«Έχουμε κατά νου ανθρώπους των οποίων η αρετή δεν υπερβαίνει εκείνη των απλών ανθρώπων… που επιζητούν όχι ένα ιδανικό τέλειο καθεστώς, αλλά πρώτα έναν τρόπο ζωής» [1] Αριστοτέλης

Ads

Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο το ότι η κρίση άλλαξε τις ζωές μας. Πλέον οι σκέψεις, οι συζητήσεις μας σε παρέες, σχεδόν όλη η καθημερινότητα μας, περιστρέφονταισυχνά γύρω από ένα ερώτημα: τι έφταιξε (και ίσως συνεχίζει να φταίει) ώστε να φτάσουμε μέχρι εδώ;
 

Περισσότερο από τις σωστές απαντήσεις έχουμε αυτή την στιγμή ανάγκη τις σωστές ερωτήσεις. Τις ερωτήσεις που θα εστιάσουν στο κρίσιμο και όχι στο δευτερεύον, που θα αναζητήσουν την ασθένεια και όχι το σύμπτωμα της. Τις ερωτήσεις που θα εμπεριέχουν, έστω και σπερματικά, πρόταση και όχι μια στείρα και συχνά παραλυτική άρνηση.
 

Μια πρώτη ερώτηση θα μπορούσε να είναι η εξής: είναι το πρόβλημα της Ελλάδας οικονομικό; Σαφέστατα, είναι και τέτοιο. Αλλά, μήπως πριν από την οικονομική κρίση είχε επέλθει μια, σχεδόν απόλυτη, πολιτική δυστοπία. Αν τα οικονομικά προβλήματα δεν είναι φυσικά φαινόμενα αλλά πολιτικές επιλογές, μήπως πρέπει να εστιάσουμε στην πολιτική διάσταση του προβλήματος μας; Και αν ναι, ποιο είναι το πολιτικό μας πρόβλημα;
 

Ads

Πες μου ποιος αποφασίζει να σου πω τι πολίτευμα έχεις
 

Το μέγιστο και πρωταρχικό πολιτικό ερώτημα ήταν, είναι και θα συνεχίζει να είναι όσο υπάρχουν κοινωνίες, το εξής: Ποιος αποφασίζει; Ένα ερώτημα το οποίο συχνά – αν όχι σχεδόν πάντα – ξεχνάμε και εστιάζουμε την προσοχή μας σε ένα άλλο, απολύτως δευτερεύων ερώτημα: Τι αποφασίσθηκε ή τι θα αποφασισθεί;
 

Έτσι εξετάζουμε τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης, τις προτάσεις της αντιπολίτευσης ή τις προσταγές υπερεθνικών οργάνων και οργανισμών (Ε.Ε., Ε.Κ.Τ, ΔΝΤ κτλ.), εξετάζουμε αν μια απόφαση είναι λογική ή όχι, αν οδηγεί σε βιώσιμα ή καταστροφικά αποτελέσματα, αν τέλος την επιθυμούμε ή όχι, αλλά σχεδόν πάντα ξεχνάμε να ρωτήσουμε: Ποιος αποφάσισεκαι γιατί αποφάσισε αυτός και όχι εμείς;
 

Αν εμείς είμαστε αυτοί που στο τέλος της ημέρας θα πληρώσουμε τον «λογαριασμό», γιατί αποφασίζουν άλλοιαντί για εμάς; Η απάντηση είναι απλή, γιατί δεν έχουμε δημοκρατία.
 

