Τα ζητήματα της Παιδείας, απασχολούν την πρώτη γραμμή της επικαιρότητας μόνο όταν υπάρχουν αρνητικές εξελίξεις περί αυτήν, ή σε οτιδήποτε σχετίζεται με αλλαγές στις όποιου είδους εξετάσεις –λογικό είναι επομένως, οι καταλήψεις των σχολείων να αποτελούν τη χαρά της αγοραίας ειδησεογραφίας.

Ads

Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να αναλύσουμε το πώς και το γιατί, χρόνια τώρα, οι καταλήψεις λίγο πριν τις γιορτές, είχαν καταστεί αναμενόμενες, περίπου όσο ο αγιασμός του Σεπτεμβρίου.

Απ’ όπου κι αν ξεκίνησε, το αποτέλεσμα ήταν να απαξιωθεί η έννοια της κατάληψης, ως έσχατο μέσο διεκδίκησης: από τις καταλήψεις των σχολών στη Ναντ και στο Παρίσι το 1968, στην κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973, πήγαμε σε καταλήψεις Λυκείων –ενίοτε επειδή οι τυρόπιτες στο κυλικείο ήταν στρογγυλές.

Δεν ήταν αστείο, ήταν ο θρίαμβος του συντηρητισμού: αν εθιστούν οι έφηβοι σε ακίνδυνες αντιδράσεις, όταν θα έρθει η στιγμή που θα πρέπει όντως να υψωθούν απέναντι στο κατεστημένο που δημιουργούμε, πολύ δύσκολα θα βρουν τον τρόπο –θα τον βρουν βέβαια, πάντα τον βρίσκουν, αλλά τουλάχιστον θα τους το κάνουμε δύσκολο.

Ads

Όσοι σταθερά επισημαίναμε τον κίνδυνο, δεν ήμασταν «συντηρητικοί», όπως συχνά κατηγορούμασταν. Απλώς ξέραμε ότι αργά ή γρήγορα θα το βρίσκαμε μπροστά μας.

Έχοντας το προνόμιο να συναναστρέφομαι καθημερινά μαθητές Λυκείου (γιατί προνόμιο είναι, δεν είναι «δουλειά») και την κακή συνήθεια να προσπαθώ να ορίσω τα πράγματα με το όνομά τους, γνωρίζω το προφανές: είναι πολύ εύκολο να αποδεχθούν, πολλά από τα παιδιά μας, μια πρόσκληση σε οποιοδήποτε κινητοποίηση, γιατί όλο και περισσότερα δεν μαθαίνουν να σκέφτονται ποιος καλεί σε τι και για ποιο σκοπό. Γιατί η συστηματική προσπάθεια απαξίωσης της πολιτικής αντίληψης, ήδη από τη μεταπολίτευση (θυμάστε τα  in και out του “Κλικ” οι παλιότεροι;), αποδίδει ακόμα καρπούς. 

Αυτές τις μέρες λοιπόν, ζήσαμε ενός άλλου είδους καταλήψεις.

Όσοι για μια ακόμα φορά έπεσαν απ’ τα σύννεφα, βλέποντας νέους να υιοθετούν εμετικά συνθήματα για τσεκούρια και φωτιές και θάνατο στους άλλους και τη «Δημοκρατία που πουλάει τη Μακεδονία» –προσέξτε, η Δημοκρατία, όχι οποιοσδήποτε άλλος – δεν διαφέρουν σε τίποτα απ’ όσους χόρευαν στο κατάστρωμα καθώς ο Τιτανικός βυθιζόταν.       

Όπως δεν διαφέρει η αρχική αντίληψη της καθ’ ημάς Αριστεράς σχετικά με την εμφάνιση στο προσκήνιο της φασιστικής ακροδεξιάς, από εκείνη του Νέβιλ Τσάμπερλεν για τον Χίτλερ –ότι πρόκειται για ένα ακίνδυνο σκυλί που απλώς γαυγίζει.

Εν ονόματι μιας κακώς εννοούμενης «πολιτικής ορθότητας» επί χρόνια προσέχαμε πολύ τους χαρακτηρισμούς μας, μη τυχόν και πούμε φασίστα κανέναν φασίστα.

