Τα ΜΜΕ ευθύνονται για την κατάντια μας, όσο και ο δικομματισμός…”, ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη,  για την ελληνική κοινωνικοπολιτικοοικονομική κρίση, με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές της 17ης Ιούνη 2012, αλλά και την υποδοχή που είχε το βιβλίο του με τίτλο “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας”, κυρίως από τη “βιομηχανία ενημέρωσης”, συμμετέχοντας στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση που δημοσιεύεται στο tvxs από το 2010.

Ads

 
… και θα ξεκινήσω με την περιγραφή ενός πρόσφατου συμβάντος: Την περασμένη Παρασκευή (8/6/12), μου τηλεφώνησαν από την ΕΡΤ, για να με καλέσουν, το απόγευμα της ημέρας των εκλογών, σε πάνελ με οικοδέσποινα την Έλλη Στάη.

Αρνήθηκα δηλώνοντας, με έντονο ύφος, στη συνεργάτιδα τής μεγαλοδημοσιογράφου, τα εξής. Πρώτον, μου είναι απεχθές το ξινό υπεροπτικό στυλάκι τής εν λόγω παρουσιάστριας, ιδίως από τη στιγμή που αμείβεται με λεφτά του έλληνα φορολογούμενου.

Και δεύτερον, τη θεωρώ συνυπεύθυνη με τους βουλευτές-τέρατα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που μας οδήγησαν στο σημερινό χάλι, επειδή απλούστατα τόσα χρόνια, με τις εκπομπές της, άλλο δεν έκανε από το να τους διευκολύνει στο να κάνουν πλύση εγκεφάλου και τελικά να χειραγωγούν έναν ολόκληρο λαό.

Ads

Δεν πιστεύω ότι στα κανάλια προσκαλείται κανείς, χωρίς να έχει, με κάποιον τρόπο, ελεγχθεί. Δηλαδή, θέλουν να έχουν εξασφαλίσει τα νώτα τους, να είναι σχετικά σίγουροι ότι «δεν θα σπάσεις τα αυγά». Για να γίνεις θαμώνας των πάνελ, δεν γίνεται να κάνεις κριτική στον Πρετεντέρη ή στη Στάη. Επιτρέπεται να κατευθύνεις τα βέλη σου, στη χειρότερη περίπτωση, σε κάποιον του αντίπαλου κόμματος. Μέχρι εκεί.

Με λίγα λόγια, υπάρχει μία αόρατη σύμβαση και δεν πρέπει να περάσεις κάποιο όριο με όσα λες. Δεν μπορείς να επιτεθείς στον καναλάρχη, δεν μπορείς να πεις π.χ., στον Παπαδάκη ή στον Χατζηνικολάου ότι έκαναν στροφή 180 μοιρών πρόσφατα, κι ότι λένε τώρα τα αντίθετα απ’ αυτά που έλεγαν τόσα χρόνια, ή ότι τον καιρό της Φούσκας οι ίδιοι διευκόλυναν και εξυπηρετούσαν όλους αυτούς τους πολιτικούς που τώρα δήθεν κατακρίνουν. Διαφορετικά, δεν θα σε ξανακαλέσουν.

Για παράδειγμα, με είχε καλέσει για μισή ώρα (όπως μου είχαν πει αρχικά) στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ο Σπύρος Μάλλης, το διήμερο λίγο πριν τοποθετήσουν τον Παπαδήμο στη θέση του πρωθυπουργού, και εγώ το μόνο που πρόλαβα να πω (στα δέκα λεπτά που με άφησαν να μιλήσω τελικά) ήταν: «Γιατί καλείτε τους ίδιους και τους ίδιους, και δεν φέρνετε κάποιους άλλους ανθρώπους, για να ανέβει και το πνευματικό επίπεδο των εκπομπών σας; Έτσι, ο κόσμος απογοητεύεται και οδηγείται σε μεγαλύτερο μηδενισμό». Δηλαδή, έκανα μία ερώτηση, δεν έκανα επίθεση.