Δημοκρατία χωρίς αποφάσεις από τους πολίτες δεν υπάρχει
 

Στην δημοκρατία όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από τους πολίτες. Προφανώς έχουμε ανάγκη τόσο τα εκτελεστικά, όσο και τα νομοθετικά και δικαστικά σώματα. Σώματα και όχι εξουσίες. Στην δημοκρατία μόνη εξουσία οφείλει να είναι το σύνολο των πολιτών. Η κυβέρνηση εκτελεί, η βουλή νομοθετεί (και θα πρέπει να είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την κυβέρνηση), ενώ οι δικαστές ελέγχουν την εφαρμογή των νόμων. Υπεράνω όλων των παραπάνω όμως πρέπει να βρίσκονται οι πολίτες. Θα πρέπει αυτοί να ορίζουν το πολιτικό πλαίσιο λαμβάνοντας απευθείας και σε πραγματικό χρόνο, στο παρόν, τις σχετικά λίγες αλλά ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις. Για τις υπόλοιπες, πολλές στον αριθμό αλλά μικρής σημασίας αποφάσεις, υπεύθυνη είναι η βουλή των αντιπροσώπων μας, με τους πολίτες να κρατούν πάντα το δικαίωμα να ακυρώσουν οποιαδήποτε απόφασης τους.
 

Είναι τα παραπάνω ουτοπικά ή μπορούμε σχετικά εύκολα να βρούμε τους μηχανισμούς που θα τα υλοποιήσουν;
 

Δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών και όχι των πολιτικών
 

Όλα τα παραπάνω μπορούν να γίνουν σχετικά εύκολα σε μικρή κλίμακα μέσω λαϊκών συνελεύσεων. Τα παραδείγματα στην Ελβετία (Landsgemeinde) και Η.Π.Α. (Townmeetings) αποδεικνύουν πως κάτι τέτοιο είναι τόσο εφικτό όσο και αποδοτικό. Τι μπορούμε να κάνουμε όμως όταν ο αριθμός των πολιτών είναι τόσο μεγάλος που δεν μας αρκεί η πλατεία του δήμου μας για να συναθροισθούμε και να αποφασίσουμε; Σε αυτή την περίπτωση μεταφέρουμε τον δημόσιο διάλογο παντού. Στο σπίτι μας, την εργασία μας, τις φιλικές μας συναναστροφές, τα ΜΜΕ και στην συνέχεια αποφασίζουμε μεπολύ προσοχή και μετά από ώριμη σκέψη, στην κάλπη ενός δημοψηφίσματος.
 

Εδώ το απολύτως κρίσιμοσημείο είναι το ποιος καλεί το δημοψήφισμα και οι δημοκρατικά αποδεκτές απαντήσεις είναι μόνο δύο: ο νόμος ή οι πολίτες. Ποτέ όμως πρωθυπουργοί, πρόεδροι της δημοκρατίας ήδικτάτορες. Ποτέ οι πολιτικοί.
 

Τι μπορούμε να πετύχουμε με τα δημοψηφίσματα;
 

Καταρχάς, κάθε εκ προοιμίου σημαντική απόφαση, όπως οι αλλαγές στο Σύνταγμα, η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς, συνθήκες και συμφωνίες οι οποίες δεσμεύουν την χώρα έναντι τρίτων θα πρέπει να περνούν αναγκαστικά από υποχρεωτικό δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα αυτό καλείται βάση όλων όσων οφείλει να προβλέπει ένα πραγματικά δημοκρατικό Σύνταγμα και φυσικά δεν απαιτεί την συλλογή υπογραφών.
 

Με την συλλογή υπογραφών οι πολίτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να προκαλέσουν δημοψήφισμα και να ζητήσουν την ακύρωση οποιουδήποτε νόμου έχουν ψηφίσει οι αντιπρόσωποι τους και θεωρούν πως αυτός δεν συνάδει με τηνλαϊκή βούληση. Αν έχουν δίκιο ή όχι θα το αποφασίσουν οι πολίτες μέσω της συμμετοχής τους στο ακυρωτικό δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί. Αν η πλειοψηφία όλων όσων συμμετέχουν επιθυμεί να υποστηρίξει τον νόμο που έχει ψηφισθεί από την βουλή, αυτός επικυρώνεται και μπαίνει σε εφαρμογή. Σε διαφορετική περίπτωση, αν οι πολίτες συνταχθούν με τους συμπολίτες τους που προκάλεσαν το δημοψήφισμα, ο νόμος απλά ακυρώνεται. Με τον τρόπο αυτό ασκούμε βέτο στις προτάσεις των αντιπροσώπων μας ή, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε πως «πατάμε φρένο» στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή την λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων. Πως όμως θα μπορούσαν αντίστοιχα οι πολίτες να επιταχύνουν ή να «πατήσουν γκάζι» στην παραπάνω διαδικασία;
 

