Το ομηρικό «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» (πάντα να αριστεύεις και να υπερέχεις των άλλων) δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνείας. Αλλά, υπάρχει κι ένα «αλλά»: πρώτον, ό,τι λέει ο Όμηρος στην Ιλιάδα δεν είναι θέσφατο δεύτερον, αυτό που λέει ο Πηλέας στον γιο του, Αχιλλέα, είναι μια προτροπή. Άλλο η προτροπή «να αγωνίζεσαι για να διακριθείς» και άλλο η (απαγορευτική) αρχή «όποιος δεν βγαίνει πρώτος, εκτός».

Ads

Η «αριστεία» όπως την ξέρουμε εμείς είναι μια εν πολλοίς επινοημένη έννοια. Εισέβαλε στη ζωή μας τη δεκαετία του 1990, για να αποδώσει το ξενικό «excellence» (η ιδιότητα και η πρακτική του εξαιρετικού), που άρχισε τότε να χρησιμοποιείται συχνά-πυκνά στην Ευρώπη και στην Αμερική. «Εξαιρετικά» πράγματα και «εξαιρετικοί» άνθρωποι υπήρχαν βέβαια πάντοτε. Οι παλαιότεροι χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν κάτι ιδιαίτερα προσεγμένο ή αξιοσημείωτο. Η «αριστεία» του 1990 δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Σηματοδοτούσε μια πολιτική βίαιων αναδιαρθρώσεων, που είχαν ως στόχο τη συσσώρευση υποδομών σε συγκεκριμένα σημεία του γεωγραφικού χάρτη, την αναδιάταξη του ανθρώπινου δυναμικού και τη συγκεντροποίηση των εξουσιών σε όλη τη δημόσια σφαίρα. Όλως τυχαίως, αυτές οι αναδιαρθρώσεις συνέπεσαν χρονικά με την αλλαγή στάσης της –ενιαίας πλέον- Γερμανίας,  τη δεξιά στροφή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και την υιοθέτηση μιας καθαρά νεοφιλελεύθερης ατζέντας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πνεύμα της «αριστείας» και των «ντριμ τιμς», η διαχείριση οποιουδήποτε σημαντικού έργου έπρεπε πλέον να γίνεται χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις από τους «ικανούς», που πληρούσαν κάποια  συγκεκριμένα κριτήρια. Ο ρόλος των υπολοίπων δεν μπορούσε παρά να είναι εντελώς διεκπεραιωτικός.

Πολιτικά, πολιτισμικά και ηθικά, η ελληνική Αριστερά δεν έχει –ούτε θα μπορούσε να έχει- καμία σχέση μ’ αυτή τη μεταμφιεσμένη μορφή αριστοκρατίας. Από την άλλη όμως πλευρά, η ιστορική συνάφεια της Αριστεράς με το έργο μεγάλων διανοητών και ο αντίλαλος του περίφημου «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα», που είχε το θάρρος να βροντοφωνάξει ο Χαρίλαος Φλωράκης μέσα στον πυρετό της μεταπολίτευσης, αποτελούσαν και αποτελούν ταυτοτικά στοιχεία του χώρου. Δικαιούται λοιπόν να ρωτήσει κάποιος «από αριστερά»: πόσα Γράμματα ξέρουμε; Και πόσα  θα  π ρ έ π ε ι  να ξέρουμε;

Στη μετανεωτερική εποχή, καθώς καταρρέουν οι «μεγάλες αφηγήσεις», αυτό μπορεί να ακούγεται παράφωνο. Δεν είναι όμως έτσι. Λέμε, παραδείγματος χάριν, «κοινωνία της γνώσης» ή «οικονομία της γνώσης», χωρίς να μας απασχολεί το πώς δομείται και πώς αποκτάται αυτή η «γνώση» και χωρίς να παίρνουμε αποστάσεις από μια χορεία λειτουργικά αναλφάβητων που μας περιβάλλουν. Και δεν είναι ότι μας περιβάλλουν, είναι ότι ενίοτε κομπορρημονούν με περισσή «αριστεροφροσύνη».

Ads

Παραθέτω αυτούσιο ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο. Να τί λέει: «Χειροκροτώ την ιδέα σας να δημοσιεύσετε τη μετάφραση του «Κεφαλαίου» σε συνέχειες. Σ’ αυτή τη μορφή, το βιβλίο θα είναι πιο προσιτό στην εργατική τάξη, ένα θέμα που έχει για μένα μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιοδήποτε άλλο. Αυτή είναι βέβαια η καλή πλευρά της ιδέας σας, αλλά υπάρχει κι άλλη όψη του νομίσματος: επειδή η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποίησα δεν έχει εφαρμοστεί ως τώρα σε οικονομικά αντικείμενα, η ανάγνωση των πρώτων κεφαλαίων είναι μάλλον επίπονη. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος το γαλλικό κοινό, πάντοτε ανυπόμονο να βγάλει συμπεράσματα και να εμβαθύνει στη σχέση που έχουν οι γενικές αρχές με τα ειδικότερα ζητήματα που τροφοδοτούν το πάθος του, να αποκαρδιωθεί. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω, παρά μόνο προετοιμάζοντας και προειδοποιώντας τους αναγνώστες που αναζητούν με ζήλο την αλήθεια. Δεν υπάρχει βασιλική οδός στην επιστήμη, και μόνο όσοι δεν φοβηθούν την κουραστική ανάβαση σε ανηφορικά μονοπάτια θα έχουν μια πιθανότητα να αντικρύσουν τη φωτεινή κορυφή». (Ελεύθερη μετάφραση από τα αγγλικά.)

