Αποχαιρέτισα το 2011 κάνοντας επίσκεψη σε έναν αγαπημένο μου φίλο ο οποίος γεννήθηκε το 1916. Τον βρήκα να κάθεται σ’ ένα σκαμνί δίπλα στο τζάκι του σπιτιού του και να κοιτάζει τις φλόγες. Οι κόρες των ματιών του ίσα που φαινότανε μέσα από τα χοντρά γυαλιά του αλλά με γνώρισε αμέσως μόλις μπήκα στο σπίτι και φώναξα το όνομά του για να μην τρομάξει.

Ads

Μεγάλος αγωνιστής ο μπάρμπα Στέλιος. Στρατό στο αλβανικό, ξανά στρατό στη Μέση Ανατολή, σύρματα στο Ντεκαμερέ κι ύστερα Αη Στράτη και Μακρονήσι, κοντά είκοσι χρόνια βασανισμένος από την εξουσία και όλα τα υπόλοιπα από την κοινωνία. Δαχτυλοδειχτούμενος αριστερός ανάμεσα σε ανθρώπους αμόρφωτους, έρμαια κάθε λογής προπαγάνδας και προκατάληψης.

Έμαθα πως πήρες το περιβόλι του τάδε, μου είπε γελώντας μόλις έκατσα πλάι του. Χάρηκα μόλις το ‘μαθα πως το πήρες εσύ. Αυτός ήτανε σκληρός άνθρωπος. Στην Πείνα πουλούσε ένα ζευγάρι λαστιχένιους πάτους των παπουτσιών και έπαιρνε 28 οκάδες λάδι. Μαυραγορίτης, έτσι τα ‘καμε τα λεφτά και την περιουσία. Και εμένα μου λεγε, Στέλιο, εγώ τα λεφτά τα καμα με τον ίδρο μου, δεν είμαι εγώ κουμουνιστής σαν εσένα. Σφούγγιξε με τον αντίχειρα το μέτωπό του ο μπάρμπα Στέλιος γέρνοντας λίγο το κεφάλι δεξιά για να μου δείξει ακριβώς την κίνηση και το ύφος του τότε συνομιλητή του.

Ύστερα, συνέχισε, όταν έχτιζε το σπίτι του, είχε πάρει εργολάβο τον αδερφό μου. Και του είπα λοιπόν του αδερφού μου να τον ρωτήσει μήπως μπορώ να πάω να δουλέψω κι εγώ στην οικοδομή επειδή χρειαζόμουνα μεροκάματα για να ταίσω τα παιδιά μου. Τον ρωτάει λοιπόν τον αδερφό μου σαν του το πε, αυτός είναι κουμουνιστής, εγγυάσαι εσύ για αυτόν;  Εγγυήθηκε λοιπόν ο αδερφός του ο Παναγής και δούλεψε μεροκάματο στο γιαπί ο Στέλιος. Κι ο Παναγής ήτανε στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο αλλά τον θεωρούσανε δευτέρας τάξεως κουμουνιστή, πιο ακίνδυνο διότι δεν είχε κάνει στα Σύρματα όπως ο άλλος. Τον Στέλιο τον είχανε για κομουνιστική αυθεντία!

Ads

Και κοίτα πως τα φερε η ζωή, μου λέει μετά γελαστός πάλι. Να τη διαφυλάει ως κόρη οφθαλμού την περιουσία του, να γδέρνει τον κόσμο για να την αβγατίσει και μόλις τα ‘κλεισε τα μάτια του, την πουλήσανε οι απόγονοι, τη διασκορπίσανε, και έτυχε να το πάρεις εσύ το περιβόλι! Αν γινότανε τώρα να αναστηθεί και να το ‘βλεπε αυτό το πράμα, θα ξαναπέθαινε αμέσως! Πως πήγε το πιο καλό του περιβόλι σε έναν αριστερό! Δε μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του ο Στέλιος καθώς τα λεγε αυτά και τα άφησε να ξεχυθούνε γάργαρα, έλαμπε ευχαριστημένη η φάτσα του μπρος στο τρέμουλο της φωτιάς.

Όση ώρα τα λεγε αυτά, εμένα το μυαλό μου έτρεχε στις σύγχρονες “αγορές” που κυβερνάνε με τον ίδιο κι απαράλλαχτο τρόπο τον κόσμο σήμερα. Που ξεζουμίζουνε λαούς ολόκληρους για να αβγατίσουνε τα κέρδη τους. Στις “αγορές” που πίσωθέ τους κρύβονται άνθρωποι, άπληστοι, αμόρφωτοι άνθρωποι, άνθρωποι αλαζόνες που δεν έχουνε καταλάβει τίποτα από τη μικρότητά τους, ούτε καν την πνοή τους που τους ορίζει και μια των ημερών θα πάψει αλλά ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από αυτούς.

Εκεί τώρα να σπέρνεις, να βάζεις κήπους, σοβάρεψε απότομα ο μπάρμπα Στέλιος και μου διέκοψε τις σκέψεις, με προσγείωσε πάλι μπρος στο τζάκι του. Είδες τι μας έχουνε κάνει; Κατοχή έχομε πάλι, θα ρθει και πείνα όπου να ‘ναι. Εγώ συμφωνούσα αμίλητος. Αλλά εμείς δεν θα υποκύψομε, μου είπε με φωνή που έγινε ξαφνικά στεντόρια, σαν να βγήκε μέσα από τις πέτρες του τζακιού ένιωσα. Μπορεί να μην έχουμε να φάμε αλλά δεν θα υποκύψομε. Λάμψανε τα μάτια του. Η ψυχή του το λεγε ακόμα. Θα τρώμε χόρτα και ρίζες άμα χρειαστεί, αλλά δεν θα υποκύψομε, ξανάπε για τρίτη φορά, θα αγωνιστούμε. Σταμάτησε και με κοίταζε μες στα μάτια κάτω από τα χοντρά του γυαλιά.

Nαι μπάρμπα Στέλιο, δεν θα υποκύψουμε, είπα. Δεν θα μας στείλουνε αυτοί ούτε στο ψυχιατρείο ούτε στον τάφο.

Ε, στο ψυχιατρείο, μπορεί να πάνε κάποιοι από μας, ανταπάντησε σε τόνο χαμηλό, συνωμοτικό, και αναστέναξε προβληματισμένος. Μάλλον γύρισε η σκέψη του πίσω. Διότι τα μάτια του καρφώθηκαν στις φλόγες και δεν ξαναμίλησε. Αναθυμόταν μάλλον τους συντρόφους του στο Μακρονήσι, που τρελαθήκανε από το ξύλο το ανελέητο των ΕΣΑτζήδων. Μου τις είχε διηγηθεί αυτές τις ιστορίες αμέτρητες φορές στο παρελθόν.

Σηκώθηκα να φύγω αργά αργά μιας και ταξίδευε το μυαλό του.

Χαιρετηθήκαμε με μια απλή ευχή. Να ξαναβρεθούμε σύντομα. Τίποτ’ άλλο.

Γιάννης Μακριδάκης