Γενικά η επίσημη στατιστική φροντίζει να διαμορφώνει επαρκείς ορισμούς και να τους κρατά σταθερούς στο χρόνο και εναρμονισμένους μεταξύ των χωρών. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι οι ορισμοί, παρότι διαμορφώνονται με ακεραιότητα και επιστημονική ευθύνη, δεν είναι πάντα κατανοητοί και ακόμα περισσότερο δεν είναι κατανοητές οι αλλαγές και οι περιορισμοί τους.

Ads

Δυστυχώς, πριν από μερικές μέρες αυτό έγινε κάτι παραπάνω από σαφές με αφορμή την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας που περιλάμβανε και παράρτημα με μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την επίδραση των δημοσιονομικών πολιτικών σε ομάδες πληθυσμού με διαφορετικά εισοδήματα και άρα και την φτώχεια.

Τα ΜΜΕ κατάλαβαν ότι η ΠΦΑ έχει βουλιάξει τη χώρα στην φτώχεια, οι τίτλοι ήταν σαφείς, αυξήθηκε 8% η φτώχεια το 2015 ενώ είχε μειωθεί 7% το 2014 (ΔΟΛ, Καθημερινή, και δεκάδες άλλα μέσα). Ακόμα και η εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ Αυγή παρότι το έθαψε βαθιά μέσα στο σχετικό άρθρο, κατάλαβε το ίδιο ακριβώς πράγμα.

Όμως σίγουρα η εντύπωση και κατά πάσα πιθανότητα και τα νούμερα είναι λάθος. Η εισοδηματική φτώχεια μετριέται συνήθως ως το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε νοικοκυριά με ισοδύναμο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου εισοδήματος. Μετριέται με την ευρωπαϊκή έρευνα εισοδήματος και συνθηκών ζωής (EU-SILC) και τα αποτελέσματα της έρευνας του 2015 δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμα.
 

Ads

Αυτό που αναφερόταν στην έκθεση του διοικητή της ΤΤΕ δεν είναι στοιχεία αλλά οι εκτιμήσεις ενός μοντέλου (Euromod) του πανεπιστημίου του Essex που εκτιμά την επίδρασης δημοσιονομικών πολιτικών (φόροι, παροχές, κοινωνικές μεταβιβάσεις κλπ) στο εισόδημα. Είναι ένα δοκιμασμένο και ευρέως χρησιμοποιούμενο μοντέλο. Οι εκτιμήσεις του όπως το χρησιμοποίησε η ΤΤΕ, παρουσιάζονται συγκριτικά με τα στοιχεία της SILC για την περίοδο 2010-2014:

image

* Πατήστε πάνω στον πίνακα για μεγέθυνση 

Όντως το 2014 είχαμε μια μείωση κατά μία μονάδα της εισοδηματικής φτώχειας από 23,1% σε 22,1%, μια μείωση μιας ποσοστιαίας μονάδας που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία μεταβολή του ποσοστού (!!) κατά 4.3% και όχι – 7%. Ο κυριότερος λόγος αυτής της μεταβολής ήταν το κοινωνικό μέρισμα δηλ. καταβολή ενός ποσού 500 ευρώ σε 450.000 νοικοκυριά με εισόδημα κάτω των 6.000 ευρώ (το όριο και η παροχή προσαρμόζεται με βάση το μέγεθος του νοικοκυριού).Η εικόνα αυτή μοιάζει περισσότερο με την εντύπωση που είχαμε, αύξηση των ανισοτήτων ιδίως την περίοδο 2011-2013 με την άνοδο της ανεργίας, τη μείωση του κατώτατου μισθού και τη αύξηση των περιπτώσεων ακραίας φτώχειας.

Αυτή η παροχή δεν δόθηκε το 2015 (παρά μόνο σε ένα μικρό αριθμό που δεν το είχαν λάβει το 2014 παρότι το δικαιούνταν επειδή εξαντλήθηκε το διαθέσιμο κονδύλι) αντί αυτής δόθηκε η κάρτα σίτισης, μια προπληρωμένη κάρτα (100 ευρώ το μήνα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συνεργαζόμενα καταστήματα τροφίμων) σε νοικοκυριά με εισόδημα κάτω των 2400 ευρώ.

Tο ποσό που τελικά διατέθηκε σε αυτό το πρόγραμμα το 2015 ήταν 200εκ. (για 9 μήνες) ήτοι λιγότερο από το μισό του κοινωνικού μερίσματος. (βεβαίως είναι διαρκής και όχι εφάπαξ παροχή και δίνει περισσότερα χρήματα σε νοικοκυριά με μεγαλύτερη ανάγκη αλλά δεν είναι το θέμα μου η αποτελεσματικότητα που είναι μέτρια και για τα 2 μέτρα). Το θέμα είναι ότι όσο και να ήταν το ποσό και όσοι και να ήταν οι δικαιούχοι το μοντέλο δεν θα το λάμβανε υπόψιν του γιατί είναι παροχή σε είδος (έστω και αν είναι σχεδόν χρήματα) και όχι διαθέσιμο εισόδημα.

Αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα των στατιστικών εισοδήματος. Πολύ λίγες παροχές σε είδος συμπεριλαμβάνονται παρ’ ότι είναι σημαντικές για την ζωή των ανθρώπων. Το μοντέλο όμως έχει και άλλα, επιπρόσθετα προβλήματα πχ. μετράει μόνο πρωτογενείς (άμεσες) επιδράσεις των δημοσιονομικών πολιτικών στο εισόδημα αλλά μετράει μόνο πρωτογενείς επιδράσεις, και μάλιστα όχι τις επιδράσεις πχ της αύξησης του ΦΠΑ μια και αυτές δεν επηρεάζουν καταρχήν το εισόδημα αλλά τι μπορείς να κάνεις με αυτό.

Βεβαίως η έκθεση της τράπεζας της Ελλάδας το σημειώνει αυτό οπότε δεν είναι ακριβώς παραπλανητική η έκθεση. Ο προσεκτικός δημοσιογράφος (ένα μυθικό πρόσωπο στα καθ’ ημάς ΜΜΕ) θα μπορούσε να το προσέξει και να το αξιολογήσει, να ζητήσει διευκρινίσεις κλπ. Όμως, οι κεντρικές τράπεζες (ιδίως αυτές) έχουν υποχρέωση να νοιάζονται πάρα πολύ για τον αντίκτυπο αυτών που ανακοινώνουν, έτσι νομίζω ότι δικαιολογείται κάποιος να πει τουλάχιστον ότι ο διοικητής της ΤΤΕ θα έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικός σε αυτά που δημοσιεύει στην ετήσια έκθεσή του. Κατ’ ελάχιστο νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσει σε διευκρινίσεις, θα ήταν θλιβερό η εξαιρετικά χρήσιμη αυτή δουλειά των εμπειρογνωμόνων της τράπεζας να έχει τέτοιο παραπλανητικό αποτέλεσμα.

* Ο Μιχάλης Πετράκος, είναι στατιστικός αναλυτής (μέλος των Οικολόγων Πράσινων)