Ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε ακριβά τη συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ. Το ακραίο Κέντρο -και όχι μόνο- εκμεταλλεύτηκε την εικόνα του βαθιά συντηρητικού και πολιτικά ασυνάρτητου συμμάχου για να καταγγείλει ως καιροσκοπική -και  μη προοδευτική- την κυβέρνηση Τσίπρα.  Έτσι θεμελιώθηκε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Όλο αυτό το δράμα συντελέστηκε όμως στον χώρο του συμβολικού και του αοράτου.

Ads

Εξηγώ. Ρεαλιστικά μιλώντας, οι ΑΝΕΛ δεν δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στο νομοθετικό έργο και την καθ’ ημέραν πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνο στο τέλος, στη συμφωνία των Πρεσπών. Αν και αυτό ήταν ένα κορυφαίο σημείο στην τετραετία ΣΥΡΙΖΑ, η στάση του Καμένου στο συγκεκριμένο θέμα υπήρξε ξεκάθαρη και πολιτικά αξιοπρεπής: διεφώνησε, όπως όφειλε να κάνει παραμένοντας συνεπής στις αρχικές θέσεις του, και παραιτήθηκε. Αλλά τι εμπόδισε τους υπερσυντηρητικούς των ΑΝΕΛ να δημιουργούν διαρκώς προβλήματα στην κυβέρνηση Τσίπρα; Στην πραγματικότητα, είχαν κάθε λόγο να εκβιάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, υπενθυμίζοντας έτσι τον κρίσιμο ρόλο τους και επιδιώκοντας την αναβάθμισή τους στο κυβερνητικό σχήμα.

Δυστυχώς, είναι αυτό που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού κι αυτό που περνάει από το μυαλό του καθένα: η εξουσία παράγει μια συγκολλητική ουσία, διότι όλοι οι συμμετέχοντες, μικροί ή μεγάλοι, απολαμβάνουν προνομίων. Βαθμιαία, οι αντιθέσεις αμβλύνονται και η αδράνεια (ψυχολογικά εννοώ) τείνει να ευνοήσει μια στάση ανοχής και όχι μια συγκρουσιακή στάση, που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Ποντάροντας ακριβώς σε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στην «προοδευτική διακυβέρνηση» με το ΠΑΣΟΚ, αδιαφορώντας για τα ανησυχητικά μηνύματα που εκπέμπει η ηγεσία του: την πρόθεση να συμπεριλάβει στους υποψηφίους πρόσωπα όπως ο Φλωρίδης (αφού δεν ενδιαφέρεται η Διαμαντοπούλου), τη διαρκή ανακίνηση του «λαϊκισμού» και όλων των άλλων επιχειρημάτων που χρησιμοποίησε στο παρελθόν το ακραίο Κέντρο και τη μομφή του μαξιμαλισμού όταν η συζήτηση αγγίζει πολιτικές αναδιανομής και ουσιαστικής αναβάθμισης του Κράτους Προνοίας. Η λογική της μείζονος αντιπολίτευσης έχει κατά τη γνώμη μου μια δόση κυνισμού και συνοψίζεται στο «καλά, ας γίνει η συμμαχική κυβέρνηση και όλα αυτά θα ξεχαστούν την επομένη».

Ads

Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ είναι η μηχανιστική μεταφορά αυτού που συνέβη τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου -αλλά δεν συμβαίνει πλέον στην Πορτογαλία: η Αριστερά δεν φτάνει, αλλά μαζί με τη Σοσιαλδημοκρατία μπορεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την ευρωπαϊκή εμπειρία, ένα συμπέρασμα που είναι σωστό αλλά καθηλώνει την Αριστερά σε έναν ρόλο «συμπληρώματος» -ακόμα και όταν είναι εκλογικά κραταιή.