Το γράμμα γράφτηκε από τον Κάρολο Μαρξ το 1872 και περιέχεται στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του «Κεφαλαίου». Η προειδοποίηση που απευθύνει στους αναγνώστες του είναι σαφής: μην επιχειρήσετε να διαβάσετε το βιβλίο «στα όρθια», γιατί δεν θα φτάσετε μακριά. Αυτό γράφει ένας κομμουνιστής par excellence, που συμβαίνει να είναι ταυτόχρονα και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες της νεωτερικής εποχής. Όπως ο Κάρολος Ντάρβιν και ο Άλμπερτ Αϊνστάϊν, ο Μάρξ  παρήγαγε θεωρία με εντυπωσιακή προβλεπτική ικανότητα και εξόπλισε τις σύγχρονες κοινωνίες μ’ ένα ολοκληρωμένο σύστημα ανάλυσης των οικονομικών, κοινωνικών και ιστορικών φαινομένων. Ενάμισυ αιώνα μετά, το «Κεφάλαιο» παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ.

Η διατύπωση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» έχει ενδιαφέρουσες συνδηλώσεις: το «μόνο όσοι» εξυπονοεί ότι δεν περιμένει να μελετήσουν όλοι το έργο του με την επιμονή και τη συστηματικότητα που χρειάζεται για να το κατανοήσουν. Σε ποιούς απευθύνεται λοιπόν; Σε μια πνευματική ελίτ, σε μια μικρή ομάδα «επαγγελματιών της επανάστασης», ή σ’ ένα ευρύτερο (λαϊκό) ακροατήριο, που δεν φοβάται να προσπαθήσει στα δύσκολα; Όπως φαίνεται καθαρά στο γράμμα, ο Μάρξ εννοεί το τελευταίο.

Η δίψα –κι η ικανότητα- να ψάχνεις διαρκώς, να μην εφησυχάζεις, να προσπαθείς να ξεπεράσεις με κάθε ευκαιρία τον εαυτό σου, είναι μια ποιότητα που δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει την Αριστερά, τον κατ’ εξοχήν χώρο που διεκδικεί έναν αποκαλυπτικό-απελευθερωτικό ρόλο στην κοινωνία. Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που ο πολιτικός της πολιτισμός συναντιέται με την ιδέα της ευγενούς άμιλλας. Στην προσπάθεια να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, μπορεί να ξεπεράσεις και τον διπλανό σου. Κι αυτό, απ’ ό,τι δείχνει η ζωή, είναι μια «αμοιβή», που ανατροφοδοτεί τη δική σου προσπάθεια.

Υπάρχουν δυο δύσκολα ερωτήματα, που δεν πρέπει να αποφύγουμε. Το πρώτο αφορά τη φύση της «αμοιβής» όσων πραγματικά προσπαθούν. Ας κάνουμε μια υπόθεση. Έστω ότι υπάρχει μια εσωτερική ανάγκη ή ένα περιβάλλον που μας ωθεί να ακολουθήσουμε «ανηφορικά μονοπάτια». Έστω ότι αυτή η τάση ενισχύεται και αναπτύσσεται μέσα στο σχολείο. Έστω ότι αυτό γίνεται τρόπος ζωής και επαγγελματική ηθική. Δεν προσδοκάμε στο τέλος το χειροκρότημα, την αναγνώριση, την ανέλιξη;  Θα ήταν αφύσικο και έξω απ’ τα ανθρώπινα να πούμε όχι.
Αλλά ένα λεπτό: γιατί αυτό συνιστά μια εγωϊστική, αντικοινωνική συμπεριφορά και γιατί τάχα υπονομεύει την ισότητα και την ισοπολιτεία, όπως ισχυρίζονται μερικοί; Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στα (υλικά) προνόμια των «αρίστων» και την ήσυχη ικανοποίηση που απολαμβάνουν οι πραγματικά άριστοι είναι η εξής: οι μεν θεωρούν τον εαυτό τους «μεγάλο μέγεθος» και έχουν την απαίτηση το κάθε τι από ένα σημείο και μετά να προσμετράται και μεταφράζεται σε προσωπικό όφέλος˙ οι δε, έχοντας πλήρη επίγνωση της ταπεινότητάς τους απέναντι σε όσους υπήρξαν πριν και θα υπάρξουν μετά απ’ αυτούς, αρκούνται σε μια καλή κουβέντα –άντε, και σ’ ένα βραβείο- και συνεχίζουν σιωπηλά το έργο τους.

