Οι πρόσφατες αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ για το Μεταναστευτικό αλλά και οι μετέπειτα δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών συντείνουν στο ότι επιχειρείται μια κλιμάκωση της επίθεσης στα ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο, ενώ παράλληλα δείχνουν να αγνοούν τόσο το κοινοτικό και το διεθνές ανθρωπιστικό και προσφυγικό δίκαιο όσο και την ίδια τη διαχείριση του Προσφυγικού.

Ads

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η ανακοίνωση της κατάργησης των δευτεροβάθμιων επιτροπών προσφυγών για τους αιτούντες άσυλο και η συνεπακόλουθη επιστροφή τους στις χώρες προέλευσης με ταυτόχρονο «σεβασμό στο κοινοτικό κεκτημένο» συμπυκνώνουν μια καταφανή αντίθεση.

Το κοινοτικό δίκαιο, όπως ορίζεται από την οδηγία για τη διαδικασία ασύλου 2013/32, που ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία το 2018, είναι ξεκάθαρο ως προς τη δυνατότητα προσφυγής ενάντια σε μια πρώτη απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου.

Στο άρθρο 46 της συγκεκριμένης οδηγίας (αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης πραγματικής και ουσιαστικής προσφυγής, η οποία πρέπει να εξετάζει την ουσία κάθε υπόθεσης, να παρέχεται οικονομική συνδρομή για νομική στήριξη σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα, όπως και να διασφαλίζονται οι υπηρεσίες υποδοχής μέχρι να κριθεί η προσφυγή, καθώς και ο ανασταλτικός χαρακτήρας της προσφυγής αυτής.

Ads

Οι κυρώσεις επομένως που θα υποστεί η χώρα μας θα είναι σοβαρές, σε μια τέτοια περίπτωση, όπως περιγράφεται στις «αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ», θα εκθέσουν την Ελλάδα και θα δημιουργήσουν τριβές και με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η οποία σε μια αντίστοιχη κίνηση της κυβέρνησης το 2008 είχε αποχωρήσει από τις επιτροπές ασύλου.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό η διαχείριση του Προσφυγικού σήμερα γίνεται μέσω προγραμμάτων της Ύπατης Αρμοστείας και η δυνατότητά της για άσκηση πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση σήμερα μπροστά σε κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι το 2008.

Σε περίπτωση που η κυβέρνηση καταργήσει τις επιτροπές αυτές, για να υπάρχει σεβασμός του κοινοτικού δικαίου οι αιτούντες άσυλο θα πρέπει να προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια, με όλες τις εγγυήσεις που προβλέπονται περί αναστολής της απόφασης, νομικής συνδρομής κ.λπ., ώστε η προσφυγή να είναι «πραγματική».

Κάτι τέτοιο, φυσικά, απλώς θα δυσχέραινε τη διαδικασία απονομής ασύλου και θα επιβάρυνε με επιπλέον φόρτο τα διοικητικά δικαστήρια, που δεν φημίζονται για την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης. Η σχετική ανακοίνωση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών είναι ενδεικτική της προβληματικότητας ενός τέτοιου ενδεχομένου.

Στο ενδεχόμενο που η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει σε επιστροφές αιτούντων άσυλο προτού κριθεί η προσφυγή τους στα διοικητικά -έστω- δικαστήρια (όπως ενδεχομένως υπάρχει ως σκέψη), αυτό θα σηματοδοτεί κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των ανθρώπων, ενώ θα οδηγήσει αναμφισβήτητα σε καταδίκες, με βάση την εμπεριστατωμένη νομολογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.

Το δικαίωμα στο άσυλο είναι θεμελιώδες και δεν χωράει σε διαχειριστικούς υπολογισμούς.

Διαχείριση του Προσφυγικού χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να υπάρξει και θα γυρίσει μπούμερανγκ. Και υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, τόσο σε θεσμικό – νομικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο.

• Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας

Πηγή: Νέα Σελίδα