Το 1976 ο διάσημος βιολόγος Richard Dawkins δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον αιρετικό τίτλο «Το εγωιστικό γονίδιο». Η κεντρική ιδέα του βιβλίου, ότι δηλαδή τα γονίδια ως μονάδες γενετικής πληροφορίας που αναπαράγεται με εξαιρετική πιστότητα στη διάρκεια της εξέλιξης είναι κατά κάποιον τρόπο «εγωιστικά», παρεξηγήθηκε από πολλούς. Ο Dawkins δεν εννοούσε όμως ότι τα γονίδια είναι φορείς «εγωιστικής συμπεριφοράς» ή πυρήνες ενός αρχέγονου «εγωισμού», αλλά ότι οι μονάδες αυτές είναι πρότυπο μηχανών επιβίωσης που φιλοξενούνται σε ένα (αναλώσιμο) σώμα εξασφαλίζοντας -και διαιωνίζοντας- με αυτόν τον τρόπο την αναπαραγωγή του εαυτού τους στο διενενεκές.

Ads

Αυτή η διάστιξη ανάμεσα στο «φθαρτό-φθαρτό» και το «φθαρτό-άφθαρτο» έχει μια γενικότερη σημασία. Γιατί άλλο νόημα έχει η συμπεριφορά που σκόπιμα και συνειδητά επιδιώκει την περιφρούρηση των όσων έχουμε και την απόκτηση των όσων επιθυμούμε στη διάρκεια της (πεπερασμένης) ζωής μας και άλλο η συμπεριφορά που το μόνο «εγωιστικό» της στοιχείο είναι η μέριμνα για την αναπαραγωγή ενός «πολύτιμου πράγματος» στη διαδρομή των αιώνων.

Παραμονές εκλογών, αλλά και μετά απ’ αυτές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα παρόμοιο πρόβλημα σε ό,τι αφορά τη στρατηγική του: να περιφρουρήσει το «σώμα» και το «έχει» του ή να αποδεχτεί το αναλώσιμό του και τον ρόλο του ως απλού «φορέα» ενός προγράμματος που θα αναπαράγεται (εμπλουτιζόμενο) μέχρι η κοινωνία να απελευθερώσει τον εαυτό της και να πραγματώσει τα οράματά της. Το θέμα δεν είναι ακαδημαικό και έχει πρακτικές συνέπειες.

Στις αυτοδιοικητικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε έναν ιδιάζοντα «αυτισμό», επιλέγοντας κατά κύριο λόγο κομματικούς υποψήφιους. Και το πλήρωσε. Όχι μόνο γιατί η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ διέθεταν ακόμη σημαντικές δυνάμεις στο πελατειακό σύστημα που είχαν εγκαταστήσει στη τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και διότι οι κομματικές οργανώσεις επέδειξαν ένα αδικαιολόγητο «άγχος» να περιφρουρήσουν την «καθαρότητά» τους, επιλέγοντας πολλές φορές πρόσωπα με ελάχιστο κοινωνικό έργο και (καλώς εννοούμενη} αναγνωρισιμότητα, αντί να πάρουν το ρίσκο να ανοιχτούν σε νέες δυνάμεις της κοινωνίας και της ευρύτερης Αριστεράς. Βέβαια, η επιφυλακτικότητα αυτή είχε μια βάση. Η αυξανόμενη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και η «παράσταση νίκης» του είχαν –και εξακολουθούν να έχουν- προσελκύσει ένα πλήθος καιροσκόπων και πολιτευτών παντός καιρού που υποδύονται τους αριστερούς και τους κοινωνικά ευαίσθητους για να προλάβουν να επιβιβαστούν στο τραίνο που ξεκινάει. Και ποιος είναι εκείνος που θα πει αν όλος αυτός ο εσμός των «δήθεν» έχει μέσα του και κάποιες αυθεντικές ή αξιόλογες φωνές;

