απέναντι. Αν κατάφερνε και μας πλάνευε, τότε κινδυνεύαμε να γίνουμε όπως εκείνοι που έφυγαν ή που κιότεψαν στην πορεία. «Ντονμέδες» τους αποκαλούσε ο παππούς μου, την ίδια στιγμή που οργιζόταν με τον Ζαχαριάδη και τα κρίματά του, τις επιλογές του και το Κόμμα. Τη λειψή ηγεσία που είχε στις κρίσιμες στιγμές.

Ads

Όμως αυτά είναι παλιά, είναι αλλοτινά. Είναι ιστορίες που έγιναν, έχουν κριθεί και πολλούς έχουν στιγματίσει. Ανθρώπους, σχέσεις, διαδρομές, ζωές. Σήμερα, είναι αλλιώτικα, πολύ διαφορετικά. Γι’ αυτό κι εμείς στην αρχή, πιστέψαμε ότι τους τη φέραμε. Ότι γυρίσαμε τούμπαλιν την Ιστορία. Από εκεί που ήμασταν αποπαίδια, τώρα γινήκαμε αφέντες. Πήραμε το πάνω χέρι, καβαλήσαμε την εξουσία, δίχως ν’ αποχωριστούμε τον ίσκιο μας.

Τρομάρα μας! Κάναμε λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο! Ούτε αφεντικά είμαστε, μηδέ στην εξουσία βρεθήκαμε. Αντ’ αυτού, μπόλικες οι τρικλοποδιές, οι σφαλιάρες, τα λάθη, οι αδυναμίες, οι αστοχίες. Άραγε γιατί; Άπειροι; Άσχετοι; Ανεπαρκείς; Νωρίς για να κάνουμε το λογαριασμό. Όπως επίσης, λαθεμένη η κρίση, όσο αυτή λέγεται εν θερμώ και σε συνθήκες βρασμού.

Αυτό που είναι εμφανές είναι τούτο: Ο ίσκιος μας μεγάλωσε πολύ και μας τρόμαξε. Μας έδωσαν μια σπρωξιά και ψηλώσαμε απότομα. Μας έριξαν στα βαθιά. Το σωσίβιο και η πυξίδα, αποδείχτηκαν ψεύτικα και χαλασμένα. Όμως εμείς πιστέψαμε ότι εκεί στα βαθιά, θα βρίσκαμε στηρίγματα. Αλλά αυτά γίνονται στα παραμύθια. Η πραγματικότητα είναι σκληρή και αμείλικτη. Τούτη τη φορά, που κοιτάξαμε ψηλά και αντικρίσαμε τον ίσκιο μας, σκιαχτήκαμε. Όμως έτσι, δεν μπορούμε να πορευόμαστε.