«Αν αντισταθείς, χάθηκες». «Αν υποκύψεις, πάλι χάθηκες». Ότι και να κάνεις είσαι ένοχος..!

Ads

Μπορεί να ζούμε στον αιώνα της επικοινωνίας, όπου η χρήση της αποτελεί ένα πολύτιμο μέσο για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών συμφερόντων και στη περίπτωση της πανδημίας μάλιστα, να αποδειχθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό συμπληρωματικό όπλο για την αντιμετώπιση της, ωστόσο μέχρις στιγμής στη Ελλάδα αποδείχθηκε ότι η χρήση της περιορίστηκε αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυβέρνησης.
 
Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κάποιος, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, την αποτυχία των «ενημερωτικών» εκπομπών, των εκστρατειών, που  σε αντίθεση με τη διεθνή εμπειρία και πρακτική περιορίστηκαν στη διακίνηση απλοϊκών και αυτονόητων διαφημιστικών μηνυμάτων, παρά τις δυνατότητες που εκ των πραγμάτων παρέχονταν από τον πακτωλό των χρημάτων που έρρεε αφειδώς, αλλά με εμφανή προκλητική επιλεκτικότητα.
 
Υπάρχει άραγε σκεπτόμενος πολίτης που να μην αντιλαμβάνεται ότι ακόμη κι αυτή η πολυδιαφημισμένη και πολυδάπανη καμπάνια του «Μένουμε Σπίτι», πέρα από το αυτονόητο της εφαρμογής ενός lockdown σε παγκόσμια κλίμακα, στηρίχτηκε κυρίως στη λογική του φόβου και της συνείδησης όλων μας στις πενιχρές δυνατότητες του ρημαγμένου Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) και των ορίων της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που τα ήδη ξεπερασμένα όρια της, έμελλαν να δοκιμαστούν από τον καταστροφικό ιό ;
 
Ωστόσο η αυτονόητη αυτή διαπίστωση δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να σπεύσει και μάλιστα πρόωρα να εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος κάποια  μόλις δειλά δειλά, διαφαινόμενα αποτελέσματα και μάλιστα χωρίς τεκμηριωμένες επιστημονικές και στέρεες επιδημιολογικές εκτιμήσεις. Ικανοποιημένη με τα αποτελέσματά της ξεκίνησε αμέσως την επόμενη με λιγότερο επιτυχία από την προηγούμενη : «Μένουμε ασφαλείς». Η πορεία που ακολούθησε στη συνέχεια η αξιοποίησή τους, την αφήνει εκτεθειμένη ως προς τη σκοπιμότητα  του αποκαλούμενου επιτυχούς εγχειρήματος, που απετέλεσε τη βάση του σχεδιασμού του περιβόητου success story, στο οποίο ο κος Μητσοτάκης στήριξε την επόμενη καμπάνια,  συγκεκριμένα της προσέλκυσης των τουριστών, αναλαμβάνοντας ο ίδιος προσωπικά την ευθύνη του «ανοίγματος της χώρας στον τουρισμό», καλλιεργώντας με όλα τα μέσα, τον μύθο τους «ασφαλούς τουριστικού προορισμού».
 
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια επικοινωνικαή διαχείρηση της πανδημίας, αντί να αξιοποιήσει όλα τα μέσα που διέθετε, προκειμένου να σχεδιάσει και να οργανώσει μια άρτια και ολοκληρωμένη επιδημιολογική επιτήρηση, ως όφειλε σε επίπεδο μηχανισμών και δομών της Δημόσιας Υγείας, που θα της εξασφάλιζε, κυρίως μέσω των εκτεταμένων ελέγχων, την δυνατότητα να έχει πλήρη εικόνα της έκτασης, της διασποράς και των τάσεων της επιδημίας, με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της .
 