Το μόνο που είπα, το οποίο μπορεί να ενόχλησε, ήταν: «Καλείτε τους ίδιους και τους ίδιους από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, οι οποίοι, πλέον, μπορούν να βρουν καταφύγιο, μόνο στο σπίτι τους, στη Βουλή και στα κανάλια σας. Όπου αλλού εμφανιστούν, τους προπηλακίζει ο κόσμος».

Το αποτέλεσμα ήταν ότι έπεσαν διαφημίσεις, και τότε μπήκε κάποιος υπεύθυνος της εκπομπής και μου είπε: «Σας παρακαλούμε να βγείτε, γιατί έχουμε θέμα με τη ροή, και θα σας καλέσουμε μία άλλη φορά, να μιλήσετε πολλή ώρα». Με εκπαραθύρωσαν κανονικά. Είναι δεδομένο, τι μπορείς να πεις και τι δεν μπορείς, μέσα σε μία εκπομπή. Υπάρχει μία αόρατη κόκκινη γραμμή, και όποιος κάνει το λάθος και την υπερβεί, εκπαραθυρώνεται απλώς.

Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, ότι το παιχνίδι είναι σικέ, και ότι αυτή η βιομηχανία ενημέρωσης, είναι εργοστάσιο παραγωγής εικονικής πραγματικότητας, που ο κόσμος, αυτή τη στιγμή, επειδή στριμώχνεται οικονομικά, και βασανίζεται και υποφέρει, έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται το ρόλο τους. Τον προηγούμενο καιρό που ήταν και αυτός αποχαυνωμένος, καθόταν και τα «έτρωγε» όλ’ αυτά που άκουγε.

Είναι υποκριτικό, από τη μεριά των κρατούντων και της ελίτ, να κόπτονται επειδή παίρνουν υψηλά ποσοστά τα ακραία κόμματα, ενώ οι ίδιοι φταίνε που καταβαράθρωσαν τη μεσαία τάξη. Διότι, όταν δεν υπάρχει μεσαία τάξη, δεν υπάρχει κεντρώο ρεύμα ψηφοφόρων. Όταν εξωθούν την ίδια τη μεσαία τάξη σε μία περιθωριοποίηση, πού αλλού περίμεναν να κατευθυνθεί;
 
Κρ.Π.: Νομίζεις, ότι θα μπορούσαν τα ΜΜΕ να είχαν προσκαλέσει ανοιχτά τους έλληνες διανοητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, να τους είχαν πει για παράδειγμα, σας προσκαλούμε ή ακόμη και σας προτρέπουμε να μιλήσετε για την κατάσταση στην χώρα;
 
Δεν θέλουν. Αυτοί τους οποίους καλούν για να μιλήσουν, είναι άνθρωποι που λένε πράγματα τα οποία, είτε τους βολεύουν είτε δεν τους ενοχλούν…
Παράδειγμα, ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Ένας ψυχίατρος, ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτής, τον οποίο περιφέρουν στην τηλεόραση σαν επιτάφιο (η Φλέσσα, ο Σταύρος Θεοδωράκης, η Στάη), για να επαναλαμβάνει μόνον ότι:

«Ο ελληνικός λαός είναι ανώριμος, επειδή οι μανάδες κακομαθαίνουν τα παιδιά τους», και δεν λέει ότι στην Ελλάδα η οικογένεια έχει μεγάλη δύναμη, διότι όλοι οι άλλοι θεσμοί είναι δυσλειτουργικοί, επειδή είναι εισαγωγής και ποτέ δεν ρίζωσαν σ’ αυτόν τον τόπο! Και ότι μόνο στην οικογένεια μπορεί κανείς να βρει εδώ καταφύγιο. Ακόμα πιο πολύ, με την Κρίση, σήμερα.
 
Κρ.Π.: Τόσοι άνεργοι, αν βρισκόμασταν π.χ. στην Αμερική, δεν θα ήταν, τώρα, άστεγοι; 
 
Μα, αυτή τη στιγμή, είναι δίχτυ ασφαλείας για την Ελλάδα η οικογένεια. Διαφορετικά θα είχαν διαλυθεί όλα. Και υπάρχουν, βέβαια, ιστορικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται κάτι τέτοιο.