Δεν μπορώ να γίνω πιο περιγραφικός στο θέμα αυτό, γιατί μερικά πράγματα είναι υπόθεση βιωμάτων. Παραδείγματος χάριν, ο μακαρίτης ο Σίκιεβιτς, μια μεγάλη μορφή στη Βιολογία, συνέχισε να εργάζεται σαν ένας απλός μεταπτυχιακός φοιτητής ως τα βαθειά γεράματα, μέχρι που τον βρήκαν οι του 5ου ορόφου πεθαμένο στο εργαστήριό του. Το ίδιο συνέβη με αρκετούς νομπελίστες, που συνέχισαν να δουλεύουν εντατικά μέχρι να κλείσουν τα μάτια. Και για να μη μιλάμε μόνο για τους πολύ διακεκριμένους: γνωρίζω ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που, αφού έκαναν όνομα με τη δουλειά τους, συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την όρεξη και τον ενθουσιασμό εφήβου –και χωρίς ανταλλάγματα.

Το δεύτερο θέμα που αξίζει να συζητηθεί είναι το τί ακριβώς προσφέρουν στην κοινωνία, και ιδιαίτερα στην Αριστερά, οι άριστοι -με την έννοια που περιέγραψα παραπάνω. Δεν είναι, όπως θα νόμιζε κανείς, το «υπόδειγμα». Είναι ο καταλυτικός ρόλος που μπορεί να έχει μια συμπεριφορά που συνδυάζει σ υ ν ε ι δ η τ ή  κ α λ ο σ ύ ν η   μ ε  α υ σ τ η ρ ή  π ρ ο σ ή λ ω σ η  σ ε  α ξ ί ε ς  κ ι  α ρ χ έ ς.  Οι πραγματικά άριστοι συνήθως δημιουργούν γύρω τους ένα περιβάλλον συλλογικότητας, ανοχής, αντοχής και πνευματικού βάθους, που δεν περιλαμβάνει το είδωλό τους –γιατί αισθάνονται και είναι ψυχολογικά ασφαλείς. Οι μαθητές τους έχουν μάθει να τους αμφισβητούν και να τρέφονται από τη (διαλεκτική) σχέση συμμόρφωσης και «ανυπακοής», που κατά καιρούς οδηγεί σε κάτι πραγματικά νέο.

Χωρίς να το καταλάβουμε, μόλις θίξαμε ένα καίριο ζήτημα: Α ρ ι σ τ ε ρ ά  κ α ι                α ρ ι σ τ ε ρ ο ί  χ ω ρ ί ς  τ η ν  ι κ α ν ό τ η τ α  –και την ευθύνη- της  ά σ κ η σ η ς  σκληρής και «αναιδούς» κ ρ ι τ ι κ ή ς  δ ε ν  υ π ά ρ χ ο υ ν.  Ο αποκαλυπτικός και ανατρεπτικός ρόλος της Αριστεράς προϋποθέτει αμφισβήτηση, αντίσταση στα δεδομένα της συγκυρίας, ενόραση, ανθρώπους που θέλουν και μπορούν να ψάχνουν «βελόνι στ’ άχυρα».

Η σύγχρονη Αριστερά έχει την ευθύνη να περιγράψει ένα Σχολείο κι ένα Πανεπιστήμιο, που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Όχι στο οικονομίστικο επίπεδο ή στο επίπεδο μιας επίπλαστης «ανάπτυξης», αλλά στο πλαίσιο μιας απελευθερωτικής διαδικασίας. Τα θολά ιδεολογήματα και τα αμφίσημα της «οικονομίας της γνώσης» δεν εξυπηρετούν αυτή την προοπτική. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν μας αφήνουν ν’ ασχοληθούμε, αν όχι με το «Κεφάλαιο», τουλάχιστον με τα κεφαλαιώδη της εκπαίδευσης, της έρευνας, της δίκαιης ανάπτυξης, της προσωπικής και συλλογικής ευτυχίας.

«Θέλει δουλειά πολλή». Έτσι δεν είναι;

ΥΓ. Της ώρας: πριν μερικές μέρες, η υπουργός Παιδείας ισχυρίστηκε ότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία σχεδίαζε τη μείωση των πιστώσεων για την Παιδεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε με πίνακες και γραφήματα που δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Επειδή τα στοιχεία είναι στοιχεία και δεν επιδέχονται «λαθών στη μετάφραση», είναι απαραίτητο να διαλευκανθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι. Δεν είναι μόνο θέμα αξιοπιστίας, αλλά και δημοκρατικής τάξης.