Συμβαίνουν όμως κάτι πράγματα… Κάτι πράγματα που με κάνουν να νιώθω νά, έτσι, σαν να βρίσκομαι ξαφνικά σε γκαλερί. Ξέρετε, αυτές τις κολωνακιώτικες, που μπαίνεις πλέμπα και βγαίνεις τουλάχιστον Τατιάνα (Μπλάνικ, σύζυγος Νικολάου, υιού πρώην βασιλέα Κωνσταντίνου, υιού Φρειδερίκης – όχι η άλλη, η ιμιτασιόν της τηλεοράσεως). Εκεί που, με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και μια ελαφριά μεταξωτή εσάρπα να χαϊδεύει απαλά τους ώμους σου, βρίσκεσαι μπροστά σε πίνακες που όλοι εκθειάζουν. Αλλά ξαφνικά διαπιστώνεις, πάντα με τη σαμπάνια ανά χείρα και την εσάρπα επ’ ώμων, πως μπροστά σου δεν έχεις έναν Βαν Γκογκ, έναν Ντελακρουά, έναν Ακριθάκη έστω, αλλά πίνακες αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τίτλους όπως «Μούχρωμα στην Καρύταινα» και «Θλίψη και μουντάλα στο Πήλιο».

Ads

Είναι ακριβώς αυτά τα «κάτι πράγματα» που με κάνουν και νιώθω έτσι ακριβώς. Κάπως άκαιρη, παράταιρη, απόκαιρη – κάτι σαν τις ψυχρές αέριες μάζες που περνώντας πάνω από τα ζεστά νερά των θαλασσών προκαλούν αστάθεια. Στις ίδιες, όμως, όχι στους άλλους. Οι άλλοι μια χαρά φαίνονται μες στο μούχρωμα και τη μουντάλα. Τουτέστιν, αντί για τα εκθέματα, νιώθω πως εκτίθεμαι εγώ ως κάτι που μου διαφεύγω.

«Το κάναμε κατά λάθος» είπαν. «Μου έτρωγε τα πουλιά που έπιανα» δήλωσε.

Δύο φαντάροι (νυν, πρώην, σχεδόν, ποιος νοιάζεται – πάντως φορούσαν στολές παραλλαγής και ήταν νέα παιδιά) βρήκαν παιχνίδι ένα έμψυχο ον. Που φυσικά δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα τους, αλλά, πάλι, ούτε αυτοί μπορούσαν να μιλήσουν τη δική του. Αποτέλεσμα: συνεννόηση μηδέν. Υποθέτω πως πίστεψαν ότι το άτυχο σκυλί μπορεί και να βίωνε ευχάριστα τα φριχτά βασανιστήρια που του έκαναν «χωρίς καμία πρόθεση». Δεν είναι, εξάλλου, οι πρώτοι που μπερδεύουν την έννοια «βασανίζω» με την «απόλαυση». Η σκηνή με τους Γερμανούς Εσεσίτες να χορεύουν χαμογελώντας με κοκαλιασμένες γυναίκες, ενώ μουσική έπαιζαν επίσης ξεπιτισμένοι Τσιγγάνοι δεν είναι και τόσο μακρινή. Και εκείνοι την απολάμβαναν τη στιγμή. Πέρα δώθε, πέρα δώθε… στον ρυθμό μιας απάνθρωπης, υπεροπτικής ασυνειδησίας. Πέρα δώθε. Οπως κάναν με το σκυλάκι οι δικοί μας.

Ads

Είμαι υπερβολική;

Του έτρωγε τα πουλιά που έπιανε. Που σκότωνε δηλαδή. Δεν ήταν νέος και σίγουρα είχε τελειώσει από καιρό το φανταριλίκι. Οπλο, όμως, είχε ακόμα. Φαντάζομαι από νέος. Γίνεσαι άνδρας όταν σκοτώνεις, ειδικά μικρά πουλάκια. Τι πέρδικα, τι μπεκάτσα, τι κοτόπουλο στο κάτω κάτω. Ολα φτερά έχουν. Οπως και οι ιδέες εξάλλου. Αυτές, βέβαια, δύσκολα καταπίνονται.

Τα παραλέω;

Τη σούβλισε. Κανονικά. Τη διαπέρασε με το ψαροντούφεκο (και όπλο θαλάσσης ο τρισμέγιστος). Και την άφησε μέσα σε ένα αυτοσχέδιο κλουβί. Και καλά τη σημάδεψε και καλά την πέτυχε και με την ψαροσκοτώστρα. Γιατί δεν τη σκότωσε παρά την άφησε σ’ ένα κλουβί σχεδόν ζωντανή, με το καμάκι στην κοιλιά; Οτι δηλαδή του προσέφερε τι; Βλέμμα ποιο; Ευχαρίστηση ποια; Ποιο συναίσθημα, ποια σκέψη;

«Δε γνώριζα ότι η κακοποίηση ζώου είναι παράνομη» είπε! «Ηταν έναν ατυχές συμβάν» είπαν!

Είπαν, έκαναν, θα ξαναπούν, θα ξανακάνουν. Τις κατακραυγές του κόσμου τις ακούω βερεσέ. Δεν είναι πολιτικοί, ώστε η αγανάκτηση να τους στοιχίσει ψήφους. Οπλοφόροι είναι. Και δεν είναι μόνοι ούτε οι μόνοι. Ειδικά όταν ο υπουργός (επί ΣΥΡΙΖΑ!) θέλησε να μειώσει, μάλιστα, τις αντίστοιχες ποινές.

Φυσικά, δεν φέρονται όλοι το ίδιο άσχημα στα τετράποδα. Να, ένας καθηγητής Χημείας του Πανεπιστημίου της Βιέννης πήγε διακοπές στην Κρήτη, είδε κάτι κατσίκες να μασουλάνε ξερόχορτα και του ’ρθε έκλαμψη! Θα πάρω σου λέει τα περιττώματά τους, άκου τώρα, και θα φτιάξω όχι λίπασμα ως είθισται, αλλά χαρτί… Υγείας; Επιστολόχαρτο; Πολυτελείας; Μη με ρωτάς, να σου πω δεν ξέρω.

Δεν ξέρω και δεν νιώθω και καλά. Σαν πολύ βαρύ να μου ’κατσε άξαφνα αυτό το μούχρωμα. Οχι ότι εξεπλάγην. Ούτε ότι απογοητεύτηκα. Δεν περίμενα δα και κάτι καλύτερο. Τέτοιοι είμαστε, τέτοια κάνουμε.

…Τα τρώμε, τα φοράμε, τα σκουπιζόμαστε. Και μετά πάμε για ύπνο, με τη σιγουριά ότι η μέρα ξημερώνει για όλους.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών