To 2012 ήταν μία χρονιά που άφησε το αποτύπωμά της στο πεδίο της λογοκρισίας στην Ελλάδα, πράγμα που σε έναν βαθμό μόνο ήταν τυχαίο, καθώς δεν είναι διόλου άσχετο με τις εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή: την εκλογή της κυβέρνησης Σαμαρά (του πιο δεξιού πρωθυπουργού όλης της Μεταπολίτευσης) και, κυρίως, την εντυπωσιακή άνοδο της Χρυσής Αυγής και την είσοδό της στη Βουλή.

Ads

Το φθινόπωρο του 2012, λοιπόν, εκτυλίχτηκαν, με μικρή χρονική διαφορά, δύο συναφείς υποθέσεις λογοκριτικού ενδιαφέροντος:

 Πρώτον, η σύλληψη και η ποινική δίωξη δημιουργού της σατιρικής σελίδας στο Facebook «Γέρων Παστίτσιος». Ο Φίλιππος Λοΐζος συλλαμβάνεται στις 21 Σεπτεμβρίου 2012, αναγκάζεται να διαγράψει τη σελίδα του, του ασκείται ποινική δίωξη για «κατ’ εξακολούθηση καθύβριση θρησκεύματος», ενώ τον Ιανουάριο του 2014 καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών με αναστολή για «πρόθεση καθύβρισης»1

Δεύτερον, οι διαμαρτυρίες εναντίον της παράστασης Corpus Christi, στο θέατρο Χυτήριο, η ποινική δίωξη του σκηνοθέτη Λαέρτη Βασιλείου και συντελεστών της και, εντέλει, το κατέβασμά της. Στις 12 Οκτωβρίου 2012 συνεχίζονται στο θέατρο Χυτήριο οι παραστάσεις του έργου του Τέρενς ΜακΝάλι Corpus Christi, οι οποίες είχαν ξεκινήσει τον Ιούνιο. Έπειτα από μισό μήνα συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας, κάθε βράδυ που υπήρχε παράσταση, με αποτέλεσμα την παρεμπόδισή της, και ενώ ηθοποιοί, συντελεστές και θεατές της προπηλακίζονται, το έργο κατεβαίνει την 1η Νοεμβρίου. Στις 16 Νοεμβρίου ασκείται δίωξη για «καθύβριση θρησκεύματος και κακόβουλη βλασφημία», έπειτα από μήνυση που είχαν καταθέσει ο μητροπολίτης Πειραιώς και τέσσερις βουλευτές της Χρυσής Αυγής.2

Ads

Δεν είναι μόνο –και δεν είναι κυρίως– η χρονική εγγύτητα που μας κάνει να συνεξετάζουμε τις δύο υποθέσεις, αλλά μερικά βασικά κοινά στοιχεία τους.

Πρώτον, το ζήτημα της προσβολής των θείων. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στη νομική μορφή της ποινικής δίωξης, αλλά και στην αιτίαση που κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο εναντίον εκείνου που λογίζεται ως βλάσφημο.
Δεύτερον, η κυριαρχία, στις διαμαρτυρίες και στον δημόσιο λόγο –ιδίως τον τηλεοπτικό, που αναφέρεται στις υποθέσεις αυτές–, ακροδεξιών, παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, καθώς και ιεραρχών. Αυτή η «συμμαχία» προϋπάρχει εδώ και χρόνια, ωστόσο, στις περιπτώσεις που εξετάζουμε έχουμε ένα νέο, καθοριστικό στοιχείο: τη δυναμική παρουσία της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, γεγονός που σηματοδοτεί και το «τέλος της γραφικότητας», που υπήρχε παλιότερα σε ανάλογες υποθέσεις.

Το τρίτο επίδικο αφορά το ρόλο του ελληνικού κράτους, το οποίο εμπλέκεται με πρωταγωνιστικό τρόπο στις παραπάνω υποθέσεις. Γιατί το κράτος δεν αδιαφορεί, ούτε αποδοκιμάζει απλώς: Με την άσκηση ποινικής δίωξης, που καταλήγει στην καταδίκη του δημιουργού της ιστοσελίδας, καθώς και με την επιλογή του –γιατί περί αυτού πρόκειται– να μην αφήσει να διεξαχθεί η παράσταση, διαλέγει με σαφήνεια στρατόπεδο. Και το στρατόπεδο αυτό δεν είναι, βέβαια, το στρατόπεδο της ελευθερίας της έκφρασης.

