[…] το ερώτημα συνέχιζε να με βασανίζει. Πώς φτάσαμε ώς εδώ από το 1990 και μετά; Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια; Και Ελλάδα είναι μόνο οι Έλληνες ή και οι ξένοι που θέλουν ή αναγκάζονται να ζούνε σ’ αυτήν; […] με τις ζωές των εννέα αυτών ανθρώπων περνάω τις δικές μου απόψεις, σκέψεις και εκτιμήσεις για το τι είναι σήμερα η Ελλάδα και πώς φτάσαμε «ανεπαισθήτως» σε μια πολιτική / οικονομική / ηθική και πολιτισμική κρίση που, πολύ φοβάμαι, τείνει να μας αφανίσει…” η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, συγγραφέας και επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής –από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο– του βιβλίου της Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ, των εκδόσεων Βιβλιοπωλείον της Εστίας, συμμετέχοντας με αυτόν τον τρόπο, μέσω των… σελίδων του, στον δημόσιο διάλογο του tvxs.

Ads

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισαν να με προβληματίζουν οι αλλαγές που συντελούνταν στον κοινωνικό και επαγγελματικό μου περίγυρο.

Επινόησα, με βάση υπαρκτά πρόσωπα που γνώριζα, κάποιον της ηλικίας μου που προσπαθούσε να ζήσει ως έκτακτος δημοσιογράφος. Στην πραγματικότητα ήταν άνεργος, ένας σχετικά μορφωμένος ανεπάγγελτος.

Όσο ζούσε η μάνα του, συντηρούνταν από την σύνταξή της. Με το που πέθανε εκείνη, αντιμετώπισε το φάσμα της πείνας. Έψαξε για δουλειά ( ήθελε, βέβαια, να είναι ανάλογη με τα προσόντα που πίστευε ότι διέθετε), αλλά βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές.

Ads

Το 1997, που η Θεσσαλονίκη ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, προσπάθησε να λύσει το επισιτιστικό του πρόβλημα με τις πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονταν την χρονιά εκείνη. Σ’ αυτές, ως γνωστόν, ακολουθεί συνήθως πλούσιος μπουφές.

Εκεί βρήκε κι άλλους που δεν ήταν όμως «αξιοπρεπείς» πένητες, όπως αυτός, αλλά μέλη της μέσης ή και ανώτερης κοινωνικής μας τάξης, που είχαν μάλιστα συμπτύξει και ομάδα.

Γνώρισα κι εγώ μια τέτοια παρέα και εντάχθηκα για να αποκτήσω προσωπική εμπειρία.

Μέχρι που το 2009 έσκασε η φούσκα μιας κατ’ επίφαση πλαστής ευημερίας που ζούσε η χώρα μας με δανεικά και μ’ αυτά διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η κρίση έβγαλε όλα τα άπλυτα στη φόρα: τις συνέπειες του πολιτικού / πελατειακού συστήματος, την ηθική παρακμή της κοινωνίας μας που χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη διαφθορά, την κομματοκρατούμενη αναξιοκρατία, την ανυπαρξία γενικά  οργανωμένου κράτους, με νέα ιδανικά στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο το χρήμα και τη συναλλαγή. Τα επακόλουθα είναι γνωστά: τα ζούμε!

           Στο Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ, προσπαθώ πρώτα εγώ να καταλάβω ποια είναι αυτή η χώρα μου, που τη μισώ για όλα τα στραβά της αλλά ταυτόχρονα την αγαπώ επίσης, γιατί είναι ο βιότοπός μου και δεν μπορώ να ζήσω μακριά της.

Ως τίτλο δανείστηκα τον στίχο από το γνωστό τραγούδι του Μανόλη Ρασούλη που το έκανε σουξέ με τη φωνή του ο Νίκος Παπάζογλου, απόδημοι πια και η δύο από την Ελλάδα και τον κόσμο, γι’ αυτό και τους αφιέρωσα το βιβλίο μου.