Αυτός ο άνθρωπος, όμως, κάνει μία παρατήρηση, η οποία βολεύει κάποιους να λέγεται. Γι’ αυτό και οι εν λόγω δηλώσεις του προβλήθηκαν από τις εκπομπές της Έλλης Στάη και του Σταύρου Θεοδωράκη, πρόσφατα, κοντά στις τελευταίες εκλογές. Το να βγαίνεις και να λες, τέτοιες στιγμές, ότι ο λαός είναι ανώριμος, δίνει άλλα μηνύματα και χρησιμοποιείται για τελείως διαφορετικούς σκοπούς…

Και το κυριότερο, και το πιο ποταπό, είναι ότι δήλωσε πως οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν από φτώχεια. Αυτό κι αν είναι χρήσιμο στους ιθύνοντες και στην ελίτ, για να αποσιωπήσουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που αυτοκτονούν από οικονομική απελπισία αυτή τη στιγμή.

Και εγώ ακόμα, με τα λίγα που ξέρω περί ψυχολογίας, γνωρίζω ότι υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι που αυτοκτονούν οι άνθρωποι:
Ο πρώτος είναι ο θάνατος προσφιλούς προσώπου. Ο δεύτερος είναι η βαριά αρρώστια, δική σου ή κάποιου οικείου σου. Τρίτος είναι η βίαιη κατάρρευση του οικονομικού στάτους, πράγμα που έπρεπε να το ξέρει ένας ψυχίατρος. Και τέταρτος είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας.

Για τον τρίτο λόγο, που είναι η βίαιη κατάρρευση του οικονομικού στάτους, σας θυμίζω την περίπτωση του εφοπλιστή Παντελή Σφηνιά, που αυτοκτόνησε μετά το ναυάγιο του «Σάμινα», πήδηξε από το μπαλκόνι της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Φυσικά, όσοι είναι εξ αρχής φτωχοί, δεν αυτοκτονούν λόγω της φτιώχειας τους. Μάλιστα, σε χώρες της Ασίας, που είναι πάρα πολύ φτωχοί, έχουν κι ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά, παρά την ασύλληπτη ανέχεια τους.

Αλλά, όταν μιλάμε για βίαιη μεταβολή, όπου, ακόμα κι ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης, που χάνει τα λίγα λεφτά του και βουλιάζει στα χρέη, μπορεί να φτάσει σε απόγνωση και να αυτοκτονήσει, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Όταν, λοιπόν, ένας ψυχίατρος εμφανίζεται ως πνευματικός άνθρωπος και ειδικός, και τον καλούν στα κανάλια, καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μία σκοπιμότητα που τον παρουσιάζουν επανειλημμένα, εφόσον γνωρίζουν τι θα πει και τους βολεύει αυτό το πράγμα.

Σ’ αυτό το θέμα, που είπες επίσης, για ποιο λόγο δεν φωνάζουν τους πνευματικούς ανθρώπους, η απάντηση είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πνευματικού κόσμου είναι συμβιβασμένο, πάντα ήταν, και πάντα ωφελιμιστικά λειτουργούσε, και ποτέ δεν θα πήγαινε να συγκρουστεί με κανέναν.

Ειδικά την περίοδο της πλασματικής ευδαιμονίας, που ζήσαμε περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι και όλη σχεδόν τη δεκαετία του 2000, μεσουράνησαν και στον πνευματικό κόσμο αξίες, που έλεγαν πράγματα τα οποία είτε βόλευαν τους κρατούντες, είτε δεν τους ενοχλούσαν απλώς.

Ένα παράδειγμα, που δεν είναι τυχαίο, και είναι απόδειξη του κομφορμισμού της ίδιας της κοινωνίας, είναι ότι στα αναγνωστικά γούστα των Νεοελλήνων μεσουράνησε τότε ο Νίκος Θέμελης, ο στενός σύμβουλος του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη.

Δηλαδή, μία χώρα, η οποία λάτρευε κάποτε συγγραφείς όπως ο Καζαντζάκης, που τον κυνήγησε η εκκλησία, συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος, που τα βιβλία του έγιναν ανάρπαστα στις αρχές της μεταπολίτευσης και είχε μπει φυλακή για τις ανατρεπτικές ιδέες του, ή ο Ρίτσος, που είχε πάει εξορία, αυτή η χώρα έφτασε στο σημείο να λατρεύει έναν συγγραφέα που ήταν ομοτράπεζος της εξουσίας.

