Η υπόθεση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης του 12χρονου παιδιού από τον 53χρονο συλληφθέντα δεν αποτελεί μόνο ένα τραγικό σταθμό στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας. Αναδεικνύει ένα πλέγμα κοινωνικής και πολιτικής παθολογίας που ξεκινά από την οικογένεια και τη γειτονιά και αγγίζει την καρδιά της δημόσιας ασφάλειας.

Ads

Κατ’ αρχάς, έχει σημασία να σημειωθεί η σημειολογία που αναδύεται από το προφίλ του θύματος. Σχετικά με ό,τι στην Ελλάδα έχει κακώς επικρατήσει να αποκαλείται «μαστροπεία», οι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, από το 2007 που συνήφθη η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και Σεξουαλική Κακοποίηση, έχουμε συνηθίσει να επικαλούμαστε τις αρχές και τις πρόνοιές της συνήθως σε περιπτώσεις πολυπρόσωπων, διεθνικών κυκλωμάτων και οργανωμένων εγκληματικών ομάδων. Με την έκρηξη των περιφερειακών πολέμων και την συνακόλουθη εκτόξευση προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, το προφίλ του ανήλικου θύματος σεξουαλικού trafficking ως παιδιού με προσφυγική/μεταναστευτική βιογραφία κατέστη στερεοτυπικό.

Στην περίπτωση του 12χρονου κοριτσιού, ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με ημεδαπό παιδί «της διπλανής πόρτας» που θυματοποιήθηκε σε ένα συνοικιακό συγκείμενο από έναν ημεδαπό ενήλικο θύτη μέσω μιας νομίμως λειτουργούσας διαδικτυακής εφαρμογής η οποία χρησιμοποιήθηκε για παράνομο σκοπό. Αυτά τα στοιχεία σηματοδοτούν μία διάχυση των πρακτικών του οργανωμένου εγκλήματος σε ένα πολύ χαμηλότερο οργανωτικό επίπεδο που ενδεχομένως είναι και πιο δύσκολο να αποκαλυφθεί. Ειδικά αν ο δράστης τυγχάνει και ευρείας κοινωνικής αποδοχής.

Τι σημαίνει «πρακτικά» ένα στέλεχος μιας τοπικής οργάνωσης του κυβερνώντος κόμματος να νιώθει την απαραίτητη για μια τέτοια εγκληματική δραστηριότητα ασφάλεια ή και ανοχή ώστε να την εκτυλίσσει σε μια από τις πιο αστυνομοκρατούμενες περιοχές της Ευρώπης; Τι σημαίνει «πρακτικά» ένα παιδί να εργάζεται στη θέση της μητέρας του, οι περίοικοι να παρακολουθούν αμέτοχοι, και το παιδί να καταλήγει σε αυτοκίνητα άλλων, υπέρ άνω πάσης υποψίας δραστών;

Ads

Σημαίνει, πρώτον, ότι η κοινωνική συνοχή όχι μόνο δεν έχει επανέλθει μετά τα ασύλληπτης ισχύος πλήγματα που δέχθηκε από τα μνημόνια και τη συνακόλουθη οικονομική, ψυχολογική και κοινωνική οδύνη αλλά, αντίθετα, αποσαθρώνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο. Και πως θα μπορούσε να μην αποσαθρώνεται όταν αποδεικνύεται ότι σχεδόν όλοι οι εκτός ΜΕΘ νοσηλευόμενοι με COVID πέθαναν και ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί καθημερινά χιλιάδες πολίτες μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν μαζί της; Όταν, λοιπόν, ο Κορκονέας, ο Λιγνάδης, ο δολοφόνος του Κωστόπουλου και τόσοι άλλοι βρέθηκαν ελεύθεροι, όταν ο Λοβέρδος που οδήγησε στο θάνατο διασυρμένες γυναίκες (υπόθεση οροθετικών) απολαμβάνει ασυλίας για ό,τι κι αν κάνει σε βάρος της χώρας, πως και γιατί περιμένουμε από μια γειτονιά να παρέμβει σε μια υπόθεση όπου φέρεται να εμπλέκεται ένα περιώνυμο μέλος της;

Σημαίνει, δεύτερον, ότι η κουλτούρα της ανοχής έχει καταστεί mainstream. «Βλέπω, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά, μπορεί να το συζητήσω με άλλους αλλά ως εκεί». Ο διάχυτος κοινωνικός φόβος ότι όποιος ασχοληθεί περισσότερο μπορεί να πέσει στα δίχτυα ατέρμονων δικαστικών αντιπαραθέσεων και να τεθεί ενώπιον αναποτελεσματικών ή διεφθαρμένων δικαστικών αρχών που θα πάρουν την πλευρά του θύτη, είναι καταλυτικός ως προς αυτό. Ο διασυρμός των θυμάτων από τον Κούγια στην υπόθεση Λιγνάδη λειτούργησε ως ενισχυτής αυτού του φόβου.

Σημαίνει, τρίτον, ότι η ασφάλεια, αυτό που η Δεξιά αποκαλεί «δημόσια τάξη», έχει σχετικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που, την ίδια μέρα που τα φιλοκυβερνητικά κανάλια μπορεί να ωρύονται για την παρακώλυση του έργου της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, ένας Νεοδημοκράτης περιωπής από το κέντρο της Αθήνας να είναι ήδη σε διαπραγματεύσεις με 213 επίδοξους παιδοβιαστές ενώ προηγουμένως έχει παραδώσει απροστάτευτο το θύμα του στα χέρια 10 εξ αυτών.

Όταν μία Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην προσπάθειά της να προστατεύσει ένα μέλος της ελίτ, εκπέμπει σήμα ανοχής προς τέτοιες καταστάσεις, ποιος εγκληματίας χαμηλότερου κοινωνικοπολιτικού προφίλ δεν θα σπεύσει να το ερμηνεύσει ως σήμα ανοχής και για τη δική του εγκληματική δράση;

Θα κλείσω αυτό το αναγκαστικά σύντομο σημείωμα με μια προσωπική εμπειρία. Πριν μερικά χρόνια συμμετείχα ως νομικός μίας κυπριακής ΜΚΟ σε ένα πολύ φιλόδοξο και εξαιρετικά επιτυχημένο ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση. Στα πλαίσια του προγράμματος εκπαίδευσα δεκάδες Κύπριους δικαστές, νομικούς, εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Μετά από μία σειρά εκπαιδεύσεων και ενώ επέκειτο η εκπαίδευση 200 ανδρών και γυναικών της Αστυνομίας Κύπρου, ένιωσα ότι ακόμα δεν είχα απαντήσει αποτελεσματικά στο πιο κρίσιμο ερώτημα: πλέον, εκατοντάδες επαγγελματίες με ρόλους-κλειδί στην αντιμετώπιση  του φαινομένου γνωρίζουν. Τι γίνεται όμως με την γειτονιά; Ποιος είναι υπεύθυνος να «εκπαιδεύσει» τη γειτονιά ως κοινωνικό ιστό; Γιατί στις όποιες εγκληματολογικές συζητήσεις αποφεύγουμε να δούμε κατάματα το τί συμβαίνει σε μικρομάγαζα, σε διαμερίσματα, σε σοκάκια και πλατείες;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά όποιος εξετάσει με προσοχή το δήθεν θεοσεβούμενο, φιλοκυβερνητικό και πατριαρχικό προφίλ του κατηγορούμενου 53χρονου, ίσως αρχίσει να διαμορφώνει μερικά κρίσιμα συμπεράσματα.