Και κυρίως, πέσαμε στην παγίδα της άποψης ότι με τον διάλογο και την πειθώ, θα μπορούσε να λυθεί το πρόβλημα, ξεχνώντας τη απροκάλυπτα δεδηλωμένη στρατηγική του φασισμού, ότι θα εκμεταλλευτεί όσα όπλα η Δημοκρατία του δίνει.

Κατά την εξαιρετική ρήση του Ουμπέρτο Έκο, μπορεί κανείς να συζητάει τα πάντα με τους πάντες, αλλά δεν είναι σοφό να ανταλλάσσει συνταγές μαγειρικής με ανθρωποφάγους.

Υιοθετήσαμε την άποψη ότι όσοι ψηφίζουν φασίστες δεν είναι φασίστες, απλώς παρασύρθηκαν –κι εμείς θα τους ξαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο.
Κι αρχίσαμε τα ευφυολογήματα για το «αυγό του φιδιού», τη στιγμή που το φίδι είχε ήδη βγει απ’ το αυγό του και σήμερα έφτασε ανενόχλητο μέχρι τις αυλές των σχολείων μας.

Ας μη κρυβόμαστε άλλο απ’ την αλήθεια.

Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι πολιτική άποψη. Είναι νοοτροπία.

Και δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ των ψηφοφόρων των ακροδεξιών και εθνικιστικών μορφωμάτων. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι πεπεισμένοι πως δεν είναι φασίστες –αλλά δεν θέλουν «ξένους στον τόπο τους» (απόγονοι προσφύγων και μεταναστών δε), που μετά τη δολοφονική επίθεση στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης διατυμπάνιζαν πως «καλά του κάνανε», που κακοποιούν ευάλωτους, που εκμεταλλεύονται αδύναμους, που… που…

Και για να μιλήσουμε ανοιχτά κι εμείς, ο καθένας για τις ευθύνες του, ας επιστρέψουμε στα σχολεία.

Λένε πολλοί, πως δεν είναι δυνατόν να καταδικάσεις εφήβους ως φασίστες, ότι παρασύρονται, ότι στην πορεία της ζωής τους θα έχουν την ευκαιρία να δουν την αλήθεια, ότι «θ’ αλλάξουν μυαλά» τέλος πάντων. Ασφαλώς και μπορεί να είναι έτσι.
Μπορεί όντως κάποια στιγμή να καταλάβουν. Αλλά μπορεί και όχι, ε;

Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό.

Σήμερα, περισσότερο από πολλές άλλες ιστορικές περιόδους, δεν μπορεί να συγχωρεθεί καμία αδράνεια. Δεν έχουμε το δικαίωμα να «κοιτάμε τη δουλειά μας και να μη μας νοιάζει εμάς τι κάνουνε οι άλλοι». Πρέπει να είμαστε συνέχεια δίπλα στα παιδιά, όχι απέναντι τους, να επιδιώκουμε ακόμα και την αντιπαράθεση μαζί τους –και όχι μόνο στο γνωστικό μας αντικείμενο, όσοι έχουμε την τύχη να διδάσκουμε. Να παραδεχθούμε τα λάθη μας και να επισημάνουμε τα δικά τους.

Και, συγγνώμη που θα γίνω δυσάρεστος σε μερικούς, τη φασιστική διείσδυση στα σχολεία πρέπει να την πολεμήσουμε ανυποχώρητα, ακόμα κι αν εκπροσωπείται και από μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, δάσκαλους ή μαθητές αδιάφορο.

Γιατί αν μας επιτεθεί ένα λυσσασμένο σκυλί, ασφαλώς και πρέπει να συζητήσουμε σε βάθος το πώς συνέβη να λυσσάξει, αλλά πριν απ’ αυτό πρέπει πρωτίστως να απομακρύνουμε το λυσσασμένο σκυλί απ’ το δωμάτιο.   

* Ο τίτλος είναι ρήση του Ουμπέρτο Έκο

Κώστας Αποστόλου, Μέλος του Συντονιστικού της Κίνησης «Κοινωνία Πρώτα»