Αυτό δείχνει μία συμβιβασμένη κατάσταση, κομφορμιστική, και στον πνευματικό κόσμο, και στο κοινό που το ακολουθούσε όλο αυτό, αλλά βέβαια και στα μήντια, που έκαναν τόση πλύση εγκεφάλου στον κόσμο, ώστε τελικά φτάσαμε στο σημείο να έχει γίνει το μυαλό του κοινού πουρές!

Επίσης, είχε ακουστεί και ένα ιδεολόγημα περί των ανθρώπων των γραμμάτων, το οποίο είχε αναφέρει και ο Πέτρος Τατσόπουλος: η διαβόητη σιωπή των πνευματικών ανθρώπων. Δηλαδή, πρώτα μας αφαίρεσαν τα μικρόφωνα, και μετά μας είπαν, γιατί δεν μιλάτε;

Προσωπικά, κατ’ εξακολούθησιν έχω λογοκριθεί από τα μήντια, και στο τέλος αιωρείται και αυτή η κατηγορία: δεν μιλάτε. Γιατί ο κόσμος δεν ξέρει ποιος μιλάει, και ποιον αφήνουν να μιλήσει πραγματικά.

Επίσης, το τελευταίο μου βιβλίο, ενώ είμαι ένας συγγραφέας που δημοσιεύει επί 33 χρόνια και έχουν τυπωθεί πάνω από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων μου, εδώ και τρεις μήνες ακριβώς, για μεγάλα έντυπα, όπως «Η Καθημερινή», «Το Βήμα» κλπ., αλλά και φρι-πρες όπως η «Lifo» ― γι’ αυτούς δεν εκδόθηκε ποτέ!

Αν δεν είναι αυτό μία απόδειξη ότι χαλκεύουν μία εικονική πραγματικότητα, τι είναι; Και αν κάνουν κάτι τέτοιο σε μία σκνίπα, όπως είναι ένας συγγραφέας, φαντάσου τι κάνουν με τις σοβαρές πολιτικές ειδήσεις!

Είναι ηλίου φαεινότερον ότι κατασκευάζουν την πραγματικότητα, όπως τους βολεύει. Το έχω ζήσει στο πετσί μου, δηλαδή.

Και τώρα, αρχίζει να το ζει και ο υπόλοιπος κόσμος, λόγω των οικονομικών συνθηκών και της εξαθλίωσής του, και αντιλαμβάνεται ότι αυτά που του λένε, είναι εκβιαστικά, είναι ψέματα, μια στυγνή προπαγάνδα.

Επαναλαμβάνω ότι είναι συνυπεύθυνοι οι μεγαλοδημοσιογράφοι της τηλεόρασης και τα ΜΜΕ γενικά, για τη διαμόρφωση αυτής της εικονικής πραγματικότητας, διότι κάνουν πλύση εγκεφάλου στον κόσμο και τον χειραγωγούν.
 
Κρ.Π.: Και το βιβλίο σου, καταπιάνεται αμειγώς με την επικαιρότητα…
 
To βιβλίο μου μιλάει και για την αποτυχία μας μετά από τόσα χρόνια κυνηγητού της επιτυχίας, του χρήματος, της καριέρας και του τρόμου να μη γίνουμε loser, δηλαδή χαμένοι, αποτυχημένοι ― όλης αυτής της αμερικανιάς.

Την Κρίση, ή αλλιώς την αποτυχία μας, την προκάλεσε ο ασύδοτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, και η Ελλάδα μπήκε σ’ αυτόν το χορό μετά την είσοδο στο Ευρώ, και ήταν ο Σημίτης ο πρωτεργάτης, εκείνος που άνοιξε την πόρτα σε όλο αυτό το πράγμα.

Με άλλα λόγια, το βιβλίο μου αποτυπώνει την πολιτική έκφανση, ή ίσως την κοινωνική όψη της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Και τελικά, ήταν το κυνήγι τής πάση θυσία επιτυχίας, αυτό που μας οδήγησε στην αποτυχία, η οποία είναι παταγώδης, και στην Κρίση.

