Εδώ και κάποιο καιρό παρακολουθούμε πως κάποιοι πολιτικοί -συνήθως άτομα που στο παρελθόν είχαν μάθει να κυριαρχούν, να διαφεντεύουν και να προστάζουν- βρίσκονται, επί του παρόντος, σε αμυντική κατάσταση. Πώς δηλαδή, οι μηχανισμοί άμυνας που έχουν -όπως έχει και ο καθένας από εμάς- ενεργοποιούνται στη δική τους περίπτωση;

Ads

Κατ’ αρχήν και εν συντομία, τι είναι και ποιοι είναι οι μηχανισμοί άμυνας. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι αυτόματες πράξεις ή τεχνικές που εκτελούνται ασυνείδητα για την αντιμετώπιση πιεστικών ή αγχωτικών καταστάσεων που δεν μπορεί ο άνθρωπος να διαχειριστεί ψυχολογικά. Πιο συγκεκριμένα είναι η μέθοδος με την οποία το «Εγώ» (είναι το οργανωμένο μέρος της προσωπικότητας και περιλαμβάνει βασικές λειτουργίες, όπως η εκτίμηση διαφόρων καταστάσεων, ο έλεγχος της πραγματικότητας, η κρίση, η εξεύρεση λύσεων) διευθετεί τις συγκρούσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ενορμήσεων του «Εκείνο» (είναι το σκοτεινό, απρόσιτο μέρος της προσωπικότητας, είναι μια συλλογική ονομασία για τις βιολογικές ανάγκες και ενορμήσεις του ατόμου με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση του πόνου) και των αξιών του «Υπερεγώ» (το οποίο στοχεύει στην τελειότητα και αποτελείται από ένα οργανωμένο μέρος της προσωπικότητας, που είναι κυρίως ασυνείδητο).

Οι μηχανισμοί άμυνας είναι η αντίδραση, η απώθηση, η άρνηση, η ακύρωση, η εκλογίκευση, η μόνωση, η μετουσίωση, η παλινδρόμηση, η πρόβλεψη, η προβολή και το χιούμορ. Αυτοί οι μηχανισμοί κατηγοριοποιούνται σε τέσσερα αναπτυξιακά ψυχαναλυτικά επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο είναι οι παθολογικές άμυνες (η παραληρητική προβολή), στο δεύτερο επίπεδο είναι οι ανώριμες άμυνες (η προβολή και η παθητική επιθετικότητα), στο τρίτο είναι οι νευρωτικές άμυνες (η μόνωση και η υποκατάσταση) και στο τέταρτο είναι οι ώριμες άμυνες (το χιούμορ και η μετουσίωση).

Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα με κάποιους πολιτικούς; Ειδικά με κείνους που έχουν συνηθίσει να είναι είτε άμεσα, είτε έμμεσα «στα πράγματα»; Γιατί ακόμα και όταν δεν είναι στην κυβερνητική εξουσία, κατέχουν πολιτική δύναμη και μπορούν, άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε με μια σχετική δυσκολία, να «γίνεται το δικό τους». Αν αναλογιστούμε πως ήταν οι συνθήκες πριν από δύο μήνες, γιατί ακόμα και να δεχτούμε ότι ήξεραν ότι η κατάληξη της πολιτικής τους κυριαρχίας ήταν προδιαγραμμένη (η εκλογική ήττα ήταν δεδομένη και αναμενόμενη, μόνο η έκτασή της ήταν ερωτηματικό), δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτό θα συνέβαινε (έτσι εμφανίζεται ο πρώτος αμυντικός μηχανισμός· ο πολιτικός αντιδρά στο αναμενόμενο). Στη συνέχεια, προσπαθώντας να απωθήσει το γεγονός, την πολιτική εξέλιξη, «ψελλίζει» κάποιες αστήριχτες και φαιδρές δικαιολογίες («το ξέραμε», «το περιμέναμε», «το λέγαμε κι εμείς»).

Ads

Όμως οι συμπεριφορές αυτές δεν διαρκούν πολύ. Γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού τους, ασυνείδητα, πιστεύουν ότι δεν θα περάσει χρόνος που όλα θα επανέλθουν σε μια πρωθύστερα κατάσταση. Νιώθουν ότι υπάρχει ένα διάλειμμα, το οποίο επικοινωνιακά το καλοδέχονται («να ξεκουραστούμε βρε αδελφέ κι εμείς λίγο, να είμαστε στην αντιπολίτευση, να δείτε και σεις πόσο δύσκολα είναι να κυβερνάς»). Τα λένε αυτά γιατί πρέπει να εκλογικεύσουν την κατάσταση, ειδάλλως αδυνατούν να τη διαχειριστούν. Επίσης, αρνούνται να συμβιβαστούν με το ότι από αυτό που είχαν μάθει γίνεται σήμερα είναι διαφορετικό, ανάγοντας τα πάντα σε μια αδιάλειπτη συνέχεια με το παρελθόν («κι αυτοί κάνουν ότι κι εμείς»). Η άρνηση και η εκλογίκευση είναι καθοριστικοί αμυντικοί μηχανισμοί για τη μεσοπρόθεσμη διαχείριση της πολιτικής κατάστασης και της πειθούς του «Εγώ». Πρέπει να πεισθούν ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα και ότι η επιστροφή σε αυτά που είχαν μάθει θα είναι τάχιστη.

Από εκεί και πέρα, η ακύρωση, η προβολή, η πρόβλεψη ή η μόνωση, είναι σημαντικοί μηχανισμοί για να εδραιωθεί η άμυνα και να αποτραπούν οι ψυχολογικές παρενέργειες από τα νέα πολιτικά δεδομένα. Σε φραστικό πολιτικό επίπεδο, η επανάληψη παλαιών διατυπώσεων -ειδικά αρνητικά σηματοδοτημένων- βοηθάει να υπάρχει διάχυση αμφιβολίας και απαισιοδοξίας για τη νέα κατάσταση, συμβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, στη «βίαιη» (ή εξαναγκαστική) επιστροφή στο παρελθόν. Οι θιασώτες του παρελθόντος δεν επιδιώκουν στη διαμόρφωση κάποιας άλλης πολιτικής, αλλά στην αποδόμηση της παρούσας, με ταυτόχρονη ωραιοποίηση της παρελθούσας (ή εν τέλει, συνειδητής αποδοχής της). Γιατί η επιστροφή στο παρελθόν πρέπει να γίνει με όρους υποταγής, «βάζοντας την ουρά κάτω από τα σκέλια» όσοι και όσες αμφισβήτησαν την καθεστηκυία πολιτική. Έτσι και μόνον έτσι, θα είναι σίγουροι για την εδραίωση της κυριαρχίας τους.

Μόνο που το παρελθόν είναι τόσο κοντινό και οι επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών είναι ακόμα ορατές. Όσο η νέα πολιτική κατάσταση δεν ορμά στο μέλλον με αποφασιστικότητα, κόβοντας τους δεσμούς από ό,τι εκφράζει το απαξιωμένο παρελθόν, τόσο οι αμυντικοί μηχανισμοί θα ενισχύονται και κάποια στιγμή θα «βγάλουν κεφάλι» και θα γίνουν επιθετικοί. Για την ώρα, μπορεί να μην πιστεύουν αυτό που συμβαίνει, αλλά κανείς δεν πρέπει να επαναπαύεται στην εύλογή τους απορία: «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!»