Η εικόνα της επιλογής για τη μεταφορά του πεδίου της μάχης από το κύριο, που βρίσκεται μέσα στην κοινότητα, στο επικονωνιακό και  τηλεοπτικό, συμπληρώνεται με τη χρήση αντιφατικών και συγκεχυμένων μυνημάτων, που ενώ στην αρχή αφορούσαν επιστημονικά ζητήματα, πχ ποιοι πρέπει να υποβάλλονται σε τεστ, τη χρήση της μάσκας κλπ, στη συνέχεια επεκτάθηκαν και στο επίπεδο της κοινωνικής συμπεριφοράς, με τα γνωστά μέχρι σήμερα αποτέλεσματα. Αυτά όχι μόνον δεν προήγαγαν την κοινωνική αντίληψη για μια σωστή αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά τουναντίον δημιουργώντας ένα κλίμα υπερεκτίμησης της ατεκμηριώτης επιδημιολογικά  «επιτυχίας»,  σε συνδυασμό με τα μηνύματα, όπως «πάμε καλά, άλλα δεν πρέπει να εφησυχάζουμε», δημιούργησαν κλίμα άμβλυνσης της αίσθησης του πραγματικού κινδύνου, προκάλεσαν σύγχυση και επέφεραν τα εκ διαμέτρου αντίθετα ως προς τα «επιδιωκόμενα» αποτελέσματα, ενισχύοντας ταυτόχρονα ακραίες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις και ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές.
 
«Πάμε καλά» επειδή δεν το στοιχειοθετούμε και επειδή πάνε οι άλλοι χειρότεραμ «αλλά δεν πρέπει να εφησυχάζουμε» με γενικές υποδείξεις χωρίς να δημιουργούμε τις απαραίτητες και κατάλληλες προϋποθέσεις.
 
Η έλλειψη κατάλληλων οδηγιών σε πρακτικό και εκλαΙκευμένο επίπεδο για την ενημέρωση και εκπαίδευση των πολιτών σχετικά με την εφαρμογή των προτεινόμενων υγειονομικών μέτρων υποκαταστάθηκε από γενικόλογες και αόριστες τηλεοπτικές συστάσεις, περιφερόμενων εκπροσώπων της επιστημόνων, όχι πάντοτε της επιτροπής επειρογνωμόνων, που άφηναν το περιθώριο για την εφαρμογή τους με υποκειμενικές αντιλήψεις κατά το δοκούν.
 
Κοινωνικές ομάδες με ιδιαίτερο ειδικό βάρος, όπως οι νέοι, που τα χαρακτηριστικά τους υποδείκνυαν την ανάγκη και την απαίτηση  για μεγαλύτερη προσοχή και εξειδικευμένες προσεγγίσεις, όχι μόνον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικών επιστημονικών μελετών, αλλά  αγνοήθηκαν παντελώς. Αυτό δεν εμποδίζει σήμερα την κυβέρνηση με γενικεύσεις να τοποθετεί συλλήβδην και χωρίς διάκριση τις συμπεριφορές των νέων, στο επίκεντρο της κριτικής, ως τους  κύριους υπεύθυνους της επιδείνωσης της επιδημιολογικής εικόνας, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι    παρόμοιες συμπεριφορές που διευκολύνουν τη διασπορά του ιού και της νόσου υιοθετούνται και από άλλες ηλικίες, με αφορμή διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις.
 
Συνεπώς δεν είναι καθόλου περίεργο που σε κάθε περίπτωση και με τη πρώτη δοθείσα ευκαιρία, η κυβέρνηση αποδίδει την εμφανή έκρηξη της πανδημίας, μονομερώς στη χαλάρωση και στη μη τήρηση των μέτρων, χρεώνοντάς γι όλα αυτά κατ’ αποκλειστικότητα τους πολίτες, περιορίζοντας το διαθέσιμο οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο επίπεδο της ατομικής ευθύνης. Αντί να ασχολείται με το κύριο μέλημα της, την επιδημιολογική επιτήρηση και παρέμβαση, περιορίζει τις υποχρεώσεις της σε επίπεδο επιτήρησης των περιοριστικων μέτρων, τα οποία άλλοτε άκαιρα και άλλοτε ημίμετρα, στηρίζονται στο σαθρό επιχείρημα της δήθεν, αδυναμίας πρόβλεψης ή της χρονοκαθυστέρησης που επιβάλλεται δήθεν από τις εκάστοτε εξελίξεις της πανδημίας οι οποίες συνεχώς μεταβάλλονται και μάλιστα σε εβδομαδιαία ή 15θήμερη βάση. Στην ουσία πρόκειται για μια τακτική, ουραγού των γεγονότων, που στην πράξη θα μπορούσε να συνοψισθεί στο : «πάμε βλέποντας και κάνοντας». Ταυτόχρονα παραγνωρίζει τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της Δημόσιας Υγείας που είναι «το προλαμβάνειν»
 
Η επιδίωξή της να συγκαλύψει τις δικές της ευθύνες, επιρρίπτοντάς τις στην κοινότητα, που άφησε με την τακτική της εκτεθειμένη απέναντι στον ιό, ενισχύεται με την πρόσφατη ρητορική της που, επιχειρεί να προσδώσει στον ιό, ήδη γνωστές από την πρώτη στιγμή καταστροφικές ιδιότητες προσπαθώντας ταυτόχρονα να παρουσιάσει τη πρόσφατη έκρηξη ως «αναμενόμενη», ενώ μέχρι πρότινος, διαβεβαίωνε τους πάντες ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο.
 