Χρειάζεται, λοιπόν, να την αντιμετωπίσουμε μ’ έναν άλλο τρόπο, ως μία υψηλή τέχνη, και όχι να θρηνούμε μόνο επειδή χάσαμε τα κεκτημένα μας τής καταναλωτικής εποχής. Επειδή αγνοούσαμε ότι χρειάζεται στη ζωή και η αποτυχία, επειδή δεν είχαμε επίγνωση ότι πρέπει να έχεις στην πορεία σου εναλλαγές ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, τώρα μας έρχεται με φόρα η αποτυχία, πολλαπλασιασμένη, και μας διαλύει.

Αυτό που εννοώ με τον τίτλο του βιβλίου μου είναι ότι, εάν δεν αντιμετωπίσεις ακόμα και την αποτυχία ως μια αναγκαιότητα, ως ευκαιρία για αναθεώρηση της πορείας σου, ως ευκαιρία για αλλαγή, τότε δεν κερδίζεις τίποτα, δεν διδάσκεσαι, δεν πιάνει τόπο αυτή η συμφορά που σε βρήκε.

Κι αυτός είναι ο μεγάλος φόβος μου, ότι δεν έχουμε διδαχτεί από την αποτυχία μας, ο πολύς κόσμος ακόμα δεν έχει αλλάξει μέσα του, εξακολουθεί να θρηνεί για την απώλεια των κεκτημένων του, και φαντασιώνεται ή ψάχνει τρόπους για να τα ξαναποκτήσει.

Κρ. Π.: Βέβαια, υπάρχει και ο κόσμος που δεν ζούσε έτσι, ούτε απολάμβανε τη… μασίφ επιτυχία του, ούτε πετούσε στα σύννεφα, και που ενώ εργαζόταν για χρόνια νυχθημερόν, ούτε πλούτισε, ούτε απέκτησε ποτέ την ειρωνεία του αλαζόνα… γουίνερ (επιτυχημένου).
 
Αυτό εννοείται, το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου δεν ισχύει επ’ ουδενί. Και υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που εξακολουθούσαν να δυσκολεύονται ακόμα και την εποχή της Φούσκας. Αλλά δεν έδιναν αυτοί τον τόνο στα πράγματα, δεν ήταν το δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Κι έτσι, όταν γενικεύουμε, αναγκαστικά αδικούμε κάποιους. Δεν γίνεται αλλιώς.

Από κει και πέρα, το βιβλίο μου μιλάει και για τη λογοτεχνία, και γενικά για την τέχνη της τελευταίας δεκαετίας. Κινείται, δηλαδή, και προς τις δύο κατευθύνσεις, εξετάζει και την κοινωνία και την τέχνη αυτής της περιόδου.

Η τέχνη, ένα κομμάτι της τουλάχιστον, πάντοτε προηγείται της κοινωνίας, και όλ’ αυτά τα χρόνια κυριαρχούσε μία τέχνη αντίστοιχη του λάιφ-στάιλ του Κωστοπουλικού, μια τέχνη που στη μουσική εξέφραζαν, ας πούμε, η Βίσση και η Βανδή, έχοντας περιορίσει σ’ ένα περιθώριο μουσικούς όπως, π.χ., ο Αγγελάκας ή ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Η αλλαγή στην κοινωνία μας θα φανεί πρώτα σε ένα τέτοιο επίπεδο, με το να μετατοπιστούν στο επίκεντρο και να κυριαρχήσουν άλλου είδους καλλιτέχνες, όπως αυτοί που προανέφερα, φέρ’ ειπείν. Τότε θα καταλάβουμε ότι κάτι άλλαξε σε βάθος, όταν ο κόσμος θα έχει πια την ανάγκη μιας άλλης μουσικής, πιο εμψυχωτικής, κι όχι απλώς διασκεδαστικής, με σκέτο θέαμα, όπως ήταν το λαϊκοπόπ, πλαστικό τραγούδι.