Ποια, όμως, είναι αυτή η Ελλάδα για την οποία αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω το βιβλίο αυτό και γιατί;

Ο τόπος, βέβαια, είναι δεδομένος και εγώ επιλέγω τις δύο μεγαλύτερες πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και δύο επαρχίες, ένα χωριό της κεντρικής Μακεδονίας, στο οποίο κυριαρχεί το προσφυγικό ποντιακό στοιχείο, και τη Μάνη του Μοριά με τη συγκεκριμένη δική της παράδοση και νοοτροπία.

Αυτός είναι ο σκηνικός χώρος όπου διαδραματίζονται τα επεισόδια του μυθιστορήματός μου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πετάγομαι κι αλλού, π.χ. στην Κρήτη ή στα κυκλαδίτικα νησιά, όταν οι ανάγκες της αφήγησης το επιβάλλουν.

Αλλά πάλι το ερώτημα συνέχιζε να με βασανίζει. Πώς φτάσαμε ώς εδώ – στην κρίση εννοώ – από το 1990 και μετά; Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια; Και Ελλάδα είναι μόνο οι Έλληνες ή και οι ξένοι που θέλουν ή αναγκάζονται να ζούνε σ’ αυτήν;

Πώς νιώθουνε όλοι αυτοί τη χώρα στην οποία συνυπάρχουμε, Έλληνες και ξένοι; Ποιες οι εμπειρίες τους; Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ο καθένας κουβαλάει εντός του τη δική του Ελλάδα και πως αυτή έχει άμεση σχέση με τη ζωή του και τις εμπειρίες του.

Αποφάσισα τότε να δώσω στο βιβλίο μου τη μορφή ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος με αντιφατικές ζωές ηρώων σε ζεύγη∙ εννοώ ζεύγη που για κάποια αιτία διασταυρώθηκαν κάποτε οι ζωές τους.

Η τεχνική που ακολούθησα ήταν η ίδια των τριών προηγούμενων μυθιστορημάτων μου: μονόλογοι μέσα από τους οποίους ξετυλίγεται η πλοκή και ενσωματώνονται τα διαλογικά μέρη. Γιατί μονόλογοι; Διότι όλο το εμπειρικό υλικό που μάζεψα από αφηγήσεις ανθρώπων του προσωπικού και κοινωνικού μου περιβάλλοντος έπρεπε να δοθεί με τη μορφή των προσωπικών εξομολογήσεων.

            Χώρισα το μυθιστόρημά μου αυτό σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο καλύπτει την περίοδο 1996-1999 και αφορά τις ζωές δύο ξένων που γνωρίζουν την Ελλάδα (ο καθένας απ’ τη δική του μεριά) και ζούνε σ’ αυτήν.

Πρόκειται για έναν Γαλλορώσο διπλωμάτη με υψηλή αισθητική καλλιέργεια, που πρώτα υπηρέτησε ως διευθυντής ενός γαλλικού πολιτιστικού ιδρύματος στη Θεσσαλονίκη, αλλά θεωρήθηκε μισέλληνας, επειδή δημοσιοποιούσε τα στραβά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής συμπεριφοράς. Αυτός όμως αγάπησε την Ελλάδα και έχτισε εξοχικό σε παραθαλάσσιο χωριό της Μάνης για να περάσει εκεί τα γεράματά του.

Στη δούλεψή του πήρε έναν νεαρό Αλβανό μετανάστη που οι εμπειρίες του από την Ελλάδα και τους Έλληνες (τη συμπεριφορά των οποίων σχολιάζει επίσης) είναι διαμετρικά αντίθετες με εκείνες του αφεντικού του.