Σήμερα που η τραγική και αμείλικτη πραγματικότητα, αποδομεί την εικονική πραγματικότητα που στηρίχτηκε σε μια πλασματικά βελτιωμένη επιδημιολογική εικόνα, που δεν επέτρεπε μια ρεαλιστική και σωστή εκτίμηση κινδύνου, αρχίζει πλέον να αποκαλύπτεται η πραγματική εικόνα της επιδημίας στη χώρα.
 
Ωστόσο οι κινήσεις τόσο σε καθαρά επιδημιολογικό, όοο και σε επικοινωνιακό επίπεδο, δεν δείχνουν να υπάρχει η παραμικρή διάθεση αναθεώρησης της κυβερνητικής πολιτικής. Αντίθετα διαφαίνεται μια διάθεση παγίωσης και σκλήρυνσης της μέχρι τώρα τακτικής της.

Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη τόσο στις καθαρά επιδημιολογικές, όσο και στις επικοινωνιακές αναφορές του «διπλού μυνήματος», αξιοποιώντας  επικοινωνιακές τακτικές για να περάσει μηνύματα που βασίζονται στη λογική της ασυμβατότητας.

Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς την επιχειρούμενη καθιέρωση του επικοινωνιακού leitmotiv, στις δυο εκδόσεις του.
 
Τη μια έκδοση από τον κο Τσιόδρα στη πρόσφατη ενημέρωση : όπου η αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, οφείλεται στο ότι γίνονται περισσότερα τεστ (άλλο ζήτημα που δεν γίνονται μαζικά τεστ, παρά ελάχιστα μόνον στην κοινότητα, αλλά κυρίως στις πύλες εισόδου), αφήνοντας να εννοηθεί ότι είμαστε στα ίδια επίπεδα και ότι δεν υπάρχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας, την ίδια στιγμή που επισημαίνεται ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουμε αλλά  για την περαιτέρω επιδείνωση οι πολίτες είναι υπεύθυνοι με τη συμπεριφορά τους.
 
Την άλλη έκδοση, με τη διατύπωση του κου Μητσοτάκη στη τοποθέτησή του με αφορμή «το εθνικό μας εμβόλιο, το φιλότιμο μας», που είναι πιο αντιπροσωπευτική :

Ads

«Έχουμε βέβαια και σήμερα τη δυνατότητα να πραγματοποιούμε πολύ περισσότερα τεστ και να τα πραγματοποιούμε πολύ πιο στοχευμένα. Για αυτό και αποκαλύπτονται ενδεχομένως περισσότερα θετικά κρούσματα. Όλα αυτά όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι λόγος εφησυχασμού.»
 
Στο ίδιο ενιαίο διπλό μήνυμα ο κος Μητσοτάκης εκτός από την επανάληψη του πλανημένου περιεχομένου του, επικαλείται την έννοια του φιλότιμου, που παραπέπμπει σε ενοχοποίηση του Έλληνα πολίτη, ο οποίος με τον τρόπο αυτό καθίσταται υπεύθυνος για την ενδεχόμενη επιδείνωση.
 
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τούτες οι δύσκολες ώρες δεν προσφέρονται για κριτική και μάλιστα για επικριτική στάση. Κάθε άλλο θα έλεγα. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Αν αυτή τη κρίσιμη στιγμή δεν ασκηθεί το δικαίωμα και η υποχρεώση όλων μας για έναν καλόπιστο και τεκμηρωμένο αντίλογο, πότε άλλοτε θα πρέπει να περιμένουμε να τα ασκήσουμε. Μήπως όταν για παράδειγμα η λαίλαπα της πανδημίας θα σαρώσει τη χώρα ;
 
«Gloire aux pays où l’on parle, honte aux pays où l’on se tait» George Clemanceau
 «Δόξα στις χώρες όπου μιλάει ο καθένας, ντροπή στις χώρες που σιωπούν»