Η κοινωνία δεν πρόκεται να αλλάξει μόνο με το να μετακινηθεί ένα μέρος του εκλογικού σώματος προς τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, που πολύ φοβάμαι ότι είναι μια μετακίνηση σαν ζάπινγκ πολιτικό, όπου, αντί για κανάλι, αλλάζουν απλώς κόμμα, πιστεύοντας, οι πιο πολλοί, ότι θα τους ξαναδώσει πίσω τα κεκτημένα τους.

Δεν αρκεί, αυτοί που ήταν καθισμένοι στον καναπέ τους και ψήφιζαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, να παραμείνουν καθισμένοι στον καναπέ τους και να ψηφίσουν απλώς σήμερα ένα άλλο κόμμα. Πρέπει να δημιουργηθούν μορφές αλληλεγγύης μέσα στην κοινωνία, να δημιουργηθεί ένα πλέγμα κοινωνικό τέτοιο, που θα μεταβάλει την κατάσταση. Αυτό θα αντιπαρατεθεί μέχρι και στη Χρυσή Αυγή, αυτό θα αλλάξει και την ψυχολογική μας κατάσταση. Κι αυτό, δεν έχει συμβεί ακόμα.

Μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι από όσους έχουν πληγεί από την Κρίση, αρνούνται απλώς να αποδεχτούν την απώλεια του οικονομικού τους στάτους, και δεν έχουν χωνέψει τη νέα τους κατάσταση, ώστε να αντιδράσουν και ανάλογα.

Δεν έχουν αποχαιρετήσει τα κεκτημένα τους, και αυτό που θα ήθελαν είναι να επιστρέψουν ως διά μαγείας στον καιρό της Φούσκας. Κι αυτό είναι επίφοβο, διότι θα απογοητευτούν και μπορεί να οδηγηθούν σε τυφλές αντιδράσεις, σε μηδενισμό.

Και φυσικά, υπάρχει και ένα κομμάτι ψηφοφόρων θλιβερά αμετανόητο, που ξαναψηφίζει ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, γιατί απλούστατα δεν έχασε τα κεκτημένα του, και θέλει να τα διατηρήσει.
 
Κρ.Π.: Δύο από τα κείμενα του βιβλίου σου είχαν πρωτοδημοσιευτεί στο tvxs.gr;
 
Το προτελευταίο κείμενο του βιβλίου είναι το οδοιπορικό μου στο κίνημα των Αγανακτισμένων, το οποίο περιγράφω με λεπτομέρειες, αφού το έζησα από κοντά. Δηλαδή, συμμετείχα ενεργά, και παρακολούθησα τα γεγονότα και στις δύο πλατείες, σαν αυτόπτης μάρτυρας, καθώς πήγα και ξαναπήγα εκεί, εκείνες τις μέρες. Ένιωθα μεγάλη χαρά, βλέποντας ότι ο κόσμος σηκώθηκε επιτέλους από τον καναπέ του και εκφράζεται συλλογικά, όσο κι αν διαφωνούσα με διάφορες από αυτές τις μορφές έκφρασης.

Και το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου μου, το επιλογικό ας πούμε, μιλάει με αφορμή τη δέκατη επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου. Γιατί το βιβλίο μου ξεκινάει, χρονικά, λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και τελειώνει με αυτό το μικρό κείμενο, για την επέτειο του 2011.

Και τα δύο αυτά κείμενα, πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας στο tvxs.gr. Το πρώτο, μέσα στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου που έχεις ανοίξει εσύ προσωπικά, με τον γενικό τίτλο «τι πρέπει να κάνουμε». Και μετά, το δεύτερο, μου το είχες ζητήσει για έναν επίσης δημόσιο διάλογο στο tvxs.gr, με θέμα την 11η Σεπτεμβρίου.
 
Κρ.Π.: Στην Υψηλή Τέχνη της Αποτυχίας, γράφεις και σε σχέση με την αξία των προσώπων της διανόησης και της τέχνης…
 
Όπως είπα, «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας», δεν είναι μόνο ένα γραπτό ντοκυμαντέρ για την κοινωνική κατάσταση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά μιλάει και για την τέχνη της. Δηλαδή, τι είδους βιβλία κυκλοφορούσαν, ή τι είδους βιβλία αγνοήθηκαν, από την επίσημη κριτική, από το λογοτεχνικό και πνευματικό κατεστημένο.
Η προσέγγιση, μες στο βιβλίο μου, όλων αυτών των έργων, βιβλίων ή ταινιών, γίνεται πάντοτε σε ένα επίπεδο που σχετίζεται με την κοινωνία. Γιατί η τέχνη, στην πραγματικότητα, είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας.