Οι πιέσεις και οι διώξεις υπήρξαν, εντέλει, απολύτως αποτελεσματικές: Η σελίδα έκλεισε, η παράσταση κατέβηκε, οι συντελεστές διώχθηκαν, ενώ είναι προφανές ότι οι διώξεις αυτές δρουν διαπαιδαγωγητικά και προληπτικά, για όποιον θελήσει μελλοντικά να σατιρίσει τον «Παστίτσιο» ή τον όποιο «Παστίτσιο». Η στάση του κράτους είναι καθοριστική, καθώς λειτουργεί επιδοκιμαστικά προς εκείνους που προσβάλλονται –ή εμφανίζονται να προσβάλλονται– από ένα θεατρικό έργο ή μία ιστοσελίδα. Είναι μία στάση που τροφοδοτεί, εντέλει, την ένταση των διαμαρτυριών.
 
 ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
 
Στην υπόθεση του «Παστίτσιου», όσον αφορά την εμπλοκή του κράτους, είναι χαρακτηριστικό ότι ο συλληφθείς δεν μοίραζε φυλλάδια ή εικόνες του «γέροντος» στην Ομόνοια, ούτε, έστω, στην πλατεία των Ψαχνών Ευβοίας, όπου ζούσε τη στιγμή της δίωξης. Για να συλληφθεί, χρειάστηκε να κινητοποιηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός: Το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ζήτησε τα στοιχεία του «Παστίτσιου» από το Facebook, με την αιτιολογία ότι «το προφίλ προσβάλλει την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και έναν μοναχό ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως άγιος. Προκαλεί το μίσος σε όλα τα επίπεδα κατά των ορθόδοξων πιστών.

Έχουμε πληροφορηθεί για κοινωνικές αναταραχές εξαιτίας αυτού του γεγονότος». Τα στοιχεία ζητήθηκαν παρανόμως, και επίσης δόθηκαν, εκ μέρους του Facebook, παρανόμως, αφού άρση του απορρήτου προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις κακουργήματος. Στη συνέχεια, εκδόθηκε ένταλμα, η αστυνομία κατέφθασε σπίτι του δράστη, τον συνέλαβε και τον παρέπεμψε στο Αυτόφωρο. Η δυσαναλογία με τις πλημμεληματικού βαθμού κατηγορίες είναι τερατώδης. Για ποιους έχει κινηθεί ανάλογη διαδικασία τα τελευταία χρόνια; Εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω, μονάχα για διακινητές παιδικής πορνογραφίας και μεγαλοεκβιαστές.

O εικοσιεπτάχρονος δεν έκανε απλώς χαβαλέ. Δεν έγραφε, για παράδειγμα, για τους «τράγους», ούτε λαϊκά ρητά του τύπου «τρεις παπάδες να ’ν’ καλοί, κάνουν μια οκά μαλλί!». Εκτός του ότι η σελίδα του ήταν σαφώς συγκρατημένη (σε σχέση με μία μακρά σατιρική και βωμολοχική παράδοση που επί των ημερών μας συνεχίζουν, για παράδειγμα, ο Χάρρυ Κλυν, ο Τζίμης Πανούσης και ποικίλοι άλλοι), το σημαντικό είναι ότι δεν έκανε πλάκα για την πλάκα. Τα αστεία του υπηρετούσαν έναν σκοπό διαφωτιστικό, καθώς πρόθεσή του ήταν να διακωμωδήσει τη δεισιδαιμονία, την αγυρτεία, τα σύγχρονα «νερά του Καματερού», τις «αγίες Αθανασίες» του 2012. Αυτός ο σκοπός θεωρήθηκε από το δικαστήριο ότι επιβαρύνει τη θέση του, καθώς αξιολογήθηκε ότι με τον τρόπο αυτό εξαπατά τους ανθρώπους που καλόπιστα πιστεύουν τις προφητείες του γέροντος Παϊσίου, ενώ εύλογα αγανακτούν όταν σατιρίζεται είτε αυτός είτε, κατ’ επέκταση, η δική τους πίστη στο πρόσωπό του. Ο Φίλιππος Λοΐζος, λίγους μήνες αργότερα, καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, ενώ τη στιγμή που γράφονται οι σελίδες αυτές εκκρεμοδικεί η έφεσή του.

