Σήμερα είμαστε μετέωροι. Από το ένα μέρος έχουμε μια κακή βάση συμφωνίας (δημοσιοοικονομικά, ασφαλιστικό)  και προβληματική αναμενόμενη συμφωνία επί των ίδιων θεμάτων.  Από το άλλο μέρος  δεν έχουμε συμφωνία με συγκεκριμένους σαφέστατους όρους για το χρέος και την άμεση αναδιάρθρωση του (και  αναπτυξιακό επενδυτικό πρόγραμμα: ΑΕΠΡ).

Ads

Υπό το φως των υποχωρήσεων που η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη κάνει  στο πρώτο σκέλος οι δανειστές θα είναι  σκληροί/ότεροι στο δεύτερο και σημαντικότερο σκέλος δηλαδή στο θέμα του χρέους . Διαφορετικά θα είναι αναβλητικοί δίνοντας σε πρώτη φάση μια αόριστη  (άχρηστη) – για την αλλαγή κλίματος  και την κίνηση της οικονομίας –  υπόσχεση. Δυστυχώς  η χρονική μετάθεση της σοβαρής αναδιάρθρωσης του χρέους είναι  το ίδιο αρνητική για την οικονομία με την εκδοχή της σκληρότητας.

Θα βρεθούμε σε καθεστώς «θες την παίρνεις θες την αφήνεις » αντικείμενο του οποίου θα είναι  μια προβληματική συμφωνία – πακέτο (δημόσιο-οικονομικά,  ΑΕΠΡ, χρέος).  Με δεδομένα τον άμεσο ή έμμεσο περιορισμό των εισοδημάτων (ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ, λοιπή φορολόγηση) από το ένα μέρος και από το άλλο την μη ελάφρυνση εξυπηρέτησης του χρέους (« εδώ και τώρα» και  για χρονικό διάστημα  μερικών ετών) η οικονομία δεν θα  ανακάμψει. Πολύ λιγότερο αν συνεχιστούν  οι πιέσεις και περιορισμοί στην ρευστότητα. πράγμα πιθανότατο.

Η διαπραγματευτική γραμμή της κυβέρνησης έπρεπε να έχει προτάξει  (το κούρεμα ή έστω) την αναδιάρθρωση του χρέους και το ΑΕΠΡ «τις εκ των ων ουκ άνευ συνθήκες» για την κίνηση της οικονομίας με απαίτηση γραπτής συμφωνίας . Θα είχε εξοικονομηθεί χρόνος αφού ένα εκ των δύο θα συνέβαινε: ή θα είχε επιτευχθεί  σοβαρό διαπραγματευτικό αποτέλεσμα ή, αντιθέτως, αδιέξοδο αλλά σε κάθε περίπτωση  έγκαιρη αποτίμηση της στάσης των δανειστών.  Η πίεση επί των δανειστών θα είχε , σε εκείνο τον παρελθόντα χρόνο, νόημα και δυνητική  αποτελεσματικότητα  Η προσφυγή στις κάλπες, στην  περίπτωση αρνητικής έκβασης ,  θα ήταν  επιβεβλημένη αλλά και πολύ λιγότερο επώδυνη και οικονομικά  ριψοκίνδυνη απ΄ότι τώρα. Η στάση της διαπραγματευτικής ομάδας  προς τους εταίρους τότε  (Φεβρουάριος 2015) θα έπρεπε να ήταν της κοπής  «πάρτε την ή αφήστε την» (την ελληνική πρόταση για αναδιάρθρωση).

Ads

Επί πλέον το σημερινό κυβερνητικό επιτελείο έπρεπε να είναι ετοιμασμένο για την μετάβαση σε εθνικό νόμισμα με την διευκρίνιση εδώ  ότι προετοιμασία δεν σημαίνει υποχρεωτικά μετάβαση σε αυτό… και ο νοών νοείτο.

Τα παραπάνω βέβαια συνιστούν συλλογιστική που βασίζεται στις προεκλογικές και μετεκλογικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σύμφωνα με τις οποίες «η Ευρώπη αλλάζει», η «παραμονή μας στην ευρωζώνη είναι αδιαφιλονίκητη» και τέλος « το χρέος δεν απομειώνεται ως ονομαστική άξια (κούρεμα )». Άλλη, πολύ διαφορετική,  ανάλυση αντιστοιχεί στην εκδοχή μιας διαφορετικής στάσης  του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην σχέση Ελλάδας – ευρωζώνης,  σε όλη την τελευταία 3- ετία, με ανοιχτή την συζήτηση για το νόμισμα , με καλλιέργεια άποψης/ γνώσης στους πολίτες για το εναλλακτικό σενάριο , με ελάττωση του  φόβου (που άλλοι τους είχαν εμφυτεύσει)  με αποδόμηση της ευρώ- προσήλωσης η οποία για το μέσο Έλληνα – που  απαντά στις περίφημες σχετικές δημοσκοπήσεις –  αντανακλά θέσφατο, καρκίνωμα εμφυτευόμενο από κατευθυνόμενα ΜΜΕ  και  εν τέλει αποκύημα αρχαϊκού φόβου  και όχι  γνώση σύγχρονου/ ενημερωμένου πολίτη.

Η συντάκτης του άρθρου δεν έχει την αυτάρεσκη αμετροέπεια να προτείνει , με την ιδιότητα του μεμονωμένου ατόμου,  αλλαγή νομίσματος. Επιχειρεί να υπογραμμίσει άλλα, πολύ σημαντικότερα θέματα (άρνηση θέσφατων, εναλλακτικές στρατηγικές ) δια για όποιον  ξέρει και θέλει να διαβάσει, να κατανοήσει  και να μην παρερμηνεύσει με την συνήθη επιπολαιότητα.

* Η Ελευθερία Καρνάβου είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