Πώς είπα πριν για τη μουσική; Το γεγονός ότι φτάσαμε στο σημείο να κυριαρχεί αυτή η κουρελαρία πολυτελείας, από τη Βίσση ώς τη Βανδή, καθρεφτίζει την κατάντια του πληθυσμού. Ένας λαός, που κάποτε άκουγε λαϊκά τραγούδια σπάνιας ζωτικότητας και δύναμης, κατάντησε να ακούει σκουπίδια ― αυτό είναι απολύτως ενδεικτικό και καθρεφτίζει επακριβώς τα χάλια μας!

Και στο βιβλίο μου, προσπαθώ να μιλήσω για έργα που πέρασαν απαρατήρητα ή έμειναν στο περιθώριο, διότι σε αυτά κρυβόντουσαν πράγματα που δεν ήθελε να τα βλέπει ο κόσμος στον καθρέφτη του.
 
Κρ. Π.: Τουλάχιστον από την δυνατότητα που μας δίνουν τα σχόλια των αναγνωστών, και εδώ στο tvxs.gr αλλά και στα σόσιαλ μήντια, δεν γίνεται αντιληπτό, ότι πλέον ο κόσμος έχει ανάγκη και ψάχνει να βρει ουσία γύρω του, αλλά, σπανίως… του προσφέρεται;
 
Ένα μέρος των ΜΜΕ έδινε πληροφορίες ακόμα και την εποχή της Φούσκας. Η λογοκρισία εκείνων των χρόνων δεν ήταν η γνωστή από άλλες ιστορικές περιόδους, η οποία εφαρμόζεται μέσω της απαγόρευσης της πληροφορίας. Ζήσαμε ένα νέο είδος λογοκρισίας όλο αυτόν τον καιρό: λογοκρισία διά του πληθωρισμού της πληροφορίας. Κυκλοφορούσαν εκατό χιλιάδες έντυπα, φρι-πρες, περιοδικά-ένθετα στις εφημερίδες κ.λπ., κι έτσι τα ουσιώδη χάνονταν μέσα στο σωρό.

Ο μέσος άνθρωπος, ο οποίος, πριν, πίστεψε σε αυτήν την γκλαμουριά, και οι αξίες που του είχαν φυτέψει στο μυαλό ήταν: ξανθιά γκόμενα, τζιπ Τσερόκι και Μύκονος, ήθελε να βρει τραγούδια που να εκφράζουν αυτήν την γκλαμουριά. Τώρα που υποφέρει, όμως, θα ακουστεί διαφορετικά στ’ αυτιά του η «Αγρύπνια» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ή το «Σιγά μην κλάψω» του Αγγελάκα.

Θα διαφοροποιηθούν, δηλαδή, οι ψυχές των ανθρώπων, και μαζί τους θα αλλάξουν και οι πνευματικές αξίες. Διότι δεν υπήρχε τίποτα το πνευματικό στη Βίσση ή στη Βανδή, επρόκειτο για το απόλυτο τίποτα, για ένα άδειο κέλυφος.

Όταν δούμε ότι ο κόσμος απαιτεί άλλα τραγούδια, ότι διαβάζει άλλα βιβλία, όταν δούμε μια μετατόπιση των αξιών, τη διαμόρφωση μιας νέας ιεραρχίας αξιών, αυτό θα είναι το χαρακτηριστικό σημάδι ότι η κοινωνία άλλαξε.

Και ακόμα, δεν έχει έρθει κάτι τέτοιο. Ή τουλάχιστον, δεν έχει έρθει με τρόπους που να είναι ορατοί διά γυμνού οφθαλμού.
 