Τέλος, ένας τρίτος λόγος που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ για να θεμελιώσει την ανάγκη μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης» με το ΠΑΣΟΚ είναι η ανακούφιση της κοινωνίας από τα επώδυνα μέτρα που παίρνει η νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Αυτό θα έπειθε ενδεχομένως και τον πιο δύσπιστο, αν δεν διαβάζαμε ανάμεσα στις γραμμές του πολιτικού λόγου που διατυπώνει ο Ανδρουλάκης. Επειδή όμως έχουμε ήδη προσχωρήσει στη λογική του ρεαλισμού (ή μάλλον του κυνισμού), υπάρχει, φοβάμαι, και κάτι άλλο: δεν παρα-ακούγεται ιδανικό να ενδιαφέρεται ένα πολιτικό κόμμα αποκλειστικά για τον κόσμο, αδιαφορώντας για τα μικρά ή μεγάλα προνόμια που συνεπάγεται η συμμετοχή του στη νομή της εξουσίας; Μακάρι, αλλά έχουμε δει κι έχουμε δει …

Για την οικονομία της συζήτησης, ας κάνουμε όμως προς στιγμήν την υπόθεση ότι οι παραπάνω επιφυλάξεις είναι υπερβολικές. Ας δεχτούμε ότι το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι ένα γνήσια προοδευτικό κόμμα, με μια όντως φιλολαϊκή, αναδιανεμητική ατζέντα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Σωστά; Ολόσωστα. Πως θα συμπεριφερόταν όμως ο Ανδρουλάκης και συν αυτώ ως κυβερνητικοί εταίροι; Θα προσαρμόζονταν στη λογική μιας ισότιμης συνεργασίας ή θα προσπαθούσαν από την αρχή να «εκθρονίσουν» τον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργώντας διαρκώς προσκόμματα; Ρεαλιστικά (ή κυνικά) μιλώντας, η απάντηση είναι προφανής. Τόσο ως πολιτικό προσωπικό όσο και ως ιδεολογικοπολιτικός χώρος, το ΠΑΣΟΚ, που μεσουράνησε επί δεκαετίες, δεν βολεύεται στη θέση του συνοδηγού.

Και για να είμαστε πιο ακριβείς: μια συγκυβέρνηση του σημερινού ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν κατά πολύ υποδεέστερη της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί θα ήταν λιγότερο «αριστερή» -ή, όπως το λέει ο Ανδρουλάκης, «σοσιαλδημοκρατική»- αλλά γιατί το ΠΑΣΟΚ παραμένει ένα λαϊκίστικο και παραγοντικό κόμμα, που δεν έχει απαλλαγεί από την πελατειακή του νοοτροπία, την ιστορική του καχυποψία προς την Αριστερά και τα εξαπτέρυγα του Λοβέρδου και του Βενιζέλου.

Έχει ειπωθεί με άλλη ευκαιρία. Το επαναλαμβάνουμε, κι εδώ είμαστε για να δούμε στο τέλος ποιος πατούσε με τα πόδια στη γη και ποιος αεροβατούσε: ενώ το σενάριο της ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ σε προ κρίσης επίπεδα είναι πολιτικά σουρεαλιστικό, μια συγκυβέρνηση με τη ΝΔ θα το σβήσει εν τέλει από τον πολιτικό χάρτη.

Απομένει η προοπτική της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, που, μέσω ενός ιδιότυπου «εισοδισμού», θα μπορούσε να το ενισχύσει κάπως και να το συντηρήσει. Ο Ανδρουλάκης, αν δεν το έχει αντιληφθεί ήδη, σύντομα θα το ανακαλύψει. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως τι φρονεί; Ας μην ακούσουμε ξανά ότι όλα είναι μια συνεχής διακύβευση και μια διαρκής διαπάλη, γιατί αυτό ακούγεται σαν υπεκφυγή. Ας μην ακούσουμε επίσης τα συνήθη για μαύρες και άσπρες γάτες, που είναι το ίδιο χρήσιμες αρκεί να πιάνουν ποντίκια. Άλλο οι πραγματικές προγραμματικές συγκλίσεις -όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου- και άλλο ο ακόρεστος κυβερνητισμός.

ΥΓ: Θα πρέπει ίσως να απολογηθώ για την κατάχρηση του όρου «κυνικά». Το λέω καθ’ υπερβολήν, σε μια προσπάθεια να απαλλάξω τον συλλογισμό από κάθε ίχνος ευσεβούς πόθου και συναισθηματισμού. Στη δουλειά μας εξ άλλου μαθαίνουμε από νωρίς να λειτουργούμε με βάση μια παραφθορά του αξιώματος του Όκαμ: η απλούστερη και η πιο τετριμμένη λύση σε ένα πρόβλημα είναι συνήθως η σωστή. Υπάρχει και το άλλο, που λένε με ύφος οι αγγλοσάξονες: είναι προτιμότερο να κάνεις λάθος όντας επιφυλακτικός και συγκρατημένος παρά το αντίθετο.