            Το δεύτερο ζευγάρι αφορά ένα γυναικείο δίδυμο που ζει στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για μια νεαρή πτυχιούχο κοινωνικής ανθρωπολογίας από ένα χωριό της Μακεδονίας, που επειδή είναι άνεργη (έχει κάνει του κόσμου τις δουλειές ως «απασχολήσιμη» σε προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ως σερβιτόρα σε φασφουντάδικο) καταλήγει υπάλληλος σε μικρό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς της, όπου η ιδιοκτήτρια (το δεύτερο κύριο πρόσωπο της ενότητας) με τον άντρα της προσπαθεί με νύχια και με δόντια να το κρατήσει ζωντανό από τον ανταγωνισμό που δέχεται από τα μεγάλα πολυεθνικά πολυκαταστήματα.

Η ιστορία των δύο αυτών γυναικών εξελίσσεται από το 2002 μέχρι το 2004.

            Το 2004 είναι η χρονιά των ολυμπιακών αγώνων. Εδώ έχουμε ως δίδυμο έναν γέρο συνταξιούχο δάσκαλο που, έχοντας ενστερνιστεί το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, θέλει να αναδείξει τη διαχρονική αξία του ελληνικού πνεύματος, με γράμματα που στέλνει σε μια εφημερίδα και με μια συνέντευξη που δίνει σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό (συνέντευξη- παρωδία που του πήραν «για πλάκα» κάποιοι νεαροί δημοσιογράφοι του σταθμού).

Τον γηροκομεί μια σχετικά νέα και καλλιεργημένη Γεωργιανή, που δεν μπορεί να τον αφήσει ούτε μια στιγμή μόνο του και η μόνη της επαφή με τον έξω κόσμο είναι η επικοινωνία της με τον ραδιοφωνικό σταθμό που ανέφερα και τα λογάκια που ανταλλάσει με τους δημοσιογράφους του ή και λίγη τηλεόραση όταν αναμεταδίδει ειδήσεις από την πατρίδα της.

            Τέλος, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου η πλοκή διαδραματίζεται από το 2007 έως το 2009, χρονιά που ξέσπασε η κρίση. Εδώ πραγματεύομαι τον γνώριμό μου χώρο της λογοτεχνίας και των εκδόσεων και πώς επηρεάστηκε κι αυτός από την κρίση.

Αφηγούμαι τις ζωές δύο γυναικών, αποφοίτων με άριστα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, που είναι φίλες και αποφάσισαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους ως πεζογράφοι.

Η μία, από πλούσια και καλλιεργημένη οικογένεια, γράφει ελαφρολαϊκά μυθιστορήματα, γίνεται μπεστσελερίστρια, κερδίζει χρήματα και απολαμβάνει δημοσιότητα. Η άλλη, από φτωχή οικογένεια, αγωνίζεται να καταξιωθεί στον δύσκολο στίβο της σοβαρής λογοτεχνίας με όποιες δυσκολίες συνεπάγεται αυτό.

Και ανάμεσα σ’ αυτές ένας καλλιεργημένος πνευματικά εκδότης που, ενώ εκτιμά και αγαπάει τη σοβαρή λογοτεχνία, αναγκάζεται να εκδίδει κι αυτός μυθιστορήματα για φτηνή λαϊκή κατανάλωση που ζητάει η αγορά, για να μην κλείσει τον εκδοτικό οίκο που κληρονόμησε από τον πατέρα του.

            Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά με τις ζωές των εννέα αυτών ανθρώπων περνάω τις δικές μου απόψεις, σκέψεις και εκτιμήσεις για το τι είναι σήμερα η Ελλάδα και πώς φτάσαμε «ανεπαισθήτως» σε μια πολιτική / οικονομική / ηθική και πολιτισμική κρίση που, πολύ φοβάμαι, τείνει να μας αφανίσει.