Κρ.Π.: Υπήρχε και μία τάση, να απαξιώνεται κάθε ψυχική δυσκολία… όπως και να απωθείται. Για παράδειγμα, είχε βγει μία ταινία που το αποτύπωνε αυτό, αμερικάνικη φυσικά, που ένας τύπος με ένα τηλεκοντρόλ στο χέρι, όταν δυσκολευόταν, ματαιωνόταν ή αποτύγχανε, στη σχέση με τη γυναίκα του, ή στη δουλειά του, κλπ., το πάταγε, προχωρώντας χρονικά τη ζωή του, ώστε να το αποφύγει…
 
Ο ελληνικός λαός, είχε μια σοφία παλαιότερα. Π.χ. όταν βρήκαν διάφορες συμφορές τον Ωνάση, όπως ο θάνατος του γιου του, του Αλέξανδρου, ο κόσμος έλεγε ότι οι συμφορές τον βρήκαν, επειδή παρα-είχε μεγάλες επιτυχίες. Δηλαδή, είχε διαπράξει μία ύβρη με τόση επιτυχία πριν.

Ο λαός ήξερε ότι υπάρχει εναλλαγή μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας, και ότι δεν είναι καλό να ξεπερνάς τα όρια. Λοιπόν, εμείς υπερβήκαμε τα όρια, και πήγαμε να κλείσουμε τα μάτια στην όποια δυσκολία.

Δεν είναι τυχαίο, ότι επί δέκα με δεκαπέντε χρόνια, ήταν σήμα κατατεθέν αυτό το χαμόγελο διαφημιστή οδοντόπαστας στην τηλεόραση.
 
Κρ. Π.: Μάλιστα, δεν έμοιαζε, σαν να ήθελαν να σε υποχρεώσουν, ακόμα κι είχες πένθος, εν μία νυκτί να χαμογελάς με… θετική ενέργεια; Σα να απαγορευόταν να διαχειρίζεται κάποιος, έναν φυσιολογικότατο ψυχικό πόνο;
 
Αυτή ήταν μια αμερικάνικη λογική και θεωρία. Μια αμερικάνικη έμπνευση, που η παγκοσμιοποίηση τη διέσπειρε και την εξάπλωσε παντού, ακόμα και σε μια μικρή χώρα της περιφέρειας, όπως η δική μας. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυρίαρχη ιδεολογία των ημερών μας είναι η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, και όχι το τέλος της Ιστορίας που έλεγε ο Φουκουγιάμα. Η Ιστορία συνεχίζεται αενάως.
 
Κρ. Π.: Οι Αμερικάνοι στην διακήρυξή τους έγραφαν ότι στόχευαν στην ευτυχία, ενώ οι Ευρωπαίοι είχαν αντίθετα στόχο τους, την μείωση της δυστυχίας (την δικαιοσύνη)…
 
Αυτό το έχει πει ένας φιλόσοφος, ο Καρλ Πόπερ: ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα βάζουν ως στόχο τους την επιδίωξη της ευτυχίας, ενώ τα δημοκρατικά επιδιώκουν το να λιγοστέψει η δυστυχία.
 
Κρ. Π.: Σε σχέση με τις εκλογές που έρχονται, τι θα είχες να πεις στον κόσμο;
 
Το δρόμο ανοίγουν οι απελπισμένοι, οι άλλοι τσαλαβουτάνε στη λάσπη!…
Γι’ αυτό, να μην ψηφίσουν τα δύο κόμματα τα οποία μας οδήγησαν σ’ αυτό το χάλι. Αυτό θα έλεγα. Και ότι, δεν τελειώνει η ιστορία με την ψήφο. Εκεί αρχίζει ενδεχομένως. Αλλά δεν τελειώνει. Χρειάζεται πολλή δουλειά στο εσωτερικό της ψυχής σου, για να αλλάξεις και να προσπαθήσεις να συμμετέχεις κοινωνικά, και όχι απλώς να πας μια φορά στα τέσσερα χρόνια και να ψηφίζεις.
 
Κρ. Π.: Δηλαδή, να πάψεις να είσαι τηλεθεατής που τον ενδιαφέρει μόνο το «τι έγινε;» και να συμμετέχεις στο… τι έγινε;
 
Ακριβώς. Να προσπαθήσεις να σκεφτείς, ότι το να πας να ψηφίσεις, είναι η έναρξη μιας στάσης ζωής, και όχι το τέλος.