Το «πυρηνικό» όπλο της δημοκρατίας, ο θεσμός με τον οποίο οι πολίτες ορίζουν το πολιτικό πλαίσιο, είναι οι νομοθετικέςή συνταγματικές πρωτοβουλίες πολιτών. Πρόκειται για δημοψηφίσματα στα οποία οι πολίτες καλούνται (και πάλι από τους συμπολίτες τους και όχι τους πολιτικούς) να αποφασίσουν αν επιθυμούν να υιοθετήσουν μια νομοθετική, ή ακόμα και συνταγματική πρόταση. Έτσι, αφού μια ομάδα πολιτών συγγράψει την πρόταση, δηλώσει την έναρξη της διαδικασίας συλλογής υπογραφών και καταφέρει να συλλέξει τις απαραίτητες υπογραφές υποστήριξης, μπορεί να προκληθεί δημοψήφισμα, κατά την διεξαγωγή του οποίου οι πολίτες θα αποφασίσουν αν θα κάνουν δεκτή ή αν θα αρνηθούν την πρόταση.
 

Τέλος, θα πρέπει πάντα να έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε πίσω την εντολή που έχουμε δώσει σε κάποιον συμπολίτη μας να μάς αντιπροσωπεύσει για κάποιο χρονικό διάστημα. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση – και πάλι με την συλλογή υπογραφών – να προκαλέσουμε δημοψήφισμα ανάκλησης αιρετού. Έτσι θα είμαστε σε θέση να παύουμε όποιον πολιτικό δεν τιμά τις δεσμεύσεις του απέναντι μας ή αποδεικνύεται δόλιος ή ανεπαρκής.
 

Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να σχεδιασθούν προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη μας τα πλούσια δεδομένα που υπάρχουν από χώρες που οι θεσμοί είναι ώριμοι, εφόσον εκεί χρησιμοποιούνται συστηματικά για περισσότερο από έναν αιώνα. Υψηλά όρια υπογραφών, γραφειοκρατικές διαδικασίες οι οποίες δυσκολεύουν αναίτια την προκήρυξη και την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, ύπαρξη ορίων συμμετοχής ή αποδοχής, συμβουλευτικός και όχι δεσμευτικός χαρακτήρας του αποτελέσματος είναι μόνο μερικά από τα όπλα που θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει η πολιτική ελίτ προκειμένου να αποδυναμώσει τους θεσμούς. Εκείνη την στιγμή θα πρέπει να είμαστε εκεί, πολύ καλά ενημερωμένοι και με μια οργάνωση που θα μας επιτρέψει να απαιτήσουμε το δημοκρατικά αυτονόητο δικαίωμα να αποφασίζουμε εμείς για τις ζωές και τον μέλλον μας.
 

Δημοψήφισμα, ένα φάρμακο για κάθε ασθένεια;
 

Η δημοκρατία είναιπερισσότερο ένας τρόπος να ζεις παρά απλά ένα πολιτικό σύστημα. Ως κάτι τόσο ευρύ δεν μπορεί να υλοποιηθεί απλά από έναν θεσμό ή πολιτικό εργαλείο. Η δημοκρατία υλοποιείται από ένα πλέγμα θεσμών και λειτουργιών, με τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών να αποτελούν μια αναγκαία αλλά φυσικά όχι ικανή συνθήκη. Αυτό σημαίνει πως μπορεί η ύπαρξη των δημοψηφισμάτων πρωτοβουλίας πολιτών να μην μπορεί να μας εγγυηθεί την δημοκρατία, αλλά σίγουρα, η έλλειψη τους σημαίνει αναγκαστικά και έλλειψη της δημοκρατίας.

* Ο Πέτρος Βουρλής είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός

[1] Από το βιβλίο του BenjaminR. Barber, Ισχυρή Δημοκρατία, σελ.253