            Θεωρώ ότι τα τέσσερα αυτά μυθιστορήματά μου αποτελούν μια τετραλογία που αφορά τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Πιστεύω επίσης πως χρέος κάθε σοβαρού λογοτέχνη είναι να αναβιώνει μέσα στα βιβλία του τα προβλήματα του τόπου και της εποχής του, κοιταγμένα φυσικά μέσα από τον δικό του ιδιαίτερο ψυχικό φίλτρο και ευαισθησία.-

Σωτηρία Σταυρακοπούλου

image
Υγ. Το μυθιστόρημά μου Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ είναι το όγδοο πεζογραφικό μου βιβλίο (Εστία 2012). Εμφανίστηκα στα γράμματα το 1980. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία μου (τρεις συλλογές διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα) αφορούσαν αυτό που θα λέγαμε μια προσωπική «περιπέτεια» ζωής  (προβλήματα παιδικής και εφηβικής ηλικίας, οικογενειακή και φοιτητική ζωή, ερωτική περιπλάνηση, κτλ.). Η γραφή έχει τη μορφή της συνειδησιακής αφηγηματικής τεχνικής που εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας αποσπασματικής ενδοσκόπησης του εσωτερικού μου κόσμου την εποχή εκείνη.

Tο 2001 κυκλοφόρησα το μυθιστόρημά μου Οι δεξιώσεις (Εστία). Στο βιβλίο αυτό πραγματεύομαι τον χωρισμό της κοινωνίας μας σε κοινωνία δύο τρίτων. Ο ήρωας του βιβλίου μου είναι αντιπροσωπευτικός εκείνης της εποχής. Ο μέσος τύπος του εγγράμματου παρία που διαμόρφωσε η μαζική δημοκρατία μας στον αντίποδα του «καταφερτζή» νεόπλουτου που εκ συστήματος φοροδιαφεύγει. Βρίσκεται στα όρια της περιθωριοποίησης, χωρίς να ανήκει σε κάποια μειονότητα Ελλήνων ή αλλοδαπών αναξιοπαθούντων.

Το 2005 κυκλοφόρησα το μυθιστόρημά μου Η μεθυσμένη γυναίκα (Εστία). Σ’ αυτό πραγματεύομαι τον αγώνα των οικονομικών μεταναστών στη χώρας μας για να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία, ενώ ένα μέρος των Ελλήνων της μέσης αστικής τάξης περιθωριοποιείται από την ανεργία. Πρόκειται για την ιστορία μιας Αλβανίδας που παντρεύτηκε έναν Έλληνα και δημιούργησαν οικογένεια με δύο αγόρια. Η ανεργία όμως και η ανέχεια από τη μία πλευρά και η διαφορετική τους πολιτισμική νοοτροπία και συμπεριφορά από την άλλη, τους οδηγούν στο διαζύγιο με θύμα τον σύζυγο. Τα πρόσωπα και η ιστορία είναι αληθινά, έχοντας υποστεί φυσικά την αρμόζουσα μυθοπλαστική επεξεργασία.

Το 2008 με το μυθιστόρημά μου Σπάνιες αλήθειες(Εστία) πέρασα στη λογοτεχνία τα όσα θλιβερά συμβαίνουν στον χώρο της ανώτατης παιδείας, στο πανεπιστήμιο που το γνωρίζω καλά, αφού εκεί υπηρετώ είκοσι τόσα χρόνια ως επίκουρη καθηγήτρια. Κι αυτό γιατί ήθελα να επισημάνω ότι η κρίση που υποφώσκει στην κοινωνία μας– για την ακρίβεια ήταν πλέον δεδομένη – ξαπλώνεται σ’ όλα τα επίπεδα, αν υποθέσουμε ότι οι καθηγητές των πανεπιστημίων αποτελούν την ελίτ του επιστημονικού και πνευματικού μας κόσμου.

Φυσικά και για τις Δεξιώσεις και για τις Σπάνιες αλήθειες βρήκα τον μπελά μου γιατί έξυσα πληγές, που η φαρισαϊκή ιθύνουσα τάξη μας (πολιτική, οικονομική, επιστημονική, πνευματική) τις ήθελε «κουκουλωμένες».