Παρακολουθώντας ένα επεισόδιο της κωμικής αγγλικής σειράς Μίστερ Μπιν με τίτλο Κάντο το μόνος σου, είναι δύσκολο να μη διαπιστώσει κανείς ομοιότητες μεταξύ της προσπάθειας του πρωταγωνιστή να κλείσει μία τρύπα στον τοίχο του διαμερίσματός του και αυτής της Τρόικας και των ελληνικών κυβερνήσεων να κλείσουν την τρύπα του ελληνικού δημοσιονομικού ελλείμματος.

Ads

Ελλείψει χρημάτων και κοινής λογικής, ο Μίστερ Μπιν αποφασίζει πως ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει την ενοχλητική τρύπα στον τοίχο είναι να χρησιμοποιήσει υλικά από τον απέναντι. Έτσι, όταν, τελικά, πετυχαίνει, εντελώς άγαρμπα, τον στόχο του και κοντοστέκεται για να θαυμάσει το ‘κατόρθωμά’ του, η κάμερα απομακρύνεται για να φανεί πως μία άλλη τρύπα έχει ανοίξει στον απέναντι τοίχο του μισοκατεστραμμένου, πλέον, από τα όσα τραγελαφικά διαδραματίστηκαν, διαμερίσματος.

Παρομοίως, Τρόικα και ελληνική κυβέρνηση αυτοεπαινούνται σήμερα, για το γεγονός ότι η τρύπα του ελληνικού δημοσιονομικού ελλείμματος έχει, σχεδόν, κλείσει. Όμως, τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς δημοσιονομικής προσαρμογής, μία αναδιάρθρωση και μία επαναγορά ομολόγων, δεν έκαναν τίποτε για τη μείωση του δημοσίου χρέους,αλλά αντίθετα έπληξαν καίρια τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, προκάλεσαν τριπλασιασμό των επιπέδων ανεργίας και μείωση κατά ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Με τη δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους να ανέρχεται, περίπου, στο 5% ετησίως και με το επιτόκιο στα δάνεια στήριξης στο 3%, η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμούςπολύ μεγαλύτερους από αυτό το ποσοστό προκειμένου να βάλει σε καθοδική τροχιά το χρέος της, το οποίο οδεύει προς το 175% του ΑΕΠ.

Όμως ανάπτυξη τέτοιου μεγέθους, χωρίς ανταγωνιστικότητα και στήριξη από έναν υγιή τραπεζικό τομέα είναι αδύνατη. Και παρά τη θεαματική μείωση μισθών και την εντυπωσιακή εσωτερική υποτίμηση, το χάσμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας παραμένει, σχεδόν, όσο και το 2010, με το ευρώ, στα τρέχοντα επίπεδά του, να εξακολουθεί να εμφανίζεται υπερτιμημένο κατά 25% για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

Ads

Επιπλέον, παρά την επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν έχει αποκατασταθεί ο ρόλος τους ως προμηθευτή πίστεως σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται σε δυσχερή θέση και υπό την απειλή μίας νέας κρίσης, με τις καταθέσεις να μειώνονται, τα επισφαλή δάνεια να αυξάνονται (επισήμως, 70 δις ευρώ), την εξάρτησή τους από την ΕΚΤ και τον ELA να αγγίζει τα 70 δις ευρώ και το κόστος δανεισμού τους από τις αγορές να παραμένει μη ανταγωνιστικό εξαιτίας, κυρίως, του ρίσκου πτώχευσης της χώρας το οποίο, μεταξύ άλλων, συντηρεί στα ύψη το κόστος δανειοδότησης ακόμη και των πιο υγειών ελληνικών επιχειρήσεων, με τη μία μετά την άλλη να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.

Συμπερασματικά, η ‘Μίστερ Μπιν προσέγγιση’ της ελληνικής κρίσης πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα από ένα ρεαλιστικό πλάνο, το οποίο δεν μπορεί να είναι το προωθούμενο από τη Γερμανία, νέο, σύμφωνο μεταρρύθμισης, που θα συντηρήσει αντί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα.

Αντίθετα, θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα ευεργετικό για το σύνολο της ευρωζώνης πολιτικό έλλειμμα μεταξύ υποσχέσεων και πράξεων της Καγκελαρίου Μέρκελ προς τονγερμανικό λαό, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί όσο το δυνατόν ταχύτερα μία ουσιαστική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, γεγονός που θα λειτουργήσει από μόνο του ως η αρχή του τέλους της κρίσης.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Πορτογαλίας και οι τράπεζες που ανακεφαλαιοποιήθηκαν να δεσμευτούν ως προς το ελάχιστο ποσό δανείων που θα πρέπει να κατευθύνουν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αλλά και στην αγορά κατοικίας, ώστε να αρχίσει η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.

Εκτάκτως και ευλόγως, θα πρέπει να συζητηθεί αλλαγή στην κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων έτσι ώστε να μην ξοδευτούν στην κατασκευή δρόμων, αλλά να κατευθυνθούν σε άλλους τομείς, που χρήζουν άμεσης στήριξης.

Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, θα πρέπει να αρχίσει άμεσα η αποκλιμάκωση της φούσκας λιτότητας που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και η οποία αν ή όταν σκάσει, θα απειλήσει να προκαλέσει μία κρίση πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από αυτήν που βιώνει μέχρι στιγμής η χώρα.

Άρθρο για την ετήσια έκδοση 2014 του economist