Κρινόμενο συνολικά, στην κλίμακα του μακρού ιστορικού χρόνου, το κράτος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν ένα εφήμερο φαινόμενο, που ήδη βρίσκεται σε αποδρομή. 

Ads

Η ευρεία διάδοση αυτού του τύπου κράτους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ανήκει στο παρελθόν, αφού την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφορικών της καθεστώτων στην ανατολική Ευρώπη ακολούθησε η μετάλλαξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σε ένα υβριδικό μόρφωμα. 

Τα εναπομείναντα «δείγματα» του είδους (Κούβα, Βιετνάμ, Βόρεια Κορέα) μπορούν μάλλον να αξιολογηθούν ως οι εξαιρέσεις οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα, δηλ. την τάση του «υπαρκτού» να γίνει ανύπαρκτος.

Η παραπάνω μακροϊστορική τάση δεν οφείλεται στην εσφαλμένη εφαρμογή της θεωρίας του Karl Marx από τους μεταγενέστερους οπαδούς του, ούτε βέβαια σε συγκυριακούς και/ή ιδιοσυγκρασιακούς, συνωμοτικούς κ.λπ. παράγοντες (π.χ. «προδοτική» συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της αποκαθήλωσης του «υπαρκτού» στην τότε Σοβιετική Ένωση). 

Ads

Οφείλεται στο ότι η θεωρία εκείνη ως σύνολο, παρά την ύπαρξη επιμέρους στοιχείων ουσιαστικής και καρποφόρου καινοτομίας στην ανάλυση μιας σειράς κοινωνικών φαινομένων, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από την πραγματικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών.

Οι Marx και Engles υποτίμησαν την ικανότητα του αστικού κράτους να ενσωματώνει την εργατική τάξη μέσω διαφόρων παρεμβατικών/αναδιανεμητικών τεχνικών, οι οποίες περιορίζουν ως ένα σημείο την εγγενή τάση του καπιταλισμού να παράγει ακραίες κοινωνικές ανισότητες. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από τα αιτήματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έχουν ικανοποιηθεί σταδιακά στην πλειονότητα των αστικών κρατών (π.χ. φορολογία εισοδήματος με προοδευτικά αυξανόμενο συντελεστή, δωρεάν εκπαίδευση, κατάργηση παιδικής εργασίας κ.ά.). 

Ακόμη περισσότερο υποτίμησαν οι ιδρυτές του μαρξισμού το οργανωτικό πρόβλημα της επαναστατικής ανατροπής σ’ ένα αστικό κράτος με ανεπτυγμένους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, για αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο ιστορικό παράδειγμα. 

Συλλογικές οργανώσεις που αποσκοπούν στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας (= κόμματα) στηριγμένες στις εργατικές μάζες τείνουν να ενσωματωθούν στο αστικό πολιτικό σύστημα, επειδή αναγκάζονται να μετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες του για να επιβεβαιώνουν ακριβώς τη στήριξή τους από τις μάζες. 

Έτσι όμως το πολιτικό/κοινοβουλευτικό τους προσωπικό γίνεται μέρος της πολιτικής «τάξης» του αστικού κράτους και αποκτά επενδυμένο συμφέρον στην ύπαρξή του (όπως άλλωστε και το ίδιο το κόμμα, αν χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό). 

Όσο για τις κατώτερες βαθμίδες του κομματικού «στρατού», έστω κι αν διατηρούν την επαναστατική τους ορμή είναι στις πλείστες περιπτώσεις πρακτικά αδύνατο να αντιπαρατεθούν δυναμικά στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. 

Το πρόβλημα λύθηκε μέσα τις εξαιρετικές συνθήκες του 1917 στην τσαρική Ρωσία και στη συνέχεια ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαδόθηκε στην ανατολική Ευρώπη το 1945 όχι με εργατικές επαναστάσεις, αλλά μεταφερόμενος στις αποσκευές του θριαμβευτή Ερυθρού Στρατού.

Κατά τα άλλα η εμφάνιση του ίδιου τύπου κράτους στη νοτιοανατολική Ασία στα μέσα του 20ού αιώνα οφειλόταν στον συνδυασμό της ουσιαστικής ανυπαρξίας κράτους μετά τη λήξη της ιαπωνικής κατοχής αλλά και έλλειψης κάθε παράδοσης αντιπροσωπευτικών θεσμών, σε αγροτικές και σχεδόν προ-νεωτερικές κοινωνίες.

Ακόμη χειρότερα πάντως, ο μαρξισμός, στην πρακτική του εφαρμογή ως «υπαρκτός σοσιαλισμός», υπερεκτίμησε την κοινωνική και πολιτική σημασία της νομικής σχέσης της ιδιοκτησίας γενικά και ειδικότερα της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής. Η αντίληψή του ότι η βαθύτερη αιτία της κοινωνικής ανισότητας έγκειται στο γεγονός ότι μια μερίδα ανθρώπων (μια «τάξη») κατόρθωσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής και να κατοχυρώσει νομικά την ιδιοποίηση αυτή, ώστε να εκμεταλλεύεται την υπόλοιπη κοινωνία, είναι σε μεγάλο βαθμό αβάσιμη. 

Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι τόσο η νομική σχέση ιδιοκτησίας, όσο μάλλον η πραγματική κατάσταση ελέγχου των μέσων παραγωγής. Αν ο έλεγχος αυτός αποδεικνύεται, για πρακτικούς λόγους, ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά από το κοινωνικό σύνολο ή από το σύνολο των παραγωγών, παρά μόνο από μια σχετικά μικρή μειοψηφία, τότε η de jure ιδιοκτησία του συνόλου πάνω στα μέσα παραγωγής δεν πρόκειται να εμποδίσει τη μειοψηφία να κατέχει de facto προνομιακή κοινωνική θέση, απολαβές κ.λπ. 

Τούτο ακριβώς συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση, όπου είχε παρατηρηθεί ότι «η εξουσία παραμένει στον καταμερισμό της εργασίας ειδικευμένη λειτουργία και αποτελεί μονοπώλιο μιας πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας» και μάλιστα ότι «τονίζονται δημόσια τα προνόμια τους».

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται άλλωστε και στις περισσότερες μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις στα καπιταλιστικά κράτη, όπου τα στελέχη τα οποία ασκούν τη διαχείριση συχνά αμείβονται υπέρογκα, σε βάρος τόσο των υπόλοιπων εργαζομένων στις ίδιες επιχειρήσεις, όσο όμως και του πλήθους των μικρομετόχων τους.

Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι η κατανομή της ιδιοκτησίας σε μια κοινωνία είναι άσχετη με την κατανομή του εισοδήματος ή της ισχύος γενικότερα. Ειδικότερα στα κράτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η οικονομική ανισότητα ήταν πιο περιορισμένη συγκριτικά με άλλων ειδών αυταρχικά καθεστώτα (στρατιωτικές δικτατορίες, κληρονομικές απόλυτες μοναρχίες κ.λπ.), αλλά δεν έπαυε να είναι υπαρκτή.

image

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Χρυσόγονου «Πολιτειολογία, το κράτος ως μορφή οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών», εκδόσεις Σάκκουλα