Στην υπόθεση του Corpus Christi το χαρακτηριστικό είναι η παρεμπόδιση και ματαίωση της παράστασης λόγω των διαμαρτυριών. Μία μικρή βόλτα στο Διαδίκτυο μας θυμίζει αμέσως την κόλαση που γινόταν κάθε βράδυ έξω από το «Χυτήριο», εμποδίζοντας τους θεατές να δουν την παράσταση και οδηγώντας τελικά στη ματαίωσή της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, δηλαδή, ότι σε αυτή την ιστορία υπάρχει και μία άλλη διάσταση πέραν της βίαιης καταστολής της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης: η ωμή παραβίαση του δικαιώματος των τρίτων να κοινωνήσουν το αγαθό της δημιουργίας, όποια και να είναι αυτή.

Στην όλη υπόθεση, ο ρόλος της Χρυσής Αυγής είναι εμβληματικός. Το «Χυτήριο» υπήρξε μία τροχιοδεικτικού χαρακτήρα προσπάθεια της οργάνωσης με πολλαπλούς στόχους: να δοκιμάσει τις αντοχές της Πολιτείας και της κοινωνίας έναντι της βίας της, και να εμφανιστεί ως υπερασπιστής των αξιών του Ελληνισμού και του χριστιανισμού απευθυνόμενη σε ευρύτερα ακροατήρια και οικοδομώντας σχέσεις με θεσμούς όπως η Εκκλησία. Το «Χυτήριο» συνιστά, έτσι, στρατηγική κίνηση εκ μέρους της Χρυσής Αυγής, η οποία στέφθηκε με επιτυχία, δείχνοντας ότι η κλιμάκωση της έντασης όχι απλώς μπορεί να γίνει ανεκτή, αλλά και να παραγάγει αποτελέσματα, ενίοτε και καθορίζοντας την ατζέντα. Μετά το «Χυτήριο», η νεοναζιστική οργάνωση έδειξε να ακολουθεί πιστά αυτή τη στρατηγική της έντασης που κατέληξε στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μερικούς μήνες αργότερα, οπότε και ανακόπηκε απότομα, χάρη στην ποινική δίωξη που ασκήθηκε.

image
 
Απόσπασμα –το πλήρες κείμενο στο Η Λογοκρισία στην Ελλάδα, επιμέλεια Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ 2016. Διαθέσιμο εδώ: https://rosalux.gr/publication/i-logokrisia-stin-ellada

«Η Λογοκρισία στην Ελλάδα»

Επιμέλεια: Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος.

Έκδοση Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ 2016.

Ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να αναδείξει για πρώτη φορά την ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα σε μία αυτοτελή ενιαία αφήγηση μέσα από ετερόκλητα στιγμιότυπα λόγου, από τις εικαστικές τέχνες ως τη δημοσιογραφία και από τον κινηματογράφο ως τη λογοτεχνία ή τη φωτογραφία.

Περιέχει επεξεργασμένες αρκετές από τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο ομώνυμο συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα  Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το γραφείο Αθηνών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μία σειρά δοκιμίων τα οποία αξιολογήθηκαν ότι προσθέτουν στην προβληματική του φαινομένου.

Μία ακριβή και λεπτομερειακή περιγραφή της διαδοχής των γεγονότων, μέχρι και τη δίκη του, μας έχει προσφέρει ο ίδιος ο Φίλιππος Λοΐζος. Βλ. Λοΐζος, Φ. (2015). «Πώς βίωσα τους νόμους κατά της βλασφημίας στην Ελλάδα». The Books Journal, 25/10/2015: goo.gl/X7kYIv. Επίσης, κατατοπιστικό είναι το σχετικό λήμμα της Wikipedia.


 

Δεν μπόρεσα να εντοπίσω κάπου μία ευσύνοπτη συγκεντρωτική παρουσίαση των γεγονότων του «Χυτηρίου». Αναγκαστικά, ο αναγνώστης πρέπει να ανατρέξει στα σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου. Παραπέμπω πρόχειρα σε δύο ρεπορτάζ: «Θέατρο Χυτήριο: Επίθεση στον πολιτισμό με εργαλείο την βλασφημία», tvxs, 5/10/2012, όπου και συνέντευξη του σκηνοθέτη Λαέρτη Βασιλείου (goo.gl/Mh7p2i) και «Χυτήριο: Κράτος εν κράτει η Χρυσή Αυγή με την αστυνομία να παρακολουθεί», tvxs, 12/10/2012 (goo.gl/bOnLS).