Ads

Το επιχείρημα αυτό, με βάση το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε στον εαυτό του και κινδινεύει να εγκλωβιστεί ξανά, είναι όμως εντελώς προσχηματικό.  Εκείνοι που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν την Αριστερά αυθεντικά και χωρίς ιδιοτέλεια έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά –και λάμπουν. Μπορεί να διαφωνούν ενίοτε με επί μέρους θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι απόψεις και οι στάσεις τους είναι τις περισσότερες φορές γνωστές και έχουν σαφές στίγμα. Το έργο τους στην κοινωνία, τα κινήματα, τις συλλογικότητες είναι ορατό και εύκολα προσμετρήσιμο. Το ίδιο και το δείγμα γραφής τους όταν τα πράγματα ζορίζουν. Άρα, περιθώριο παρεξήγησης και λάθους δεν υπάρχει παρά μόνο σε μία περίπτωση: όταν, όπως συνέβη στην περίπτωση Καρυπίδη, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί μια εντελώς επικοινωνιακή τακτική, δίνοντας υπερβολικό βάρος στη λεγόμενη αναγνωρισιμότητα (με την έννοια του παραγοντικού) υποτιμώντας ή αγνοώντας το ιδιαίτερο πολιτικό στίγμα, την αξιοπιστία και την προσφορά του καθενός και καθεμιάς που τον προσεγγίζουν. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα.

Η Αριστερά (του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου) είναι απόλυτα περατή -όπως και κάθε άλλος θεσμός στην κοινωνία- σε αυτό που ονομάζουμε «κυρίαρχη ιδεολογία». Και η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτό που λέει η λέξη: κυρίαρχη!  Κάθε φορά που προκύπτει λοιπόν η ανάγκη επιλογής πολιτικών θέσεων ή προσώπων είναι παρόντα και παρακολουθούν τη συζήτηση όλα τα ιδεολογικά φαντάσματα και οι σειρήνες που μπορεί να φανταστεί κανείς. Παράγοντες όπως η «εικόνα» των προσώπων στο γιαλί, η «αύρα» τους και το life style τους όπως καλλιεργούνται και αποδίδονται από τα ΜΜΕ (σχεδόν μέχρι σημείου ρατσισμού), οι «χαμηλοί τόνοι» τους ή η «μαχητικότητά» τους, οι γνωριμίες με «δικούς μας ανθρώπους» και «υψηλά ιστάμενους», το αν έχουν «επιρροή σε άλλους χώρους», γίνονται καθοριστικοί. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό νεφέλωμα, το πραγματικό έργο και η αυθεντικότητα των συνομιλητών του ΣΥΡΙΖΑ συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη ή παρεξηγούνται. Κι έτσι, η πολιτική συμμαχιών και διεύρυνσης, που επινοούνται μάλλον εκ των υστέρων, βασίζονται συχνά σε μια λανθασμένη εκτίμηση, η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί είτε στην κομματική ενδογαμία είτε στη συμμαχία με μεγαλοπαράγοντες που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους.

Η ελληνική κοινωνία έχει τις στρεβλώσεις της και τις ιδιομορφίες της. Όμως αυτός ο τόπος είναι πλούσιος σε απόψεις, σε στάσεις ζωής, σε συμπεριφορές, σε επιδόσεις, που πολλές φορές μας ξαφνιάζουν κι εμάς τους ίδιους όταν ανατέλλουν στο στερέωμα και φωτίζουν τον δημόσιο βίο. Αντί λοιπόν οι Νομαρχιακές Επιτροπές και τα ανώτερα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ να αυτο-προτείνονται και να προωθούν τον εαυτό τους, αντί να επιδιώκουν τη δική τους αναπαραγωγή ή τον άκριτο εναγκαλισμό εκείνων που με αναίδεια και περισσό θράσος στρογγυλοκάθονται στην πρώτη σειρά όταν μιλάει ο Τσίπρας, καλύτερα να φροντίσουν για την αναπαραγωγή των ιδεών της Αριστεράς και την υλοποίησή τους. Κι ας μη καμώνεται κανείς ότι τέτοιες επιλογές είναι «δύσκολες». Αρκεί να βγει ο καθένας για λίγο από τα «γονίδια του εγωισμού» του, να έρθει στα «κυβικά» του και κοιτάξει με καθαρό μάτι την πολύχρωμη –και ενδιαφέρουσα- πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Μετά από πολλά χρόνια ένας νέος πλανήτης γεννιέται στον αστερισμό της Αριστεράς. Κι αυτός ο πλανήτης, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η έκφραση μιας συλλογικής ελπίδας που δεν πρέπει να χαθεί άδικα στροβιλιζόμενη γύρω από τους ομόκεντρους κύκλους και τη μαύρη τρύπα ενός κομματικού «εγώ».